ΕΚΤΑΚΤΗ ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
Διαλυνά: Σήκωσα το κεφάλι και ξεπρόβαλε μέσα στο φως ο Χριστός
Mιλάει για τον εφιάλτη της, τον «δράκο» του παραμυθιού της και τα όσα έζησε στην Αμερική
Η ζωή της ήταν σαν παραμύθι. Ένα θαύμα, όπως μας είπε η ίδια.
Ρίκα Διαλυνά, το «ασχημόπαπο που έγινε κύκνος» και κατέκτησε μέχρι και το Χόλιγουντ, έκανε στην κυριολεξία πράξη τα όνειρα με τους φανταστικούς ήρωες που «έπλαθε» από παιδί. Μόνο που κι αυτήν τη φορά εμφανίστηκε ο «κακός δράκος» που φοβόταν από μικρούλα. Όπως τότε που ταρακουνούσε το σπίτι τους στην Κρήτη και έτρεχε μαζί με την αδελφή της, Ήβη, να κρυφτεί στο κρεβάτι των γονιών της.
Ο μεγάλος σεισμός που έπληξε την Κρήτη τράνταξε και την τριώροφη πολυκατοικία στην παραλία στο Ηράκλειο, όπου ζει πλέον η λαμπερή σταρ, κι ας μην αποδέχεται η ίδια τον όρο, γιατί είναι πολύ απλή!
«Ήταν τρομερό. Ξύπνησε ο εφιάλτης των παιδικών μου χρόνων. Πολύ δυνατός σεισμός και με μεγάλη διάρκεια. Το υπνοδωμάτιό μου είναι γεμάτο ντουλάπες και από πάνω όλο καθρέφτες. Κι έβλεπα όλο αυτό να έρχεται καταπάνω μου. Σαν να με είχαν κλείσει σ’ ένα κουτί και με πετούσαν αριστερά και δεξιά. Και μέχρι τώρα έχει δυνατούς μετασεισμούς. Ο Θεός να βάλει το χέρι Του!». Αυτές ήταν οι πρώτες της κουβέντες στην «ΟΝ time».
Και συνέχισε, «Εγώ είμαι στο δεύτερο όροφο και οι δικοί μου είναι στον τρίτο. Θυμάμαι από μικρό παιδί ότι γίνονταν σεισμοί στο νησί. Ήταν ο μεγάλος φόβος μου. Κι ο μπαμπάς μου προσπαθούσε να μας καθησυχάζει. Οι γονείς μας μας έπαιρναν μαζί με την αδελφή μου στην κρεβατοκάμαρά τους για να είμαστε στην αγκαλιά τους».
Προσπαθήσαμε να δαμάσουμε τους φόβους για το «δράκο» και να ξεχαστούμε με την κουβέντα μας. Η Ρίκα Διαλυνά ήταν «χείμαρρος». Μας μίλησε για τα όνειρά της που ήταν στα όρια του μεταφυσικού και βγήκαν αληθινά. Το θαύμα που έζησε και το... φωτάκι στην ψυχή της. Μας αποκάλυψε σημαντικές στιγμές της, κάποια πρόσωπα και καταστάσεις που τη «σημάδεψαν». Χολιγουντιανούς ηθοποιούς που τη φλέρταραν. Μας περιέγραψε με ανατριχιαστικές λεπτομέρειες τη σεξουαλική παρενόχληση που δέχτηκε από τον Γουόρεν Μπίτι και πώς του ξέφυγε, καθώς η όμορφη Κρητικοπούλα πάντα «έπαιζε» μόνο με την αξία της. Ακόμα, μίλησε για τα δύο «βασιλόπουλα» που βρήκαν τα... γοβάκια της και την παντρεύτηκαν, τους Έλληνες πρωταγωνιστές της καρδιάς της, αλλά και το λόγο για τον οποίο αποφάσισε να κατεβάσει η ίδια την «αυλαία» της ως ηθοποιός – κλείνοντας στην καρδιά της ανθρώπους και αναμνήσεις, μετακομίζοντας στο Ηράκλειο της Κρήτης, όπου στις 12 Δεκεμβρίου, το Πνευματικό Κέντρο του Δήμου διοργανώνει εκδήλωση προς τιμήν της.
Πώς ήσασταν ως παιδάκι;
Ήμουν ένα παιδάκι που όλο έκανε όνειρα. Ο πατέρας μου μου έδινε βιβλία με ωραίες φωτογραφίες κι εγώ είχα εντυπωσιαστεί με την Αμερική. Κι έλεγα: «Εγώ θα πάω στο Αμέρικα». Και μάλιστα έπαιρνα τα παπούτσια μας, έβγαζα τα κορδόνια, τα έκανα «σιδηρόδρομο» και τους έλεγα ότι έτσι θα πάω στην Αμερική (γέλια). Και μετά τους έλεγα να με φωνάζουν «Αμέρικα». «Το πολύ πολύ να κόψουμε το κανονικό σου όνομα και αντί για Ειρήνη να σε φωνάζουμε Ρίκα», μου έλεγε η μητέρα μου. Κι έτσι, μου έμεινε το Ρίκα. Ο πατέρας μου, Μενέλαος Διαλυνάς, είχε εργοστάσιο που έβγαζαν σταφίδα και έκαναν εξαγωγή στη Γερμανία. Μάλιστα, στον Πόλεμο που οι Γερμανοί τον είχαν πιάσει αιχμάλωτο , η μητέρα μου, Έλλη, ήταν πολύ δυναμική και πήγε και τους είπε: «Θα κλείσουμε το εργοστάσιο και δεν θα εξάγουμε σταφίδα στη Γερμανία» κι έτσι τον άφησαν ελεύθερο. Κι ήρθε από τα Χανιά με τα πόδια στο Ηράκλειο. Η μητέρα μου πέρασε μεγάλη λαχτάρα, γιατί στα Χανιά θεώρησαν ότι τον είχαν σκοτώσει οι Γερμανοί, τον μπέρδεψαν με άλλον, του έκαναν κηδεία και έγραψαν στο σταυρό στον τάφο το όνομά του! Όταν το έμαθε ο πατέρας μου, πήγε ο ίδιος στο νεκροταφείο στα Χανιά κι έβγαλε το σταυρό που είχε το όνομά του.
Αληθεύει ότι τότε σας έλεγαν «ασχημόπαπο»;
Ναι, γιατί η κατά έξι χρόνια μεγαλύτερη αδελφή μου, η Ήβη, ήταν καλλονή. Πανύψηλη. Ήταν τότε το πιο ωραίο κορίτσι στην Κρήτη! Κι όλοι το συζητούσαν πόσο όμορφη ήταν ενώ εγώ ήμουν κοντούλα. Άκουγα που έλεγαν γύρω μου: «Το καημενούλι αυτό πόσο άσχημο είναι, τι τύχη θα έχει σ’ αυτήν τη ζωή;» κι εγώ έλεγα: «Μαμά, δεν πειράζει που εμένα με λένε “ασχημόπαπο”. Εγώ θέλω να είμαι όμορφη μέσα μου». Κι η μανούλα μου με αγκάλιαζε και με φιλούσε. Εγώ ήμουν λιγόλογη. Μου άρεσε να επικοινωνώ με πρόσωπα της φαντασίας μου, με ηθοποιούς, με όποιον ήθελα. Έπεφτα στο κρεβάτι μου το βράδυ και έκανα όνειρα, έπλαθα δικές μου ιστορίες με φανταστικούς ήρωες. Είχα φτιάξει έναν κόσμο δικό μου. Έφυγα κι από το σπίτι δύο φορές όταν ήμουν παιδάκι, γιατί ήθελα να ταξιδέψω ‘‘στο Αμέρικα’’ και με τσάκωσαν στο λιμάνι. Με τιμώρησε ο μπαμπάς μου και μετά δεν το ξανάσκασα (γέλια).
Πώς ήρθατε στην Αθήνα για να σπουδάσετε στο Πολυτεχνείο στη Σχολή Καλών Τεχνών, αλλά προέκυψε και η Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου;
Έκανα την άρρωστη, είδε κι απόειδε η μαμά μου και αποφάσισε να με πάει και σε γιατρούς στην Αθήνα. Εκεί ήταν ο θείος μου, ο αδελφός της ο δικηγόρος Νίκος Κανάκης, ο οποίος φιλοξενούσε δύο ανίψια του που σπούδαζαν, γιατί του άρεσε να μορφώνονται τα παιδιά. Όταν λοιπόν μπάφιασα με τους γιατρούς που με έτρεχε η μάνα μου νομίζοντας ότι κάτι έχω, είπα το μυστικό μου στο θείο μου και του ζήτησα να με βοηθήσει και να με κρατήσει στην Αθήνα, γιατί ήθελα να σπουδάσω. Αυτό έγινε. Όταν ήμουν στον πρώτο χρόνο στη Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου, θα έπαιζα σε μια ταινία με τον Αλέκο Αλεξανδράκη, αλλά προέκυψαν τα καλλιστεία. Ένας φίλος της θείας μου με έβγαλε μία φωτογραφία, την έστειλε και έτσι βρέθηκα στα καλλιστεία και βγήκα Σταρ Ελλάς. Πού να φανταστώ ότι αργότερα θα γινόταν ολόκληρο θέμα παγκοσμίως, γιατί θεωρήθηκα Αριστερή και με το νόμο Μακάρθι τότε -γιατί σχεδίασα όταν ήμουν στη Σχολή Καλών Τεχνών το εξώφυλλο σε βιβλίο του Μενέλαου Λουντέμη (άλλη τυχαία συνάντηση στη ζωή μου)- δεν μου θα μου έδιναν βίζα ώστε να πάω στην Αμερική στα καλλιστεία για Μις Υφήλιος;
Απίστευτη ιστορία, τότε με την Αμερική του «Μακαρθισμού».
Ναι. Κι έγινε θέμα παγκοσμίως στις εφημερίδες ότι η Αμερική φοβάται ένα κοριτσόπουλο και δεν το αφήνει να πάει στα καλλιστεία. Μου τηλεφωνούσαν δημοσιογράφοι απ’ όλο τον κόσμο. Το θέμα έφτασε στο Κογκρέσο και ο Ντάλας, ο υπουργός Εξωτερικών, μου έδωσε προσωπική άδεια για να πάω στην Αμερική στα καλλιστεία. Εγώ τότε είχα φοβηθεί, αλλά ο πατέρας μου μου είπε: «Θα πας. Στις δυσκολίες δεν θα κάνεις ποτέ πίσω. Θα παλεύεις». Κι έτσι το αποφάσισα. Κι ας είχαν δώσει τα χρήματα σε άλλη κοπέλα για να πάει στη θέση μου. Με βοήθησε ο μπαμπάς μου και μου έδωσε τα χρήματα για να ακολουθήσω το όνειρό μου.
Με όλες αυτές τις συμπτώσεις και τα όνειρά σας που βγήκαν αληθινά, πιστεύετε ότι υπήρχε κάτι μεταφυσικό στη ζωή σας;
Σίγουρα. Η ζωή μου ήταν ένα θαύμα. Ό,τι ονειρεύτηκα από παιδί βγήκε! Το έζησα! Ακόμα και πράγματα που ούτε καν ήξερα, τα ονειρεύτηκα και τα έζησα. Θυμάμαι, πριν φύγω για το εξωτερικό, ήμουν στην Κρήτη, στον Άγιο Δημήτριο, κι ήταν νύχτα, ο κόσμος όλος γονυπετής κι εγώ σήκωσα το κεφάλι κι είδα ένα έντονο φως. Μέσα στο φως ξεπρόβαλε ο Χριστός και με το χέρι Του μου έκανε την κίνηση της ευλογίας, όπως Τον βλέπουμε στις εικόνες. Από τότε, πάντα είχα ένα φωτάκι που ακολουθούσα και, παρ’ όλα τα μεγάλα και τα σημαντικά που μου τύχαιναν, δεν παρασύρθηκα σε τίποτα. Πάντα είχα αυτό το φωτάκι-οδηγό, λες και το πήρα από τον Χριστό εκείνη τη νύχτα και δεν έχασα ποτέ το δρόμο μου, και στο εξωτερικό αλλά και όταν γύρισα στην Ελλάδα, γιατί αρρώστησε η μητέρα μου. Μου ερχόντουσαν μεγάλα πράγματα στη ζωή μου κι εγώ τα θεωρούσα όλα φυσικά. Ότι έτσι έπρεπε να γίνουν. Ο πατέρας μου μου είχε μάθει να είμαι ταπεινή κι αυτό ποτέ δεν το ξέχασα. Είχα αρχές από το σπίτι μου. Η Τζουλιέτα Μασίνα και ο Φεντερίκο Φελίνι με είχαν σαν παιδί τους, γιατί με θεωρούσαν ξεχωριστή. Με πίστευαν κι όταν πήγα να τους χαιρετήσω, μου είπε ο Φελίνι: «Φεύγεις τώρα που στην επόμενη ταινία μου θα έχεις έναν πολύ μεγάλο ρόλο;».
Στην Αμερική πώς σας ανοίχτηκε ο δρόμος;
Παρέμεινα στην Αμερική, γιατί με κάλεσαν σ’ ένα συνέδριο των ΑΧΕΠΑΝΣ στο Πίτσμπουργκ. Τότε ένα ζευγάρι από την Καλιφόρνια υπέγραψε και με φιλοξένησε. Εκείνη την εποχή ήταν στις δόξες του ο παλαιστής ο Τζιμ Λόντον. Ήρθαν τότε τρεις μάνατζερ και μου πρότειναν να μου κάνουν συμβόλαιο, να παίρνω 3.000 δολάρια την ημέρα και να αναγγέλλω ποιοι παίζουν στους αγώνες. Επειδή όμως ο πατέρας μου μου είχε πει δεν θα υπογράψεις τίποτα, εγώ τους είπα «όχι». Με πίεσαν πολύ κι εγώ πανικοβλήθηκα τόσο που βγήκα στο δρόμο, βρήκα έναν κύριο, τον έπιασα από το χέρι και του είπα: «Σας παρακαλώ, πέστε τους ότι είστε ο κηδεμόνας μου για να μην υπογράψω». Έτσι έγινε. Κι αυτός έμελλε να είναι ο μετέπειτα σύζυγός μου, ο χρηματιστής Νίκος Παπαδάκος. Ήταν πολύ μεγαλύτερός μου, αλλά ωραίος άνδρας, αυτοδημιούργητος και εξέχων μέλος της ελληνικής παροικίας. Μέσα σε τρεις μέρες, μου ζήτησε να με παντρευτεί. Πήγαμε σ’ ένα δικηγορικό γραφείο, βάλαμε κάτι υπογραφές και μου λέει: «Τώρα παντρευτήκαμε!». Μετά ήρθε και η μάνα μου στην Αμερική κι έγινε ο ελληνικός γάμος μας στη Νέα Υόρκη. Τον ερωτεύτηκα πάρα πολύ, γιατί ήταν σαν το βασιλόπουλο του παραμυθιού. Ήμουν μόλις 19 χρόνων, έκανα την κόρη μου, την Ντέμη, αμέσως. Παράλληλα, σπούδαζα στο New York University, πήγαινα σε δραματικές σχολές, έκανα όλα όσα είχα ονειρευτεί. Πέρασαν τέσσερα-πέντε χρόνια και μου είπε κάποια στιγμή: «Πήγαινε στην Ελλάδα να δεις τους δικούς σου και μείνε όσο θέλεις». Αυτό με ενόχλησε. Το πήρα στραβά, ότι δεν ενδιαφέρεται. Γύρισα στην Ελλάδα και από εκεί και πέρα άρχισα να κάνω ταινίες εδώ (η πρώτη ήταν η «Συννεφιασμένη Κυριακή» με τον Μιχάλη Νικολινάκο) και δούλεψα πέντε χρόνια με τον Μίμη Φωτόπουλο και τον Κώστα Χατζηχρήστο.
Μετά επιστρέψατε στην Αμερική, όπου γνωρίσατε όλο το Χόλιγουντ.
Ναι. Αρχικά ήθελα πολύ να γνωρίσω τον Ελία Καζάν. Κι ένα πρωί που τάιζα την κόρη μου, με πήρε η γραμματεύς του για να μου κλείσει ραντεβού να πάω στο Μπροντγουέι. Αρχικά δεν το πίστευα. Κι όμως ήταν αλήθεια. Πήγα λοιπόν στο ραντεβού, και μπορεί να μην συνεργαστήκαμε, αλλά με βοήθησε πολύ στο Χόλιγουντ. Όταν έφυγα από την Ελλάδα, πρώτα πήγα στην Ιταλία, όπου γνώρισα έναν ατζέντη και γύρισα την πρώτη μου ταινία με τον Βιτόριο Γκάσμαν. Κι ύστερα ήρθαν κι άλλες ταινίες. Η κόρη του Ντε Σίκα ήταν η μάνατζέρ μου και όταν γνώρισα τον πατέρα της ενθουσιάστηκε μαζί μου. Αλλά εγώ δεν έμενα σ’ ένα μέρος. Πήγαινα και στην Αμερική. Κι αργότερα γνώρισα τον Φεντερίκο Φελίνι. Γυρίζαμε μία ταινία για δύο μήνες, εγώ έφυγα στην Κρήτη και με έψαχνε. Γύρισα πίσω και ολοκλήρωσα την ταινία. Αλλά όταν μου έγραψε ρόλο επάνω μου για μία άλλη ταινία, εγώ του είπα ότι φεύγω.
Γιατί φεύγατε και δεν μένατε πολύ καιρό κάπου;
Δεν ξέρω. Έτσι ένιωθα. Ήθελα να φεύγω. Να κάνω καινούργια πράγματα.
Πριν πάτε στην Αμερική, γνωρίσατε στη Ρώμη την Κλαούντια Καρντινάλε και πήγατε στο Φεστιβάλ Βενετίας. Εκεί γνωρίσατε και τον Γουόρεν Μπίτι;
Ναι. Η συνάντησή μας όμως ήταν πολύ δυσάρεστη, γιατί δέχτηκα σεξουαλική παρενόχληση από αυτόν. Πίναμε καφέ με την Κλαούντια Καρντινάλε εκεί που γινόταν το Φεστιβάλ. Δίπλα μας ο Γουόρεν Μπίτι έδινε συνέντευξη. Μόλις με είδε, άφησε τα τηλεοπτικά συνεργεία και ήρθε προς το μέρος μας. Μιλήσαμε και αρχίσαμε να περπατάμε αγκαζέ. Το διαμέρισμά του ήταν στο ισόγειο. Και με το που βρεθήκαμε εκεί, χωρίς εγώ να το ξέρω ότι εκεί είναι το διαμέρισμά του, κάνει μια απότομη κίνηση, ανοίγει την πόρτα και με χώνει με το ζόρι μέσα. Κινήθηκε προς το μέρος μου για να με αγκαλιάσει κι εκεί έγινε χαμός! Ό,τι βρήκα μπροστά μου άρχισα να του το εκσφενδονίζω και του φώναζα να μου ανοίξει να φύγω. Ευτυχώς, τον αιφνιδίασα, κατάφερα να φτάσω στην πόρτα, την άνοιξα και έφυγα σαν τρελή. Είχα πάθει σοκ. Με τόσες προσωπικότητες είχα συναντηθεί και όλοι μου φέρθηκαν με ευγένεια και σεβασμό. Κι αυτός να φερθεί έτσι; Με τον Γουόρεν Μπίτι συναντηθήκαμε ξανά μετά από τέσσερα χρόνια στο Χόλιγουντ και μου έστειλε μήνυμα ότι θέλει να με δει. Εγώ του απάντησα: «Τοο late (πολύ αργά)».
Κι ο Μάρλον Μπράντο σας φλέρταρε;
Ναι, αλλά με ωραίο τρόπο. Ήταν στα καλλιστεία. Τότε ο Μάρλον Μπράντο ήταν το απόλυτο είδωλο κι όλες οι κοπέλες δήλωναν ξετρελαμένες μαζί του. Έτσι έτρεξαν μόλις τον είδαν για να ζητήσουν αυτόγραφα. Εγώ έμεινα πίσω. Μου είπε: «Εσύ δεν θέλεις αυτόγραφο;». «Θέλω», του απάντησα. «Και γιατί δεν ήρθες;». «Και γιατί να ’ρθω;» του είπα. Και συνέχισε: «Τι κάνεις απόψε;». Του απάντησα: «Τίποτα». Μου είπε: «Θέλεις να έρθεις να φάμε μαζί;». «Όχι», ήταν η απάντησή μου. «Μα, θα είναι και ο Λόρενς Ολιβιέ με τη Βίβιαν Λι μαζί», συνέχισε. «Άπαπαπα, δεν θα με άφηνε ο μπαμπάς μου», του είπα και τον αποστόμωσα. Κι έτσι διαδόθηκε παντού το νέο για τη Miss Greece Ρίκα Διαλυνά που έδωσε «χυλόπιτα» στον Μάρλον Μπράντο και γράφτηκε με τεράστιους τίτλους στις εφημερίδες!
Και ο Ομάρ Σαρίφ;
Ο Ομάρ Σαρίφ ήταν No1 σταρ, αλλά πολύ συμπαθής και ευγενής. Γίναμε φίλοι. Ήταν από την Αίγυπτο. Η αδελφή της μητέρας μου, που ήταν καλλονή, είχε παντρευτεί έναν πλούσιο από την Αίγυπτο και ήταν στο κλαμπ που έπαιζαν μπριτζ. Με φλέρταρε, αλλά διακριτικά. Εγώ το κράτησα στο φιλικό.
Μια γυναίκα σαν εσάς θα μπορούσε να έχει όποιον ήθελε.
Μα έλα που εγώ δεν ήθελα κανέναν. Ήμουν πολύ σοβαρή και προσεκτική. Κοίταζα μόνο την καριέρα μου και να μη με μπερδεύει κανένας με ερωτικά. Αυτές τις αρχές είχα πάρει από τον πατέρα μου. Γι’ αυτό και με σεβόντουσαν κιόλας.
Τον τελευταίο καιρό έσπασε ένα «απόστημα» στο ελληνικό θέατρο με καταγγελίες συναδέλφων σας για σεξουαλικές παρενοχλήσεις. Τι έχετε να πείτε;
Εγώ σας είπα πώς αντέδρασα. Δεν θέλω να μιλήσω για το τι έκαναν άλλες γυναίκες και να κρίνω. Θα προσθέσω, χωρίς να πω όνομα, ότι κάποια στιγμή όταν πρωταγωνιστούσα στις ελληνικές ταινίες ήρθε ένας σπουδαίος ηθοποιός και μου έφερε ένα κουτάκι όπου μέσα σ’ αυτό υπήρχε ένα ακριβό κόσμημα. Μου το πρόσφερε ως δώρο, αλλά εγώ αρνήθηκα, γιατί ήξερα τι θα επακολουθούσε. Το κόσμημα αυτό το είδα λίγο αργότερα να το φοράει άλλη πρωταγωνίστρια.
Στην Ελλάδα όμως σας έβλεπαν μόνο ως ωραία. Μάλιστα, έχετε γράψει στην αυτοβιογραφία σας που εκδόθηκε το 1991: «Κάποια στιγμή ένιωσα ότι με επέλεγαν για την γκαρνταρόμπα μου ή το σώμα μου. Ένιωσα ότι δεν με πήγαινε κάπου όλο αυτό!».
Το ένιωσα κι αυτό και πήρα τις αποφάσεις μου. Ευτυχώς πολύ αργότερα ήρθε «Η Ώρα η Καλή» στο ΜΕGA και πριν πέντε χρόνια έπαιξα στα «Πικρά δάκρυα της Πέτρα φον Καντ» στο Εθνικό Θέατρο με την Καρυοφυλλιά Καραμπέτη. Εκεί ένιωσα σαν να ήμουν στο εξωτερικό. Θαυμάσια συνεργασία. Έκτοτε μου έκαναν κάποιες θεατρικές προτάσεις, αλλά είπα θέλω να τελειώσω την καριέρα μου με το Εθνικό Θέατρο. Να έχω την ωραία εικόνα του θεάτρου στην Ελλάδα.
Να πάμε και όμως και στο δεύτερο σύζυγό σας, τον εφοπλιστή Νίκο Χρυσικόπουλο.
Με τον πρώτο μου σύζυγο κρατήσαμε άριστες σχέσεις και δεν έμαθε ποτέ ότι παντρεύτηκα τον Νίκο Χρυσικόπουλο, γιατί δεν ήθελα να τον στενοχωρήσω. Εγώ είχα πάει στο Ελ Πάσο του Τέξας και πήρα το διαζύγιο. Του το είπα πολύ αργότερα. Στο μεταξύ, εκείνος αρρώστησε και πέθανε. Ήμουν για έναν μήνα πριν πεθάνει κοντά του στην Αμερική και δεν του είπα τίποτα ότι είχα παντρευτεί στην Ελλάδα. Μέχρι την τελευταία στιγμή πίστευε ότι θα γυρίσω πάλι πίσω στην Αμερική κοντά του. Με τον Νίκο Χρυσικόπουλο η σχέση μας «χτίστηκε» πάνω στον θαυμασμό και στην εκτίμηση. Ζήσαμε μια μεγάλη αγάπη και μείναμε 36 χρόνια μαζί, μέχρι που «έφυγε» σε ηλικία 100 ετών! Όταν πέθανε, έπαθα κατάθλιψη για έναν χρόνο, γιατί ήμασταν πολύ «δεμένοι» ψυχικά.
Γι’ αυτό πουλήσατε το σπίτι σας στο Κολωνάκι και μετακομίσατε μόνιμα στο Ηράκλειο;
Ναι, γιατί ένιωθα σαν να μπαίνει ο Νίκος από τη μία πόρτα και να βγαίνει από την άλλη. Εξάλλου εδώ είναι οι συγγενείς μου.
Από τους παλιούς πρωταγωνιστές που παίξατε μαζί, ποιους θυμάστε πιο πολύ;
Τον Λάμπρο Κωνσταντάρα, τον Κώστα Χατζηχρήστο και τον Μίμη Φωτόπουλο. Κύριοι και οι τρεις. Ο Χατζηχρήστος ήταν πονόψυχος. Έδινε τα λεφτά του στους συνεργάτες του, βοηθούσε τους ηθοποιούς του, πήγαινε πράγματα στις οικογένειές τους, ό,τι χρειάζονταν. Τον λατρεύανε οι ηθοποιοί του. Ο Φωτόπουλος δημιουργούσε πολύ ωραίους πίνακες με γραμματόσημα. Με τον Κωνσταντάρα και τη γυναίκα του ήμασταν φίλοι, μαζί τους ήταν οι μόνες τρεις φορές που είχα βγει μετά το θέατρο για φαγητό. Εγώ δεν έπινα, δεν κάπνιζα, δεν ξενυχτούσα. Πήγαινα από το θέατρο στο σπίτι, κοιμόμουν ή ζωγράφιζα.
Σας φοβίζει ο χρόνος που περνάει; Θα κάνετε κάποια πλαστική επέμβαση ή έχετε κάνει;
Άπαπα. Τα φοβάμαι αυτά. Ποτέ δεν έκανα. Πιστεύω ότι καλό είναι να φροντίζεις η ίδια τον εαυτό σου, να βάζεις τις κρεμούλες σου, να τρέφεσαι σωστά και να κοιμάσαι καλά. Όταν αρχίσεις τέτοια πράγματα, πρέπει να τα συνεχίσεις και δεν ξέρεις ποτέ τι θα σου βγει. Βεβαίως με φοβίζει ο χρόνος, γιατί αρχίζεις να... μετράς αντίστροφα. Επίσης. επειδή είμαι πολύ δραστήρια ξεχνάω ότι μεγάλωσα και πρέπει να προσέχω κάποια πράγματα. Στενοχωριέμαι που βλέπω τον εαυτό μου -έστω κι αν ο χρόνος είναι «ευγενικός» μαζί μου-, αλλά έτσι είναι η ζωή. Αλλά εγώ έζησα ό,τι ονειρεύτηκα κι ακόμα περισσότερα. Νιώθω γεμάτη. Έχω την κόρη μου, τον εγγονό μου τον Νίκο, όλους τους δικούς μου ανθρώπους που με αγαπούν. Ήμουν και είμαι πολύ τυχερή.
Θα επιστρέφατε για έναν καλό ρόλο στο θέατρο ή στην τηλεόραση;
Όχι. Μου έκαναν πρόταση και αρνήθηκα. Δεν θέλω να ξαναπεράσω από όλη αυτήν τη διαδικασία, γιατί κατά κάποιο τρόπο με σνομπάρανε κάποιοι συνάδελφοί μου κι εγώ το θεωρούσα πολύ κουτό αυτό. Εκτιμώ τους περισσότερους συναδέλφους μου, αλλά ακόμα κι αυτούς τους λίγους που με σνόμπαραν δεν θέλω να τους βλέπω με θλίψη... Έχω ζήσει και τη ζήλια και το σνομπάρισμα και την κακία. Τα ξεπέρασα όλα αυτά με προσευχές, αλλά κάποτε με πλήγωσαν.
*Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα On Time
Η Ο μεγάλος σεισμός που έπληξε την Κρήτη τράνταξε και την τριώροφη πολυκατοικία στην παραλία στο Ηράκλειο, όπου ζει πλέον η λαμπερή σταρ, κι ας μην αποδέχεται η ίδια τον όρο, γιατί είναι πολύ απλή!
«Ήταν τρομερό. Ξύπνησε ο εφιάλτης των παιδικών μου χρόνων. Πολύ δυνατός σεισμός και με μεγάλη διάρκεια. Το υπνοδωμάτιό μου είναι γεμάτο ντουλάπες και από πάνω όλο καθρέφτες. Κι έβλεπα όλο αυτό να έρχεται καταπάνω μου. Σαν να με είχαν κλείσει σ’ ένα κουτί και με πετούσαν αριστερά και δεξιά. Και μέχρι τώρα έχει δυνατούς μετασεισμούς. Ο Θεός να βάλει το χέρι Του!». Αυτές ήταν οι πρώτες της κουβέντες στην «ΟΝ time».
Και συνέχισε, «Εγώ είμαι στο δεύτερο όροφο και οι δικοί μου είναι στον τρίτο. Θυμάμαι από μικρό παιδί ότι γίνονταν σεισμοί στο νησί. Ήταν ο μεγάλος φόβος μου. Κι ο μπαμπάς μου προσπαθούσε να μας καθησυχάζει. Οι γονείς μας μας έπαιρναν μαζί με την αδελφή μου στην κρεβατοκάμαρά τους για να είμαστε στην αγκαλιά τους».
Προσπαθήσαμε να δαμάσουμε τους φόβους για το «δράκο» και να ξεχαστούμε με την κουβέντα μας. Η Ρίκα Διαλυνά ήταν «χείμαρρος». Μας μίλησε για τα όνειρά της που ήταν στα όρια του μεταφυσικού και βγήκαν αληθινά. Το θαύμα που έζησε και το... φωτάκι στην ψυχή της. Μας αποκάλυψε σημαντικές στιγμές της, κάποια πρόσωπα και καταστάσεις που τη «σημάδεψαν». Χολιγουντιανούς ηθοποιούς που τη φλέρταραν. Μας περιέγραψε με ανατριχιαστικές λεπτομέρειες τη σεξουαλική παρενόχληση που δέχτηκε από τον Γουόρεν Μπίτι και πώς του ξέφυγε, καθώς η όμορφη Κρητικοπούλα πάντα «έπαιζε» μόνο με την αξία της. Ακόμα, μίλησε για τα δύο «βασιλόπουλα» που βρήκαν τα... γοβάκια της και την παντρεύτηκαν, τους Έλληνες πρωταγωνιστές της καρδιάς της, αλλά και το λόγο για τον οποίο αποφάσισε να κατεβάσει η ίδια την «αυλαία» της ως ηθοποιός – κλείνοντας στην καρδιά της ανθρώπους και αναμνήσεις, μετακομίζοντας στο Ηράκλειο της Κρήτης, όπου στις 12 Δεκεμβρίου, το Πνευματικό Κέντρο του Δήμου διοργανώνει εκδήλωση προς τιμήν της.
Πώς ήσασταν ως παιδάκι;
Ήμουν ένα παιδάκι που όλο έκανε όνειρα. Ο πατέρας μου μου έδινε βιβλία με ωραίες φωτογραφίες κι εγώ είχα εντυπωσιαστεί με την Αμερική. Κι έλεγα: «Εγώ θα πάω στο Αμέρικα». Και μάλιστα έπαιρνα τα παπούτσια μας, έβγαζα τα κορδόνια, τα έκανα «σιδηρόδρομο» και τους έλεγα ότι έτσι θα πάω στην Αμερική (γέλια). Και μετά τους έλεγα να με φωνάζουν «Αμέρικα». «Το πολύ πολύ να κόψουμε το κανονικό σου όνομα και αντί για Ειρήνη να σε φωνάζουμε Ρίκα», μου έλεγε η μητέρα μου. Κι έτσι, μου έμεινε το Ρίκα. Ο πατέρας μου, Μενέλαος Διαλυνάς, είχε εργοστάσιο που έβγαζαν σταφίδα και έκαναν εξαγωγή στη Γερμανία. Μάλιστα, στον Πόλεμο που οι Γερμανοί τον είχαν πιάσει αιχμάλωτο , η μητέρα μου, Έλλη, ήταν πολύ δυναμική και πήγε και τους είπε: «Θα κλείσουμε το εργοστάσιο και δεν θα εξάγουμε σταφίδα στη Γερμανία» κι έτσι τον άφησαν ελεύθερο. Κι ήρθε από τα Χανιά με τα πόδια στο Ηράκλειο. Η μητέρα μου πέρασε μεγάλη λαχτάρα, γιατί στα Χανιά θεώρησαν ότι τον είχαν σκοτώσει οι Γερμανοί, τον μπέρδεψαν με άλλον, του έκαναν κηδεία και έγραψαν στο σταυρό στον τάφο το όνομά του! Όταν το έμαθε ο πατέρας μου, πήγε ο ίδιος στο νεκροταφείο στα Χανιά κι έβγαλε το σταυρό που είχε το όνομά του.
Αληθεύει ότι τότε σας έλεγαν «ασχημόπαπο»;
Ναι, γιατί η κατά έξι χρόνια μεγαλύτερη αδελφή μου, η Ήβη, ήταν καλλονή. Πανύψηλη. Ήταν τότε το πιο ωραίο κορίτσι στην Κρήτη! Κι όλοι το συζητούσαν πόσο όμορφη ήταν ενώ εγώ ήμουν κοντούλα. Άκουγα που έλεγαν γύρω μου: «Το καημενούλι αυτό πόσο άσχημο είναι, τι τύχη θα έχει σ’ αυτήν τη ζωή;» κι εγώ έλεγα: «Μαμά, δεν πειράζει που εμένα με λένε “ασχημόπαπο”. Εγώ θέλω να είμαι όμορφη μέσα μου». Κι η μανούλα μου με αγκάλιαζε και με φιλούσε. Εγώ ήμουν λιγόλογη. Μου άρεσε να επικοινωνώ με πρόσωπα της φαντασίας μου, με ηθοποιούς, με όποιον ήθελα. Έπεφτα στο κρεβάτι μου το βράδυ και έκανα όνειρα, έπλαθα δικές μου ιστορίες με φανταστικούς ήρωες. Είχα φτιάξει έναν κόσμο δικό μου. Έφυγα κι από το σπίτι δύο φορές όταν ήμουν παιδάκι, γιατί ήθελα να ταξιδέψω ‘‘στο Αμέρικα’’ και με τσάκωσαν στο λιμάνι. Με τιμώρησε ο μπαμπάς μου και μετά δεν το ξανάσκασα (γέλια).
Πώς ήρθατε στην Αθήνα για να σπουδάσετε στο Πολυτεχνείο στη Σχολή Καλών Τεχνών, αλλά προέκυψε και η Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου;
Έκανα την άρρωστη, είδε κι απόειδε η μαμά μου και αποφάσισε να με πάει και σε γιατρούς στην Αθήνα. Εκεί ήταν ο θείος μου, ο αδελφός της ο δικηγόρος Νίκος Κανάκης, ο οποίος φιλοξενούσε δύο ανίψια του που σπούδαζαν, γιατί του άρεσε να μορφώνονται τα παιδιά. Όταν λοιπόν μπάφιασα με τους γιατρούς που με έτρεχε η μάνα μου νομίζοντας ότι κάτι έχω, είπα το μυστικό μου στο θείο μου και του ζήτησα να με βοηθήσει και να με κρατήσει στην Αθήνα, γιατί ήθελα να σπουδάσω. Αυτό έγινε. Όταν ήμουν στον πρώτο χρόνο στη Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου, θα έπαιζα σε μια ταινία με τον Αλέκο Αλεξανδράκη, αλλά προέκυψαν τα καλλιστεία. Ένας φίλος της θείας μου με έβγαλε μία φωτογραφία, την έστειλε και έτσι βρέθηκα στα καλλιστεία και βγήκα Σταρ Ελλάς. Πού να φανταστώ ότι αργότερα θα γινόταν ολόκληρο θέμα παγκοσμίως, γιατί θεωρήθηκα Αριστερή και με το νόμο Μακάρθι τότε -γιατί σχεδίασα όταν ήμουν στη Σχολή Καλών Τεχνών το εξώφυλλο σε βιβλίο του Μενέλαου Λουντέμη (άλλη τυχαία συνάντηση στη ζωή μου)- δεν μου θα μου έδιναν βίζα ώστε να πάω στην Αμερική στα καλλιστεία για Μις Υφήλιος;
Απίστευτη ιστορία, τότε με την Αμερική του «Μακαρθισμού».
Ναι. Κι έγινε θέμα παγκοσμίως στις εφημερίδες ότι η Αμερική φοβάται ένα κοριτσόπουλο και δεν το αφήνει να πάει στα καλλιστεία. Μου τηλεφωνούσαν δημοσιογράφοι απ’ όλο τον κόσμο. Το θέμα έφτασε στο Κογκρέσο και ο Ντάλας, ο υπουργός Εξωτερικών, μου έδωσε προσωπική άδεια για να πάω στην Αμερική στα καλλιστεία. Εγώ τότε είχα φοβηθεί, αλλά ο πατέρας μου μου είπε: «Θα πας. Στις δυσκολίες δεν θα κάνεις ποτέ πίσω. Θα παλεύεις». Κι έτσι το αποφάσισα. Κι ας είχαν δώσει τα χρήματα σε άλλη κοπέλα για να πάει στη θέση μου. Με βοήθησε ο μπαμπάς μου και μου έδωσε τα χρήματα για να ακολουθήσω το όνειρό μου.
Με όλες αυτές τις συμπτώσεις και τα όνειρά σας που βγήκαν αληθινά, πιστεύετε ότι υπήρχε κάτι μεταφυσικό στη ζωή σας;
Σίγουρα. Η ζωή μου ήταν ένα θαύμα. Ό,τι ονειρεύτηκα από παιδί βγήκε! Το έζησα! Ακόμα και πράγματα που ούτε καν ήξερα, τα ονειρεύτηκα και τα έζησα. Θυμάμαι, πριν φύγω για το εξωτερικό, ήμουν στην Κρήτη, στον Άγιο Δημήτριο, κι ήταν νύχτα, ο κόσμος όλος γονυπετής κι εγώ σήκωσα το κεφάλι κι είδα ένα έντονο φως. Μέσα στο φως ξεπρόβαλε ο Χριστός και με το χέρι Του μου έκανε την κίνηση της ευλογίας, όπως Τον βλέπουμε στις εικόνες. Από τότε, πάντα είχα ένα φωτάκι που ακολουθούσα και, παρ’ όλα τα μεγάλα και τα σημαντικά που μου τύχαιναν, δεν παρασύρθηκα σε τίποτα. Πάντα είχα αυτό το φωτάκι-οδηγό, λες και το πήρα από τον Χριστό εκείνη τη νύχτα και δεν έχασα ποτέ το δρόμο μου, και στο εξωτερικό αλλά και όταν γύρισα στην Ελλάδα, γιατί αρρώστησε η μητέρα μου. Μου ερχόντουσαν μεγάλα πράγματα στη ζωή μου κι εγώ τα θεωρούσα όλα φυσικά. Ότι έτσι έπρεπε να γίνουν. Ο πατέρας μου μου είχε μάθει να είμαι ταπεινή κι αυτό ποτέ δεν το ξέχασα. Είχα αρχές από το σπίτι μου. Η Τζουλιέτα Μασίνα και ο Φεντερίκο Φελίνι με είχαν σαν παιδί τους, γιατί με θεωρούσαν ξεχωριστή. Με πίστευαν κι όταν πήγα να τους χαιρετήσω, μου είπε ο Φελίνι: «Φεύγεις τώρα που στην επόμενη ταινία μου θα έχεις έναν πολύ μεγάλο ρόλο;».
Στην Αμερική πώς σας ανοίχτηκε ο δρόμος;
Παρέμεινα στην Αμερική, γιατί με κάλεσαν σ’ ένα συνέδριο των ΑΧΕΠΑΝΣ στο Πίτσμπουργκ. Τότε ένα ζευγάρι από την Καλιφόρνια υπέγραψε και με φιλοξένησε. Εκείνη την εποχή ήταν στις δόξες του ο παλαιστής ο Τζιμ Λόντον. Ήρθαν τότε τρεις μάνατζερ και μου πρότειναν να μου κάνουν συμβόλαιο, να παίρνω 3.000 δολάρια την ημέρα και να αναγγέλλω ποιοι παίζουν στους αγώνες. Επειδή όμως ο πατέρας μου μου είχε πει δεν θα υπογράψεις τίποτα, εγώ τους είπα «όχι». Με πίεσαν πολύ κι εγώ πανικοβλήθηκα τόσο που βγήκα στο δρόμο, βρήκα έναν κύριο, τον έπιασα από το χέρι και του είπα: «Σας παρακαλώ, πέστε τους ότι είστε ο κηδεμόνας μου για να μην υπογράψω». Έτσι έγινε. Κι αυτός έμελλε να είναι ο μετέπειτα σύζυγός μου, ο χρηματιστής Νίκος Παπαδάκος. Ήταν πολύ μεγαλύτερός μου, αλλά ωραίος άνδρας, αυτοδημιούργητος και εξέχων μέλος της ελληνικής παροικίας. Μέσα σε τρεις μέρες, μου ζήτησε να με παντρευτεί. Πήγαμε σ’ ένα δικηγορικό γραφείο, βάλαμε κάτι υπογραφές και μου λέει: «Τώρα παντρευτήκαμε!». Μετά ήρθε και η μάνα μου στην Αμερική κι έγινε ο ελληνικός γάμος μας στη Νέα Υόρκη. Τον ερωτεύτηκα πάρα πολύ, γιατί ήταν σαν το βασιλόπουλο του παραμυθιού. Ήμουν μόλις 19 χρόνων, έκανα την κόρη μου, την Ντέμη, αμέσως. Παράλληλα, σπούδαζα στο New York University, πήγαινα σε δραματικές σχολές, έκανα όλα όσα είχα ονειρευτεί. Πέρασαν τέσσερα-πέντε χρόνια και μου είπε κάποια στιγμή: «Πήγαινε στην Ελλάδα να δεις τους δικούς σου και μείνε όσο θέλεις». Αυτό με ενόχλησε. Το πήρα στραβά, ότι δεν ενδιαφέρεται. Γύρισα στην Ελλάδα και από εκεί και πέρα άρχισα να κάνω ταινίες εδώ (η πρώτη ήταν η «Συννεφιασμένη Κυριακή» με τον Μιχάλη Νικολινάκο) και δούλεψα πέντε χρόνια με τον Μίμη Φωτόπουλο και τον Κώστα Χατζηχρήστο.
Μετά επιστρέψατε στην Αμερική, όπου γνωρίσατε όλο το Χόλιγουντ.
Ναι. Αρχικά ήθελα πολύ να γνωρίσω τον Ελία Καζάν. Κι ένα πρωί που τάιζα την κόρη μου, με πήρε η γραμματεύς του για να μου κλείσει ραντεβού να πάω στο Μπροντγουέι. Αρχικά δεν το πίστευα. Κι όμως ήταν αλήθεια. Πήγα λοιπόν στο ραντεβού, και μπορεί να μην συνεργαστήκαμε, αλλά με βοήθησε πολύ στο Χόλιγουντ. Όταν έφυγα από την Ελλάδα, πρώτα πήγα στην Ιταλία, όπου γνώρισα έναν ατζέντη και γύρισα την πρώτη μου ταινία με τον Βιτόριο Γκάσμαν. Κι ύστερα ήρθαν κι άλλες ταινίες. Η κόρη του Ντε Σίκα ήταν η μάνατζέρ μου και όταν γνώρισα τον πατέρα της ενθουσιάστηκε μαζί μου. Αλλά εγώ δεν έμενα σ’ ένα μέρος. Πήγαινα και στην Αμερική. Κι αργότερα γνώρισα τον Φεντερίκο Φελίνι. Γυρίζαμε μία ταινία για δύο μήνες, εγώ έφυγα στην Κρήτη και με έψαχνε. Γύρισα πίσω και ολοκλήρωσα την ταινία. Αλλά όταν μου έγραψε ρόλο επάνω μου για μία άλλη ταινία, εγώ του είπα ότι φεύγω.
Γιατί φεύγατε και δεν μένατε πολύ καιρό κάπου;
Δεν ξέρω. Έτσι ένιωθα. Ήθελα να φεύγω. Να κάνω καινούργια πράγματα.
Πριν πάτε στην Αμερική, γνωρίσατε στη Ρώμη την Κλαούντια Καρντινάλε και πήγατε στο Φεστιβάλ Βενετίας. Εκεί γνωρίσατε και τον Γουόρεν Μπίτι;
Ναι. Η συνάντησή μας όμως ήταν πολύ δυσάρεστη, γιατί δέχτηκα σεξουαλική παρενόχληση από αυτόν. Πίναμε καφέ με την Κλαούντια Καρντινάλε εκεί που γινόταν το Φεστιβάλ. Δίπλα μας ο Γουόρεν Μπίτι έδινε συνέντευξη. Μόλις με είδε, άφησε τα τηλεοπτικά συνεργεία και ήρθε προς το μέρος μας. Μιλήσαμε και αρχίσαμε να περπατάμε αγκαζέ. Το διαμέρισμά του ήταν στο ισόγειο. Και με το που βρεθήκαμε εκεί, χωρίς εγώ να το ξέρω ότι εκεί είναι το διαμέρισμά του, κάνει μια απότομη κίνηση, ανοίγει την πόρτα και με χώνει με το ζόρι μέσα. Κινήθηκε προς το μέρος μου για να με αγκαλιάσει κι εκεί έγινε χαμός! Ό,τι βρήκα μπροστά μου άρχισα να του το εκσφενδονίζω και του φώναζα να μου ανοίξει να φύγω. Ευτυχώς, τον αιφνιδίασα, κατάφερα να φτάσω στην πόρτα, την άνοιξα και έφυγα σαν τρελή. Είχα πάθει σοκ. Με τόσες προσωπικότητες είχα συναντηθεί και όλοι μου φέρθηκαν με ευγένεια και σεβασμό. Κι αυτός να φερθεί έτσι; Με τον Γουόρεν Μπίτι συναντηθήκαμε ξανά μετά από τέσσερα χρόνια στο Χόλιγουντ και μου έστειλε μήνυμα ότι θέλει να με δει. Εγώ του απάντησα: «Τοο late (πολύ αργά)».
Κι ο Μάρλον Μπράντο σας φλέρταρε;
Ναι, αλλά με ωραίο τρόπο. Ήταν στα καλλιστεία. Τότε ο Μάρλον Μπράντο ήταν το απόλυτο είδωλο κι όλες οι κοπέλες δήλωναν ξετρελαμένες μαζί του. Έτσι έτρεξαν μόλις τον είδαν για να ζητήσουν αυτόγραφα. Εγώ έμεινα πίσω. Μου είπε: «Εσύ δεν θέλεις αυτόγραφο;». «Θέλω», του απάντησα. «Και γιατί δεν ήρθες;». «Και γιατί να ’ρθω;» του είπα. Και συνέχισε: «Τι κάνεις απόψε;». Του απάντησα: «Τίποτα». Μου είπε: «Θέλεις να έρθεις να φάμε μαζί;». «Όχι», ήταν η απάντησή μου. «Μα, θα είναι και ο Λόρενς Ολιβιέ με τη Βίβιαν Λι μαζί», συνέχισε. «Άπαπαπα, δεν θα με άφηνε ο μπαμπάς μου», του είπα και τον αποστόμωσα. Κι έτσι διαδόθηκε παντού το νέο για τη Miss Greece Ρίκα Διαλυνά που έδωσε «χυλόπιτα» στον Μάρλον Μπράντο και γράφτηκε με τεράστιους τίτλους στις εφημερίδες!
Και ο Ομάρ Σαρίφ;
Ο Ομάρ Σαρίφ ήταν No1 σταρ, αλλά πολύ συμπαθής και ευγενής. Γίναμε φίλοι. Ήταν από την Αίγυπτο. Η αδελφή της μητέρας μου, που ήταν καλλονή, είχε παντρευτεί έναν πλούσιο από την Αίγυπτο και ήταν στο κλαμπ που έπαιζαν μπριτζ. Με φλέρταρε, αλλά διακριτικά. Εγώ το κράτησα στο φιλικό.
Μια γυναίκα σαν εσάς θα μπορούσε να έχει όποιον ήθελε.
Μα έλα που εγώ δεν ήθελα κανέναν. Ήμουν πολύ σοβαρή και προσεκτική. Κοίταζα μόνο την καριέρα μου και να μη με μπερδεύει κανένας με ερωτικά. Αυτές τις αρχές είχα πάρει από τον πατέρα μου. Γι’ αυτό και με σεβόντουσαν κιόλας.
Τον τελευταίο καιρό έσπασε ένα «απόστημα» στο ελληνικό θέατρο με καταγγελίες συναδέλφων σας για σεξουαλικές παρενοχλήσεις. Τι έχετε να πείτε;
Εγώ σας είπα πώς αντέδρασα. Δεν θέλω να μιλήσω για το τι έκαναν άλλες γυναίκες και να κρίνω. Θα προσθέσω, χωρίς να πω όνομα, ότι κάποια στιγμή όταν πρωταγωνιστούσα στις ελληνικές ταινίες ήρθε ένας σπουδαίος ηθοποιός και μου έφερε ένα κουτάκι όπου μέσα σ’ αυτό υπήρχε ένα ακριβό κόσμημα. Μου το πρόσφερε ως δώρο, αλλά εγώ αρνήθηκα, γιατί ήξερα τι θα επακολουθούσε. Το κόσμημα αυτό το είδα λίγο αργότερα να το φοράει άλλη πρωταγωνίστρια.
Στην Ελλάδα όμως σας έβλεπαν μόνο ως ωραία. Μάλιστα, έχετε γράψει στην αυτοβιογραφία σας που εκδόθηκε το 1991: «Κάποια στιγμή ένιωσα ότι με επέλεγαν για την γκαρνταρόμπα μου ή το σώμα μου. Ένιωσα ότι δεν με πήγαινε κάπου όλο αυτό!».
Το ένιωσα κι αυτό και πήρα τις αποφάσεις μου. Ευτυχώς πολύ αργότερα ήρθε «Η Ώρα η Καλή» στο ΜΕGA και πριν πέντε χρόνια έπαιξα στα «Πικρά δάκρυα της Πέτρα φον Καντ» στο Εθνικό Θέατρο με την Καρυοφυλλιά Καραμπέτη. Εκεί ένιωσα σαν να ήμουν στο εξωτερικό. Θαυμάσια συνεργασία. Έκτοτε μου έκαναν κάποιες θεατρικές προτάσεις, αλλά είπα θέλω να τελειώσω την καριέρα μου με το Εθνικό Θέατρο. Να έχω την ωραία εικόνα του θεάτρου στην Ελλάδα.
Να πάμε και όμως και στο δεύτερο σύζυγό σας, τον εφοπλιστή Νίκο Χρυσικόπουλο.
Με τον πρώτο μου σύζυγο κρατήσαμε άριστες σχέσεις και δεν έμαθε ποτέ ότι παντρεύτηκα τον Νίκο Χρυσικόπουλο, γιατί δεν ήθελα να τον στενοχωρήσω. Εγώ είχα πάει στο Ελ Πάσο του Τέξας και πήρα το διαζύγιο. Του το είπα πολύ αργότερα. Στο μεταξύ, εκείνος αρρώστησε και πέθανε. Ήμουν για έναν μήνα πριν πεθάνει κοντά του στην Αμερική και δεν του είπα τίποτα ότι είχα παντρευτεί στην Ελλάδα. Μέχρι την τελευταία στιγμή πίστευε ότι θα γυρίσω πάλι πίσω στην Αμερική κοντά του. Με τον Νίκο Χρυσικόπουλο η σχέση μας «χτίστηκε» πάνω στον θαυμασμό και στην εκτίμηση. Ζήσαμε μια μεγάλη αγάπη και μείναμε 36 χρόνια μαζί, μέχρι που «έφυγε» σε ηλικία 100 ετών! Όταν πέθανε, έπαθα κατάθλιψη για έναν χρόνο, γιατί ήμασταν πολύ «δεμένοι» ψυχικά.
Γι’ αυτό πουλήσατε το σπίτι σας στο Κολωνάκι και μετακομίσατε μόνιμα στο Ηράκλειο;
Ναι, γιατί ένιωθα σαν να μπαίνει ο Νίκος από τη μία πόρτα και να βγαίνει από την άλλη. Εξάλλου εδώ είναι οι συγγενείς μου.
Από τους παλιούς πρωταγωνιστές που παίξατε μαζί, ποιους θυμάστε πιο πολύ;
Τον Λάμπρο Κωνσταντάρα, τον Κώστα Χατζηχρήστο και τον Μίμη Φωτόπουλο. Κύριοι και οι τρεις. Ο Χατζηχρήστος ήταν πονόψυχος. Έδινε τα λεφτά του στους συνεργάτες του, βοηθούσε τους ηθοποιούς του, πήγαινε πράγματα στις οικογένειές τους, ό,τι χρειάζονταν. Τον λατρεύανε οι ηθοποιοί του. Ο Φωτόπουλος δημιουργούσε πολύ ωραίους πίνακες με γραμματόσημα. Με τον Κωνσταντάρα και τη γυναίκα του ήμασταν φίλοι, μαζί τους ήταν οι μόνες τρεις φορές που είχα βγει μετά το θέατρο για φαγητό. Εγώ δεν έπινα, δεν κάπνιζα, δεν ξενυχτούσα. Πήγαινα από το θέατρο στο σπίτι, κοιμόμουν ή ζωγράφιζα.
Σας φοβίζει ο χρόνος που περνάει; Θα κάνετε κάποια πλαστική επέμβαση ή έχετε κάνει;
Άπαπα. Τα φοβάμαι αυτά. Ποτέ δεν έκανα. Πιστεύω ότι καλό είναι να φροντίζεις η ίδια τον εαυτό σου, να βάζεις τις κρεμούλες σου, να τρέφεσαι σωστά και να κοιμάσαι καλά. Όταν αρχίσεις τέτοια πράγματα, πρέπει να τα συνεχίσεις και δεν ξέρεις ποτέ τι θα σου βγει. Βεβαίως με φοβίζει ο χρόνος, γιατί αρχίζεις να... μετράς αντίστροφα. Επίσης. επειδή είμαι πολύ δραστήρια ξεχνάω ότι μεγάλωσα και πρέπει να προσέχω κάποια πράγματα. Στενοχωριέμαι που βλέπω τον εαυτό μου -έστω κι αν ο χρόνος είναι «ευγενικός» μαζί μου-, αλλά έτσι είναι η ζωή. Αλλά εγώ έζησα ό,τι ονειρεύτηκα κι ακόμα περισσότερα. Νιώθω γεμάτη. Έχω την κόρη μου, τον εγγονό μου τον Νίκο, όλους τους δικούς μου ανθρώπους που με αγαπούν. Ήμουν και είμαι πολύ τυχερή.
Θα επιστρέφατε για έναν καλό ρόλο στο θέατρο ή στην τηλεόραση;
Όχι. Μου έκαναν πρόταση και αρνήθηκα. Δεν θέλω να ξαναπεράσω από όλη αυτήν τη διαδικασία, γιατί κατά κάποιο τρόπο με σνομπάρανε κάποιοι συνάδελφοί μου κι εγώ το θεωρούσα πολύ κουτό αυτό. Εκτιμώ τους περισσότερους συναδέλφους μου, αλλά ακόμα κι αυτούς τους λίγους που με σνόμπαραν δεν θέλω να τους βλέπω με θλίψη... Έχω ζήσει και τη ζήλια και το σνομπάρισμα και την κακία. Τα ξεπέρασα όλα αυτά με προσευχές, αλλά κάποτε με πλήγωσαν.
*Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα On Time