Μαύρες τρύπες στο σύστημα υποκλοπών της ΕΥΠ αποκάλυψε κρατικός έλεγχος
Οι ανεξέλεγκτες καταγραφές, η εξαφάνιση του σχεδίου ασφαλείας και τα χαμένα ηλεκτρονικά αρχεία - Ρεπορτάζ της Κυριακάτικης Ελευθερίας του Τύπου
Τεράστια ερωτήματα για την κυβέρνηση -και τις μεθοδεύσεις που ακολουθεί - προκαλούνται από τέσσερις «μαύρες τρύπες» στο σύστημα υποκλοπών της ΕΥΠ που εντοπίστηκαν σε έλεγχο της Αρχής Διασφάλισης του Απορρήτου των Επικοινωνιών (ΑΔΑΕ) πριν από έναν μήνα! Σύμφωνα με τα στοιχεία που αποκαλύπτει η «Κυριακάτικη ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ», ανάμεσα στα άλλα αποκαλύφθηκε ότι η ΕΥΠ δεν εφαρμόζει την περιβόητη «πολιτική ασφάλειας» που αφορά την πρόσβαση στο σύστημα νομίμων συνακροάσεων και εξασφαλίζει το απόρρητο των επικοινωνιών. Δηλαδή κάτι που επιτρέπει κάθε λαθροχειρία στο σύστημα υποκλοπών και μπορεί να οδηγήσει σε ανεξέλεγκτες παράνομες παρακολουθήσεις.
Επιπλέον διαπιστώνεται ότι η ΕΥΠ δεν τηρεί αρχεία για την παρακολούθηση προσώπων επικαλούμενη ότι δεν έχει να πληρώσει 100.000 ευρώ για τον σχετικό εξοπλισμό. Ακόμη κρατάει παρανόμως και για άγνωστους λόγους τηλεφωνικές συνομιλίες που θα έπρεπε να είχε καταστρέψει προ πολλού με βάση τη νομοθεσία για τη διαφύλαξη των προσωπικών δεδομένων. Τα ευρήματα αυτά επιβεβαιώνουν πρόσφατο ρεπορτάζ της εφημερίδας «Παραπολιτικά» για ασυδοσία στα συστήματα υποκλοπών, κυρίως της ΕΥΠ, που επιτρέπουν παρακολουθήσεις για να εξυπηρετηθούν επιχειρηματικά και πολιτικά συμφέροντα! Κάτι που αναδείχθηκε και στην πρόσφατη υπόθεση του «Noor One», αλλά και σε άλλες υποθέσεις του παρασκηνίου.
Ομως αυτή τη φορά δεν υπάρχουν μόνο ενδείξεις, υπόνοιες και «ψίθυροι», αλλά τα ευρήματα ελέγχου της ΑΔΑΕ που, σύμφωνα με στελέχη της λεωφόρου Κατεχάκη, «προέκυψαν δεδομένα που προβληματίζουν». Ο έλεγχος λοιπόν πραγματοποιήθηκε προ μερικών εβδομάδων στο περιβόητο «σύστημα νομίμων συνακροάσεων» ή τον επονομαζόμενο «αρχικοριό» της ΕΥΠ στον 15ο όροφο του κτιρίου της λεωφόρου Κατεχάκη όπου στεγάζονται και οι μυστικές υπηρεσίες. Παρόμοιο σύστημα διαθέτει πλέον και η Αντιτρομοκρατική Υπηρεσία της ΕΛ.ΑΣ. - βρίσκεται σε χώρο δίπλα από αυτόν της ΕΥΠ - αλλά και ένα νεότερο που χρησιμοποιεί η νέα Διεύθυνση Πληροφοριών της ΕΛ.ΑΣ. που θα στεγασθεί σε νέο κτίριο της Δυτικής Αττικής. Το σύστημα αυτό που χρησιμοποιεί η ΕΥΠ έχει αποκτηθεί πριν από 10 περίπου χρόνια, είναι γερμανικής κατασκευής και επιτρέπει πλέον την ταυτόχρονη παρακολούθηση -με βάση τα επίσημα στοιχεία- περισσοτέρων από 1.300 ταυτόχρονα τηλεφώνων και άνω των 200 συνδέσεων Internet με τη συνδρομή εταιρειών κινητής τηλεφωνίας και παρόχων του Διαδικτύου. Σχετικός έλεγχος είχε πραγματοποιηθεί στο σύστημα της ΕΥΠ την περίοδο 2013-2014, όπου είχαν επισημανθεί ορισμένα κενά για τα οποία είχαν κινηθεί οι διαδικασίες αποκατάστασης.
Επιπλέον οι έλεγχοι μέχρι προσφάτως δεν είχαν αναδείξει ενδείξεις για παράνομες υποκλοπές. Οι φορητές συσκευές Ωστόσο υπήρχαν διαρκώς αναφορές ότι στο σύστημα της ΕΥΠ αλλά -ανά σύντομες περιόδους- και σε εκείνο της Αντιτρομοκρατικής υπήρχαν «περίεργες» κινήσεις με παρακολουθήσεις επιχειρηματιών ή άλλων ιδιωτών που γίνονταν κυρίως με νομότυπες εισαγγελικές διατάξεις για θέματα «εθνικής ασφάλειας». Για την έκδοση αυτών των δικαστικών διατάξεων αρκούσε η διαβεβαίωση της ΕΥΠ ότι υπάρχει «κρίσιμο εθνικό θέμα» ή ζήτημα «γρήγορης έρευνας» για να παρακολουθηθούν τηλέφωνα. Χωρίς καμία άλλη αιτιολόγηση. Και έτσι ήταν εύκολο πονηροί «πράκτορες» να βάλουν στο σύστημα για παρακολούθηση τηλέφωνα που αφορούσαν επιχειρηματικά συμφέροντα ή πολιτικές σκοπιμότητες. Χωρίς κανείς να ελέγχει ουσιαστικά αν υφίσταται θέμα «εθνικής ασφάλειας» ή αν πρόκειται για κόλπο στο πλαίσιο επιχειρηματικών ή άλλου είδους συμφερόντων.
Οι ίδιες υπαινικτικές αναφορές υπήρχαν και για λαθραία χρήση στα περιβόητα «βαλιτσάκια» της ΕΥΠ, δηλαδή τις φορητές συσκευές συνομιλιών με προσέγγιση του παρακολουθούμενου «στόχου», με συνομιλίες που καταγράφονται και CDs που μοιράζονται σε διάφορους ιδιώτες ή πολιτικούς για να εξυπηρετηθούν άλλου είδους παιχνίδια.
Σύμφωνα μάλιστα με ασφαλείς πληροφορίες, τέτοιου είδους αναφορές για ύποπτες και ασύδοτες υποκλοπές από την ΕΥΠ διατυπώθηκαν και σε πρόσφατη δίκη όπου ήσαν κατηγορούμενοι για «υπερκοστολόγηση του συστήματος» (αν και οι περισσότερες κατηγορίες κατέπεσαν) οι υπεύθυνοι πώλησής του. Στο συγκεκριμένο δικαστήριο υπήρξαν καταγγελίες ότι γίνεται «υπερφόρτωση» του συστήματος με χιλιάδες πλεονάζουσες όσο και ανεξέλεγκτες παρακολουθήσεις κινητών και εκτός των επίσημων προδιαγραφών χρήσης του! Ομως, σύμφωνα με στοιχεία που έχουν τεθεί υπ’ όψιν στελεχών των αρμοδίων υπηρεσιών της λεωφόρου Κατεχάκη, ο πρόσφατος έλεγχος της ΑΔΑΕ επιβεβαίωσε πολλές από αυτές τις υπόνοιες… Η πιο μεγάλη «τρύπα» που εντοπίστηκε αφορά την έλλειψη «πολιτικής ασφάλειας» του συστήματος υποκλοπών της ΕΥΠ που αποτελεί τη βάση για την τήρηση του απορρήτου.
Οπως επισημαίνεται στο ΦΕΚ της 26/1/2005, «η πολιτική ασφάλειας διασφαλίζει τα δεδομένα επικοινωνίας των χρηστών, το απόρρητο των επικοινωνιών, την προστασία των υπολογιστικών ζητημάτων και των δικτυακών υποδομών». Στη συνέχεια μάλιστα σημειώνεται ότι «οι διαδικασίες οι οποίες σχετίζονται με την υλοποίηση της πολιτικής ασφάλειας περιλαμβάνουν τη διαπίστωση ταυτότητας, την εξουσιοδότηση, τον έλεγχο πρόσβασης, την εγκυρότητα, την εμπιστευτικότητα, την ακεραιότητα, τη διαθεσιμότητα, την τήρηση του απορρήτου και τον έλεγχο παραβίασης της ασφάλειας». Παράλληλα υπάρχουν αναφορές για τυχόν κυρώσεις που μπορεί να υπάρχουν για την μη τήρηση της «πολιτικής ασφάλειας». Αυτό λοιπόν το σχέδιο «ασφάλειας» του συστήματος υποκλοπών από παράνομες παρεμβάσεις και παρεισφρήσεις φέρεται να το είχε εκπονήσει και συντάξει η ΕΥΠ, αλλά δεν το εφάρμοζε γιατί υποτίθεται ότι περίμενε την έγκρισή του από την ΑΔΑΕ. Και ενώ η νομοθεσία επιβάλλει πρώτα να εφαρμόζεται πλήρως, εν αναμονή της έγκρισης του αρμόδιου ελεγκτικού οργάνου. Κι έτσι στην ΕΥΠ δεν υπήρχε κανένας έλεγχος στη χρήση του συστήματος «νομίμων συνακροάσεων».
Σημειώνεται ότι την «πολιτική ασφάλειας» οφείλουν να εφαρμόζουν όλοι οι τηλεπικοινωνιακοί πάροχοι (εταιρείες τηλεφωνίας, Ιντερνετ κ.λπ.) και πολύ περισσότερο οι σχετικές κρατικές υπηρεσίες. Αξίζει ακόμη κάποιος να θυμηθεί ότι αυτό το κενό ασφάλειας στην εταιρεία Vodafone φέρεται να χρησιμοποίησε η CIA και δημιούργησε το σύστημα υποκλοπών με τα 14 κινητά τηλέφωνα-«σκιές» στη διάρκεια των Ολυμπιακών Αγώνων. Ενα άλλο προβληματικό σημείο που φέρεται να ανακάλυψε η ΑΔΑΕ είναι ότι δεν καταγράφονται πουθενά τα δεδομένα από τις έρευνες για εντοπισμό κινητών -πιθανόν και με τα «βαλιτσάκια» της ΕΥΠ- και δεν εξασφαλίζεται το απόρρητο των συγκεκριμένων δεδομένων.
Και αυτό με τη δικαιολογία ότι η ΕΥΠ δεν έχει 100.000 ευρώ για να τοποθετήσει το ειδικό λογισμικό καταγραφής των συγκεκριμένων αναζητήσεων. Σημειώνεται πάντως ότι η χρήση των φορητών συσκευών της ΕΥΠ είναι το πιο σκοτεινό σημείο στο θέμα των κρατικών υποκλοπών. Κι αυτό όχι μόνο γιατί δεν έχει σύστημα επανεξέτασης των παρακολουθήσεων, αλλά και γιατί έχουν υπάρξει παλαιότερες δηλώσεις μέχρι και υπευθύνων της ΑΔΑΕ στη Βουλή ότι «δεν ξέρουν πόσα είναι ακριβώς και πώς χρησιμοποιούνται». Ακόμη εντύπωση προκαλεί και το εύρημα ότι εξακολουθεί να είναι απενεργοποιημένο το σύστημα διαγραφής των καταγραφομένων συνομιλιών. Απενεργοποίηση συστήματος Σύμφωνα με το σχετικό νομοθετικό πλαίσιο, οι συνομιλίες που υποκλέπτονται από τον επονομαζόμενο «Μεγάλο Αδελφό» της ΕΥΠ πρέπει να διατηρούνται για ένα διάστημα της τάξης από έξι μήνες, ενώ μπορεί να υπάρχει περιθώριο έως έναν χρόνο.
Ομως η ΑΔΑΕ φέρεται να παρατήρησε ότι οι χειριστές του συστήματος έχουν απενεργοποιήσει το σύστημα αυτόματης διαγραφής αρχείων. Σύμφωνα με τεχνικούς που γνωρίζουν τις δυνατότητες τέτοιου είδους συσκευών επισυνδέσεων, αυτό μπορεί να συμβεί είτε για να διατηρούνται «επίμαχα» ηλεκτρονικά αρχεία συνομιλιών ώστε να χρησιμοποιούνται σε περίεργες μεθοδεύσεις, είτε επειδή το σύστημα αυτόματης διαγραφής συνομιλιών έχει αδρανοποιηθεί λόγω της υπερφόρτωσης του «κοριού» με χιλιάδες παρακολουθούμενα τηλέφωνα. Και έτσι αυτή η αυτόματη λειτουργία του να έχει στην πράξη εξουδετερωθεί. Τέλος, σύμφωνα με τις ίδιες πηγές, αποκαλύφθηκε ότι το σύστημα της ΕΥΠ χρησιμοποιεί παλιά τεχνολογία για τις επισυνδέσεις με τις εταιρείες κινητής τηλεφωνίας, με αποτέλεσμα την προβληματική καταγραφή όλων των δεδομένων στις υποκλοπές.