Δεκατρείς από τους συνολικά 99 νεκρούς του Μάτι βρήκαν τραγικό θάνατο από πνιγμό και όχι από τη φωτιά σύμφωνα με τους ιατροδικαστές που εξέτασαν τις σορούς,αφού απ' ότι φαίνεται έμειναν για ώρες να παλεύουν με τα κύματα και τον καπνό, περιμένοντας μάταια μία βοήθεια από τη θάλασσα.

Σύμφωνα με το in.gr απίτευτες είναι οι χιλιάδες σελίδες των μαρτυρικών καταθέσεων που έχει στη διάθεσή του ο «Ελεύθερος Τύπος» από τους συγγενείς των θυμάτων που τους είδαν μπροστά στα μάτια τους να χάνονται και περιγράφουν το δικό τους εφιάλτη.

Είδε τη γιαγιά της να… πεθαίνει

Μαζί με το σύζυγό της που πάσχει από καρκίνο, την κόρη της και τη μητέρα της φιλοξενούνταν σε σπίτι από την Παρασκευή στο Κόκκινο Λιμανάκι. Στις 18.00 οι καπνοί που πίστευαν αρχικά ότι ήταν από την Κινέτα πύκνωσαν και ξεκίνησαν να νιώθουν τα πρώτα θερμικά φορτία. Τα ουρλιαχτά της κόρης της Περσεφόνης, που φώναζε «θα πεθάνομε θα πεθάνουμε», τους ώθησαν να βγουν έξω και να τρέξουν στο στενό δρομάκι που οδηγεί στη θάλασσα. Με το που έστριψαν στο δρόμο η φωτιά βρέθηκε πίσω τους και τους κυνηγούσε. Κατέβηκαν από τα στενά σκαλάκια και τότε το πουκάμισό της πήρε φωτιά. «Ετρεξα γρήγορα στη θάλασσα ώστε να σβήσω τη φωτιά από πάνω μου χάνοντας τη μητέρα και την κόρη μου. Ενα μαύρο πέπλο καπνού κάλυψε τα πάντα και δεν υπήρχε καθόλου ορατότητα. Φώναζα τα συγγενικά μου πρόσωπα βοηθώντας παράλληλα τον κόσμο που βρισκόταν σε πανικό. Αργά το βράδυ είδα τον άνδρα μου στην Αργυρά Ακτή στο Κόκκινο Λιμανάκι. […] Δεν υπήρχε κανένας εκεί, βρισκόμασταν τελείως μόνοι μας. Η μητέρα μου δεν κάηκε. Η κόρη μου την είχε στην αρχή στην πλάτη της και ύστερα στα χέρια της. Λίγο πριν αρχίσουν τα μεγάλα κύματα, η μητέρα μου της είπε “Εσβησε η φωτιά, πάμε έξω” και έβγαλε αφρούς από το στόμα, της γύρισαν τα μάτια της και πέθανε. Αυτά που είπε η κόρη μου και συνέβησαν το διάστημα που χαθήκαμε στην παραλία».

Φώναξε «Θεέ μου, συγχώρεσέ με»

«Στις 18.25, λόγω της επικινδυνότητας, μπήκαμε στο νερό για να βρεχόμαστε και να απομακρυνθούμε όσο το δυνατό γινόταν από τον καπνό. Η αναπνοή μας γινόταν όλο και δυσκολότερη. Φοβούμενη για τον πατέρα του είπα να ξαπλώσει πάνω στο νερό (η θάλασσα ήταν ήρεμη εκεί) και κρατώντας τον κολυμπούσα σε ένα ύφαλο […] Υστερα η μέρα έγινε νύχτα και χάσαμε τελείως την ορατότητά μας. Η θάλασσα άρχισε να αγριεύει. Καλούσαμε για βοήθεια με την ελπίδα ότι κάποιο διασωστικό σκάφος βρίσκεται κοντά. Ο αέρας και η θάλασσα αγρίευε πολύ. Ο καπνός και το νερό μου έκλειναν τα μάτια Προσπαθούσα συνέχεια κολυμπώντας να κρατάω το κεφάλι του πατέρα μου έξω από το νερό. Η μητέρα μου έπινε αρκετό νερό και έβαζε το δάκτυλό της ώστε να προκαλέσει εμετό. Ο πατέρας προσπαθούσε και εκείνος και έφτυνε το νερό. Ενιωσα τις δυνάμεις μου να με εγκαταλείπουν. Τα κύματα ερχόντουσαν από όλες τις κατευθύνσεις και η πορεία του καπνού άλλαζε και δεν μπορούσαμε να προσανατολιστούμε. Ο πατέρας μου έκανε έναν λευκό εμετό και έφτυσε νερό και στη συνέχεια έκανε και κίτρινο εμετό. Υστερα από λίγο σήκωσε τα χέρια του στον ουρανό και φώναξε: “Θεέ μου, συγχώρεσέ με” και ύστερα γύρισε προς τη μητέρα μου και είπε “σας ευχαριστώ για ό,τι κάνατε για μένα και σε όλους…”, σταμάτησε να μιλάει και άρχισε ρόγχο. Προσπαθούσα να τον σηκώσω όσο γίνεται πιο ψηλά στην επιφάνεια. Υστερα από λίγο μου είπε η μητέρα μου πως χάσαμε τον πατέρα και γύρισα, τον είδα και του έκλεισα τα μάτια. Είπα στη μητέρα μου να κρατηθεί από το σώμα του πατέρα μου και συνέχισα να τον κρατώ και να κολυμπώ κόντρα στα κύματα. Τραβούσα τον πατέρα μου από το ράσο και συνεχίζαμε να κολυμπάμε. Η μητέρα μου, μου ζήτησε να την αφήσω να φύγει με το νεκρό πατέρα μου αλλά της είπα να κρατηθεί από το σώμα του και να ξεκουραστεί και θα τους τραβούσα εγώ».
Το αλιευτικό με τους Αιγύπτιους ψαράδες τους μάζεψε και τους πήγε στη Ραφήνα στις 22:50.

«Της έβρεχα το κεφαλάκι…»

«Το απόγευμα κατά τις πέντε παρά κάναμε μπάνιο με τη γιαγιά. Από τη θάλασσα είδαμε ένα σύννεφο καπνού. Είπα στη γιαγιά μου ότι αυτό δεν μου αρέσει καθόλου και να φύγουμε», θυμάται η 13χρονη Ειρήνη Τσούτσουρα. «Γυρίσαμε σπίτι. (…) Είχε πολύ καπνό και τρέξαμε στη θάλασσα. Μετά μπήκαμε μέσα μέχρι τη μέση γιατί έπεσε φλεγόμενη η τέντα από το Cavo και μας έκαιγε τα μαλλιά. Η γιαγιά που -ξέρεις- δε βουτάει το κεφάλι της μέσα στη θάλασσα, της το έβρεχα εγώ το κεφαλάκι για να μη καεί. . (…) Οι καπνοί μας έπνιγαν. Καιγόταν το πεύκο έξω κι έπεσε μέσα στην παραλία. . (…) Οταν μας πήρε η θάλασσα ήμασταν μαζί με τη γιαγιά πριν να σουρουπώσει. Κάποια στιγμή δεν έβλεπα το κεφαλάκι της γιαγιάς. Εμεινα μόνη μου. Δεν έβλεπα τίποτα. Ακολουθούσα τη μυρωδιά του καπνού. . (…) Με βρήκαν και με μάζεψαν σε μια μικρή βάρκα μετά σε μια μεγάλη. Δεν ξέρω πού είναι η γιαγιά, κάποια στιγμή δεν την έβλεπα πια».

«Δεν θα αντέξω μαμά»

Η Αθηνά Μουτάφη έχασε το γιο της και μια φίλη της, ενώ για περίπου 5 ώρες κολυμπούσαν για να σωθούν. «Μετά από δύο ώρες (σ.σ.: στη θάλασσα), η φίλη μου μου είπε “…να πεις στα παιδιά μου ότι τα αγαπώ” και αφού με απομάκρυνε κατέληξε. Οι συνθήκες στη θάλασσα καθ’ όλη τη διάρκεια ήταν δυσμενείς με έντονο κυματισμό και ρεύματα. Μετά από περίπου μία ώρα από το θάνατο της φίλης μου, ο γιος μου άρχισε να παραπονιέται για έντονη δυσφορία, κράμπες και ότι δεν έβλεπε, ενώ κάποιες στιγμές μου έλεγε “δεν θα αντέξω μαμά”, ενώ λίγο αργότερα κατέληξε στα χέρια μου», περιέγραψε.

Η μάρτυρας τέλος, υποστηρίζει ότι «περίπου στις 18.15 που φύγαμε από το σπίτι, η φίλη μου επικοινώνησε με το Δήμο Ραφήνας όπου κάποιος που σήκωσε το τηλέφωνο, πιθανόν υπάλληλος, της είπε: “δεν γνωρίζουμε κάτι, εμείς μαζεύουμε και εγκαταλείπουμε”».