Τα παραδοσιακά έθιμα των Θεοφανείων στην Ελλάδα
Οι Αράπηδες, οι Μωμόγεροι, τα Ρουγκατσάρια και η Καμήλα.
Τα Θεοφάνεια αποτελούν τμήμα του λεγόμενου Δωδεκαήμερου, δηλαδή του χρονικού διαστήματος των δώδεκα ημερών από τα Χριστούγεννα μέχρι τα Φώτα. Το Δωδεκαήμερο πλαισιώνεται με πλουσιότατη εθιμολογία, που προσδίδει ιδιαίτερα πανηγυρικό τόνο όχι μόνο στις τρεις μεγάλες γιορτές (Χριστούγεννα, Πρωτοχρονιά, Θεοφάνεια) αλλά και στις ενδιάμεσες ημέρες της περιόδου αυτής.
Στον εθιμικό κύκλο του Δωδεκαήμερου λοιπόν περιλαμβάνονται και τα έθιμα των Φώτων, που συνδέονται ως επί το πλείστον με τον αγιασμό των υδάτων.
Τα Ρουγκατσάρια και το Καβούκι στη Θεσσαλία
Στη Θεσσαλία, κατ' αρχάς, αναβιώνει ένα παμπάλαιο έθιμα, τα Ρουγκατσάρια. Δεν γνωρίζουμε πότε ξεκίνησε. Ίσως είναι συνέχεια και κατάλοιπο των εκδηλώσεων της αρχαιότητας. Επικρατούσε στη Θεσσαλία, στη Μακεδονία και στη Θράκη. Ανάλογα έθιμα άλλωστε βρίσκουμε σε πολλά μέρη των Βαλκανίων. Πάντως τα Ρουγκατσάρια ως κατάλοιπο της αρχαιότητας συνδέθηκαν με τον παγανισμό, δηλαδή την ειδωλολατρία και τον πολυθεϊσμό, όπως συνήθιζαν να αποκαλούν στην αρχαιότητα τους πρώτους χριστιανικούς αιώνες.
Ειδικότερα, στο Ζάρκο του Δήμου Φαρκαδόνας, το έθιμο «Ραγκουτσάρια» το ονόμαζαν Καβούκι και γιορταζόταν παλιά, όπως και σήμερα, με επίκεντρο τη γιορτή των Θεοφανείων. Το έθιμο γινόταν στις 5, 6 και 7 του Γενάρη και συμμετείχαν αυτοί που εκείνη τη χρονιά θα πήγαιναν φαντάροι. Τα παλιότερα χρόνια έπαιζαν και αυτοί που θα παντρεύονταν αυτήν τη χρονιά. Την παρέα ή το μπουλούκι αποτελούσαν 6 ζευγάρια, δηλαδή 12 νέοι από τους οποίους οι 6 ντύνονταν με γυναικεία ρούχα και οι άλλοι 6 με φουστανέλα.
Πιο συγκεκριμένα, ένας νέος ντυνόταν Διάβολος με κέρατα στο κεφάλι. Το ένα πόδι το έβαφαν άσπρο και το άλλο μαύρο, ενώ στο πίσω μέρος του σώματος κρεμούσαν για ουρά μια αρμαθιά από σκόρδα. Στη μέση του έβαζε μια ζώνη μαύρη και στον λαιμό του φορούσε ένα γιορντάνι που αποτελούνταν από μικρά κουδουνάκια. Το πρόσωπο το έβαφε με μαύρη ή κιτρινοκόκκινη μπογιά. Στα χέρια του κρατούσε μια σκούπα που συμβόλιζε το καθάρισμα των πάντων κατά το πέρασμά του.
Τρεις άντρες αποτελούσαν τους «Αράπηδες». Ήταν κι αυτοί μεταμορφωμένοι και προκαλούσαν τον φόβο με τις άναρθρες κραυγές και τις απειλές τους. Ήταν ντυμένοι με μαύρα ρούχα, το πρόσωπο ήταν βαμμένο μαύρο, στο κεφάλι φορούσαν σκούφο με κουδουνάκια και στις πλάτες «τσιρέπια», δηλαδή κάλτσες, που τις στόλιζαν με φτερά από κότες. Οι «Αράπηδες» συμβόλιζαν τους άγριους επιδρομείς και κυρίως τους αστυνομικούς, δηλαδή κάποια μορφή εξουσίας της εποχής. Επικεφαλής των τριών αράπηδων-αστυνομικών ήταν ο αξιωματούχος Γκέκας.
Ο Γκέκας ή Καβουκάς διακρινόταν από την πανύψηλη σκούφια που φορούσε στο κεφάλι του ή, όπως την αποκαλούσαν στο Ζάρκο, Καβούκι, το οποίο έδωσε την ονομασία του και στο έθιμο. Φορούσε την κάπα του μόνο στο ένα μανίκι και στο χέρι του βάσταγε μια γκλίτσα για να συγκρατεί το καβούκι που έφτανε γύρω στα 3 μέτρα. Τα παιδιά έφτιαχναν το καβούκι την παραμονή των Θεοφανείων. Ήταν φτιαγμένο με χαρτιά σε άσπρο, ροζ και κόκκινο χρώμα, τα οποία στηρίζονταν σε καλάμια μήκους 2,5 μέτρων. Στην κορυφή του καβουκιού τοποθετούσαν κέρατα και στα μεταγενέστερα χρόνια έβαζαν και μπαλόνια. Επίσης, ένας νέος παρίστανε τον γιατρό, ο οποίος κρατούσε στα χέρια του μια τσάντα με διάφορα γιατροσόφια και διάφορα χαρτιά. Συμβόλιζε και τον εισπράκτορα των φόρων.
Την παραμονή των Θεοφανείων όσοι έπαιζαν μαζεύονταν σε ένα μαγαζί, έτρωγαν, έπιναν και χόρευαν με τα όργανα, τα λεγόμενα και κλαρίνα. Εκτός από τους συμμετέχοντες στο καβούκι, γλένταγαν και όσοι κάτοικοι του χωριού επιθυμούσαν να διασκεδάσουν. Την άλλη μέρα το πρωί, τα παιδιά που ήταν ντυμένα νύφες και τσολιάδες πήγαιναν στην εκκλησία. Όταν τελείωνε η λειτουργία χόρευε όλο το μπουλούκι στην πλατεία του χωριού και στο τέλος έβγαζαν και το καβούκι. Μετά τον χορό έπαιρναν τα όργανα και γυρνούσαν πρώτα στα καφενεία και μετά στα σπίτια του χωριού για να πούνε τα «χρόνια πολλά» και για να συγκεντρώσουν χρήματα για τα έξοδά τους. Μετά το μεσημέρι γυρνούσαν με τα όργανα σε κάθε γειτονιά του χωριού και χόρευαν τα κορίτσια. Το απόγευμα μαζεύονταν όλοι οι κάτοικοι στην πλατεία του χωριού και γινόταν ξανά χορός. Πρώτα χόρευαν οι μητέρες των παιδιών, μετά οι υπόλοιποι συγγενείς, οι φίλοι και οι γνωστοί. Στο τέλος χόρευε το μπουλούκι, δηλαδή οι νύφες, οι τσολιάδες, οι αράπηδες και ο Καβουκάς με το καβούκι. Καθώς τέλειωνε ο χορός, άρχιζε και το κάψιμο του καβουκιού. Ο Διάβολος έβαζε φωτιά στη φουκαλιά, δηλαδή τη σκούπα, και χορεύοντας έκαιγε το καβούκι.
Το κάψιμο συμβόλιζε την απελευθέρωση του ελληνικού λαού από τον τούρκικο ζυγό. Τα παλιά χρόνια έκαιγαν το καβούκι έξω από το χωριό, στα Αλωνάκια. Επίσης, έφτιαχναν και δύο καμήλες, τις οποίες τις έκαναν κάπως έτσι: έπαιρναν μια σκάλα την οποία την τύλιγαν γύρω-γύρω με λινάτσα, για κεφάλι έβαζαν το κεφάλι από ένα ψόφιο άλογο και για ουρά μια αρμαθιά από σκόρδα. Από κάτω την καμήλα την κρατούσαν δύο με τρία παιδιά.
Την άλλη μέρα το πρωί, του Αγίου Ιωάννη του Προδρόμου, μετά την εκκλησία, χόρευαν ξανά στην πλατεία. Μετά πήγαιναν στο σπίτι όποιου παιδιού το έλεγαν Γιάννη και συμμετείχε στο μπουλούκι, για να του πουν τα «χρόνια πολλά» και να συνεχίσουν το γλέντι. Το έθιμο του Καβουκιού, με μικροαλλαγές, συνεχίζει ακόμη και σήμερα να γίνεται τα Θεοφάνεια στο Ζάρκο. Ίσως είναι το μοναδικό έθιμο που διατηρείται, σχεδόν αναλλοίωτο, ακόμη και στις μέρες μας. Το Ζάρκο, την ημέρα των Φώτων αποτελεί πόλο έλξης πολλών επισκεπτών, οι οποίοι έρχονται να διασκεδάσουν και να έρθουν σε επαφή με ένα κομμάτι της παράδοσης.
Οι Αράπηδες, οι Μωμόγεροι και η Καμήλα στην ανατολική Μακεδονία
Οι κάτοικοι των περιοχών της ανατολικής Μακεδονίας και ιδιαίτερα της Δράμας τις ημέρες των Θεοφανείων αναβιώνουν όσο πουθενά αλλού έθιμα και παραδόσεις που άφησαν ως κληρονομιά οι πρόγονοί τους, τιμώντας με αυτόν τον τρόπο τη μνήμη τους.
Πρόκειται για πανάρχαια έθιμα με παγανιστικές διαστάσεις, που κυρίως αναβιώνουν τις τελευταίες ημέρες του Δωδεκαήμερου και πιο συγκεκριμένα το διήμερο (παραμονή και ανήμερα) των Θεοφανείων και της εορτής του Αγίου Ιωάννου του Προδρόμου.
Οι Αράπηδες, τα Μπαμπούγερα, οι Μωμόγεροι, η Καμήλα είναι μερικά μόνο από τα έθιμα που αναβιώνουν μέχρι τις μέρες μας διατηρώντας έτσι αναλλοίωτες παραδόσεις αιώνων και κρατώντας ζωντανούς συμβολισμούς που σχετίζονται με την απομάκρυνση των κακών πνευμάτων, τη γονιμότητα του ανθρώπου και την ευφορία της γης.
Ανήμερα των Θεοφανείων στη Δημοτική Κοινότητα Νικήσιανης του δήμου Παγγαίου, στο Μοναστηράκι, στον Ξηροπόταμο και στον Βώλακα της Δράμας, τελείται με διάφορες παραλλαγές ένα δρώμενο γνωστό ως Αράπηδες, επειδή στη μεταμφίεση των πρωταγωνιστών κυριαρχεί το μαύρο χρώμα: μαύρες φλοκωτές κάπες και εντυπωσιακές υψικόρυφες προσωπίδες, κεφαλοστολές από γιδοπροβιές.
Όλες οι ομάδες των Αράπηδων κάνουν κοινή παρέλαση στους δρόμους, κάτω από τους εκκωφαντικούς ήχους των κουδουνιών τους. Δύο αρχηγοί ομάδων παλεύουν μέχρι την τελική πτώση του ενός. Ακολούθως, γύρω από τον πεσμένο αρχηγό, μαζεύονται όλοι, σε μια μυσταγωγία, που τελειώνει με την ανάσταση του νεκρού και τον ιδιόρρυθμο ξέφρενο χορό όλων, που ακολουθεί.
Σύμφωνα με την παράδοση, η παράσταση αυτή συμβολίζει τον θάνατο του Διονύσου από τους Τιτάνες και την ανάστασή του από τον Δία και παράλληλα τη χειμερία νάρκη της φύσης που είναι ο χειμώνας και στη συνέχεια την ανάσταση της φύσης με τον ερχομό της άνοιξης.
Αυτό που εντυπωσιάζει τον επισκέπτη είναι η εμφάνιση των Αράπηδων, με την οποία ντύνονται μόνο άντρες. Το ντύσιμο των Αράπηδων περιλαμβάνει τα τσερβούλια (παπούτσια) που κατασκευάζονται από ακατέργαστο χοιρινό δέρμα και συγκρατούνται από τις λαπάρες που είναι δερμάτινα σχοινιά και τα καλτσούνια (κνήμες με υφαντό πανί από τρίχωμα προβατίνας) που φορούν στα γόνατα. Στο κάτω μέρος του σώματος φορούν μπινιβρέκι (μάλλινο παντελόνι) και στο πάνω μέρος χοντρή τσομπάνικη κάπα. Στη μέση τους φορούν τέσσερα ποιμενικά κουδούνια (τσάνια) διαφόρων μεγεθών. Το πρόσωπο είναι καλυμμένο με την μπαρμπότα (προσωπίδα) που είναι το τομάρι μιας γίδας το οποίο είναι ραμμένο και στερεώνεται στις άκρες του, στα σχοινιά των κουδουνιών. Η μπαρμπότα στολίζεται με ένα λευκό μαντήλι το οποίο έχει πάνω του χρωματιστά σχέδια, φλουριά και λουλούδια.
Στην Καλή Βρύση, ανήμερα των Θεοφανείων, πραγματοποιούνται τα Μπαμπούγερα, με πλήθος κόσμου να παρακολουθεί τα δρώμενα. Πρωταγωνιστές στο έθιμο αυτό είναι οι τραγόμορφες φιγούρες των Μπαμπούγερων, μορφές που ξεπηδούν από τη λατρεία της Μητέρας Γης και του θεού Διονύσου. Άνθρωποι μεταμφιεσμένοι με κατσικοδέρματα και με πρόσωπα μαυρισμένα με αιθάλη τραγουδούν και χορεύουν, ξορκίζοντας τα κακά πνεύματα.
Οι Μωμόγεροι πάλι είναι ένα λαϊκό σατυρικό δρώμενο με προθεατρική μορφή. Τελείται από τους Πόντιους με παραλλαγές σε διάφορες περιοχές της Δράμας. Αναπαρίσταται στις αυλές των σπιτιών και στις πλατείες τις ημέρες του Δωδεκαήμερου. Κύριο πρόσωπο ο Μωμόγερος ή Κιτί Γοτσάς με θίασο συντελεστών, όπως η νύφη και ο γαμπρός, ο Αλής (έφιππος), ο πατέρας, ο γιατρός, ο οργανοπαίχτης, ο κουμπάρος, ο χωροφύλακας, δυο μικροί διάβολοι, η έγκυος γυναίκα και η συνοδεία.
Όλοι οι συντελεστές φορούν κουδούνια, προβιές και δέρματα τράγων. Ο Μωμόγερος ή Κιτί γοτσάς ή Πορδαλάς (Θρυλόριο) με τη δύση του ήλιου εισβάλλει με την ακολουθία του στα σπίτια του χωριού και εμπλέκει τους σπιτονοικοκύρηδες σε περιπέτειες «εξαπατώντας» τους. Η απαγωγή της νύφης παίζει κι εδώ καθοριστικό ρόλο, καθώς, έπειτα από αλλεπάλληλες εικονικές συμπλοκές μεταξύ των τελεστών, το νέο ζευγάρι, η νύφη και ο γαμπρός, κατορθώνουν να σμίξουν, στεφανώνονται μάλιστα από τον παπά που εισέρχεται στο τέλος στον θίασο επιβάλλοντας την τάξη. Με τη συνοδεία ποντιακής λύρας και νταουλιού, χορεύοντας και διασκεδάζοντας, τα μωμογέρια εγκαταλείπουν το σπίτι για να επισκεφθούν το επόμενο, όπου θα προβούν σε ανάλογους, νέους αυτοσχεδιασμούς και μιμικές πράξεις.
Το έθιμο της Καμήλας τελείται στις 7 και 8 Γενάρη στην Πετρούσα της Περιφερειακής Ενότητας Δράμας. Η εικονική καμήλα με τη συνοδεία ομάδας τελεστών τελεί το δρώμενο με κορύφωση την εικονική σπορά και τον θερισμό, καθώς και τη σατυρική αναπαράσταση του τοπικού γάμου.
Ο συμβολισμός αυτού του καρτερικού ζώου, με την απαράμιλλη αντοχή στην πείνα και τη δίψα κάτω από αντίξοες συνθήκες, δείχνει τις περιπέτειες του ανθρώπου μέσα στη ζωή, το χρόνο και την αποφασιστικότητά του να συνεχίσει να παλεύει κόντρα στις ελλείψεις και τις στερήσεις.
Τα Φώτα στα Δωδεκάνησα
Ανήμερα τα Φώτα, μετά τη λειτουργία, τελείται πανηγυρικά στις εκκλησιές των Δωδεκανήσων ο Μέγας Αγιασμός και στη συνέχεια γίνεται η κατάδυση του Σταυρού στη θάλασσα, για να αγιαστούν και τα νερά. Πολλοί είναι οι νέοι που θα βουτήξουν στο κρύο νερό για να πιάσουν τον Σταυρό, ενώ σε αρκετά νησιά τρία λευκά περιστέρια -που συμβολίζουν την Αγία Τριάδα- αφήνονται να πετάξουν πάνω από τον χώρο της τελετής. Εκείνος που θα πιάσει τον Σταυρό θεωρείται τυχερός κι ευλογημένος.
Την παραμονή των Θεοφανείων φέρνουν από την εκκλησιά τον «μικρό αγιασμό» μαζί με ένα κλαδί ελιάς.
Ένα έθιμο που χάνεται στα βάθη των αιώνων αναβιώνει και σήμερα στα χωριά της Κω με ιδιαίτερη επιτυχία, όπως κάθε χρόνο παραμονή των Φώτων. Οι κάτοικοι των χωριών του νησιού, σχεδόν σε κάθε σπίτι, φτιάχνουν τους «μαρμαρίτες» τους. Πρόκειται για ένα μείγμα από αλεύρι και νερό, το οποίο ψήνεται σε θερμαινόμενο μάρμαρο σε στρογγυλά κομμάτια και σερβίρεται με μέλι και κανέλα.
Το γλυκό αυτό, που είναι ιδιαίτερα δημοφιλές για τους κατοίκους του νησιού, τα παλαιότερα χρόνια φτιαχνόταν σε θερμαινόμενα μάρμαρα που τοποθετούνταν πάνω σε φωτιές στις πλατείες των χωριών, ενώ τώρα παρασκευάζεται στα σπίτια, πάντα όμως πάνω σε θερμαινόμενο μάρμαρο.
Τις περασμένες δεκαετίες, όταν οι κάτοικοι των χωριών του νησιού ήταν στη συντριπτική τους πλειονότητα γεωργοί και κτηνοτρόφοι, από το ίδιο μείγμα, την παραμονή των Φώτων, έφτιαχναν επίσης «μαρμαρίτες» σε σχήμα σταυρού, τους οποίους προσέφεραν στα ζώα που είχαν (αγελάδες, αιγοπρόβατα κ.λπ.) για να τους δείξουν την ευγνωμοσύνη τους.
Έως και σήμερα, οι κάτοικοι των χωριών της Κω μαζεύονται οικογενειακά και σε παρέες σε σπίτια και φτιάχνουν τους δικούς τους «μαρμαρίτες». Tα παλαιότερα χρόνια, όταν οι «μαρμαρίτες» παρασκευάζονταν στις πλατείες των χωριών, υπήρχε το έθιμο οι νέες κοπέλες του χωριού να ρίχνουν πάνω στο θερμαινόμενο μάρμαρο φύλλα ελιάς, τα οποία, εφόσον αναποδογύριζαν όταν καίγονταν, σήμαινε ότι θα εκπληρώνονταν οι ευχές που έκαναν. Και την επόμενη μέρα όμως οι «μαρμαρίτες» τρώγονται με άλλον τρόπο. Οι κάτοικοι των χωριών της Κω συνηθίζουν το πρωί να τους «βουτάνε» σε αυγό και να τους τηγανίζουν σε χοιρινό λίπος.
ΑΠΕ-ΜΠΕ