Μπισμπίκης: Ήμουν άφραγκος, ζούσα με τρανς και ιερόδουλες
Οι αποκαλύψεις για το παρελθόν του γνωστού ηθοποιού
Εκτός από τον έρωτα με τη Δέσποινα Βανδή, ο Βασίλης Μπισμπίκης βρίσκεται σε μία από τις πιο δημιουργικές περιόδους της καριέρας του. Όχι μόνο κρατάει έναν πρωταγωνιστικό ρόλο στην επιτυχημένη σειρά «Κομάντα και Δράκοι» του Mega, αλλά ετοιμάζει και τη διασκευή του έργου «Κόκκινα Φανάρια» για το θέατρο.
Η παράσταση έχει στόχο να υμνήσει τους λεγόμενους... περιθωριακούς ανθρώπους, που κάποτε τον στήριξαν και τον βοήθησαν. Πρόκειται για μια παράσταση φόρο τιμής σε πρόσωπα από το περιθώριο που τον βοήθησαν στο παρελθόν.
Αφορά μια drag διασκευή στα «Κόκκινα Φανάρια», η οποία θα ανέβει τους επόμενους μήνες στον Τεχνοχώρο Cartel. Με αφορμή αυτήν την παράσταση, ο ηθοποιός μίλησε στην εφημερίδα «Lifo» και τη δημοσιογράφο Αργυρώ Μποζώνη, αποκαλύπτοντας άγνωστες πτυχές της ζωής του. Αναφέρθηκε, εκτός από την παράσταση, στις πρώτες μέρες του στην Αθήνα αλλά και την εμπειρία του από ανθρώπους των άκρων. Ιερόδουλες και τρανς που τον βοήθησαν και τον φρόντιζαν, όταν ήταν άφραγκος. Μίλησε επίσης για το σχολείο που δεν τελείωσε, αφού, όπως λέει, πήγε μόνο στο Γυμνάσιο και όχι στο Λύκειο, γεγονός που δεν του επέτρεψε να δώσει εξετάσεις για το Εθνικό Θέατρο.
- Βασίλη, από μικρός ήθελες να κάνεις θέατρο;
Δεν ξέρω αν ήθελα να κάνω θέατρο με την έννοια που το λέει σήμερα ένας δεκαοχτάρης. Προφανώς ήταν μια διέξοδος που δεν την καταλάβαινα. Μεγάλωσα στο Λουτράκι, από μικρό παιδί έκανα Καραγκιόζη, έφτιαχνα τσίρκο, σκηνοθετούσα, έβαζα εισιτήριο, ήθελα πάντα να κάνω αυτό που είχα στο μυαλό μου. Όταν ήμουν ακόμα σχολείο, μπήκα σε έναν ερασιτεχνικό σύλλογο και κάναμε την «Ελένη» του Ευριπίδη.
Πήραμε το βραβείο αρχαίου δράματος και παίξαμε στην Επίδαυρο τιμητικά σε μια βραδιά αφιερωμένη στον Ροντήρη. Εκεί με είδε ο Τάσος Ρούσσος, τότε διευθυντής στο Εθνικό, και μου είπε: «Αγόρι μου, εσύ θα έρθεις στο Εθνικό». Και πήγα ‒ αλλά πώς να με πάρουν;
Εγώ δεν είχα τελειώσει το λύκειο, ένα γυμνάσιο με το ζόρι, με είχαν διώξει από παντού. Αλλά ήρθα στην Αθήνα, είπα «θα πάω να βρω την πιο φτηνή σχολή» και τη βρήκα, τη σχολή της Μαίρης Βογιατζή-Τράγκα. Εκεί πήγα και δεν το μετάνιωσα, γιατί βρήκα ένα δάσκαλο, τον Βασίλη Ρίτσο, που ήταν ο μέντοράς μου τέσσερα χρόνια.
- Ζορίστηκες στην Αθήνα;
Φυσικά ζορίστηκα, ήμουν άφραγκος και ένας χαρακτήρας των άκρων και των καταχρήσεων. Και αυτό το κομμάτι της ζωής μου έχει μεγάλη σχέση με τα «Κόκκινα Φανάρια» που ετοιμάζουμε, γιατί έζησα μέσα στο περιθώριο. Και μέσα στις μεγάλες ταλαιπωρίες που πέρναγα με μάζευαν κυριολεκτικά οι πουτ@νες και οι τρανς και με φρόντιζαν. Ζούσα στην Ομόνοια, σε ένα ξενοδοχείο, και ήμουνα συγκάτοικός τους. Όταν είχε κρύο, με βοηθούσαν πάρα πολύ, μου άνοιγαν τα μπο@ρδέλ@ και καθόμουνα στις σόμπες με τις τσ@τσάδες. Είναι σαν φόρος τιμής σε αυτά τα πρόσωπα η παράσταση, αλλά εμείς εδώ το πάμε ένα βήμα παραπέρα.
- Έχετε φτιάξει ένα κλαμπ, σωστά καταλαβαίνω το σκηνικό;
Από τα «Κόκκινα Φανάρια», όπως τα ξέρουμε, δεν έχω κρατήσει τίποτα, μόνο την ατμόσφαιρα. Θέλω να μιλήσω γι’ αυτόν τον κόσμο και την κοινωνικοπολιτική κατάσταση που υπάρχει σε σχέση με τη διαφορετικότητα. Είναι η Αθήνα μέσα από αυτό το λούμπεν τότε κομμάτι της, του ’60, που ήταν και κρυφό και σαν «καταραμένο», που δεν φόραγαν γυναικεία ρούχα οι τρανς, με τις αφηγήσεις του Δημήτρη Παπάζογλου, που κάνει τη λεκανατζού και λέει ιστορίες παλιές από του Κουράδα και τη Χαβάη, το υπόγειο κάτω από το Περοκέ, που ήταν το πρώτο τραβεστομάγαζο της Αθήνας ‒ αυτά τα μαγαζιά τα έχει προλάβει.