Θεσσαλονίκη: Καταδίκη 3 υπαλλήλων για κακοποίηση τροφίμων σε ίδρυμα
Σε παράρτημα του Κέντρου Κοινωνικής Πρόνοιας Περιφέρειας Κεντρικής Μακεδονίας Αποθεραπείας και Αποκατάστασης Παιδιών με Αναπηρία
Υπόθεση κακοποίησης τριών τροφίμων σε ίδρυμα αποθεραπείας και αποκατάστασης παιδιών με αναπηρία που αποκαλύφθηκε τον Αύγουστο του 2014, εκδίκασε το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Θεσσαλονίκης, το οποίο έκρινε ένοχους τρεις υπαλλήλους του ιδρύματος, ενώ αθώωσε μία συνάδελφό τους. Πρόκειται, σύμφωνα με το κατηγορητήριο, για το παράρτημα του Κέντρου Κοινωνικής Πρόνοιας Περιφέρειας Κενμτρικής Μακεδονίας Αποθεραπείας και Αποκατάστασης Παιδιών με Αναπηρία «'Αγιος Δημήτριος» που βρίσκεται στην περιοχή της Πυλαίας Θεσσαλονίκης.
Το δικαστήριο τιμώρησε με συνολική ποινή φυλάκισης τεσσάρων ετών έναν υπάλληλο εκείνης της περιόδου, ο οποίος κρίθηκε ένοχος με τον νόμο περί ενδοοικογενειακής βίας για την κακοποίηση των τριών τροφίμων με νοητική υστέρηση. Για παράβαση καθήκοντος καταδικάστηκαν σε ποινή φυλάκισης ενός έτους, η καθεμία, η τότε αναπληρώτρια προϊσταμένη περίθαλψης και μία νοσοκόμα, ενώ στο εδώλιο του ίδιου δικαστηρίου κάθισε και δεύτερη νοσοκόμα, η οποία κρίθηκε αθώα.
Όπως αναφέρει το κατηγορητήριο για τον βασικό κατηγορούμενο «με την ιδιότητα του θαλαμηπόλου χτύπησε βιαίως με άγνωστο αντικείμενο τρεις περιθαλπόμενους του Κέντρου» που λόγω «της πνευματικής αναπηρίας τους ετύγχαναν ανίκανοι να αντισταθούν» ενώ «δια αλλεπάλληλων χτυπημάτων προκάλεσε (σ.σ. στα θύματα) πολλαπλές εκχυμώσεις και μελανιές στην περιοχή των μηρών».
Ο συγκεκριμένος κατηγορούμενος δικάστηκε δια πληρεξούσιου δικηγόρου, ενώ, όπως έγινε γνωστό, ο ίδιος εμπλέκεται και σε άλλη υπόθεσης κακοποίησης τροφίμων του ίδιου ιδρύματος που εκκρεμεί στα ποινικά δικαστήρια, αλλά για την οποία έχει τιμωρηθεί πειθαρχικά με την ποινή της απόλυσης από την υπηρεσία.
Σε ό,τι αφορά τις τρεις συγκατηγορούμενές του, το κατηγορητήριο καταλόγιζε σ' αυτές ότι δεν ενημέρωσαν άμεσα και έγκαιρα τους προϊσταμένους του Κέντρου για τις σωματικές βλάβες που υπέστησαν οι τρόφιμοι. Οι ίδιες αρνήθηκαν την κατηγορία, τονίζοντας ότι δεν αντιλήφθηκαν τις κακώσεις.
Το Πλημμελειοδικείο ανέστειλε (επί τριετία) τις επιβληθείσες ποινές, ενώ όσοι καταδικάστηκαν άσκησαν έφεση κατά της απόφασης. Το ίδιο δικαστήριο έδωσε εντολή να ενημερωθεί η Εισαγγελία Πρωτοδικών Θεσσαλονίκης, δια των πρακτικών της δίκης, προκειμένου να διερευνηθούν τυχόν ποινικές ευθύνες εις βάρος του γιατρού του ιδρύματος καθώς και μίας ακόμη νοσηλεύτριας.
Καταθέτοντας ως μάρτυρας στη δίκη ο συγκεκριμένος γιατρός ανέφερε πως όταν έγιναν αντιληπτά τα τραύματα «θεωρήσαμε ότι οφείλονται σε αψιμαχίες μεταξύ των τροφίμων» κάτι, που -σύμφωνα με τον ίδιο- «είναι σύνηθες», καθώς, στον θάλαμό τους τα παιδιά «είναι αρκετά ζωηρά και επιθετικά».
Κατά την εξέτασή του, η προεδρεύουσα του δικαστηρίου χαρακτήρισε «φρικτό» το γεγονός της κακοποίησης των τροφίμων κι όταν ο γιατρός είπε ότι λόγω της υστέρησής τους δεν μπόρεσαν οι ίδιοι να αποκαλύψουν τι τους είχε συμβεί, η πρόεδρος του απάντησε: «εάν μπορούσαν να μιλήσουν ξέρετε που θα ήσασταν τώρα;».
Εκτός από την επίδικη απόφαση και το δεύτερο περιστατικό κακοποίησης που ήδη έχει πάρει τον δρόμο του ακροατηρίου, στη διάρκεια της δίκης αποκαλύφθηκε ότι εργαζόμενη του ιδρύματος καταδικάστηκε από Κακουργιοδικείο της Περιφέρειας για υπόθεση ασέλγειας εις βάρος τροφίμου του ίδιου Κέντρου. Είναι χαρακτηριστικό ότι η εισαγγελέας της έδρας στην αγόρευσή της, αξιολογώντας τα αποδεικτικά στοιχεία της δικογραφίας και τις μαρτυρικές καταθέσεις, σχολίασε ότι «προκαλεί αλγεινή εντύπωση η όλη λειτουργία του ιδρύματος».