ΕΚΤΑΚΤΗ ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
Τα μυστικά των venture capital funds - «Στο τέλος της ημέρας, τα νούμερα δεν λένε ποτέ ψέματα»
Ο συνιδρυτής της Charge μιλάει για τη διάθεση για επένδυση κεφαλαίων και από Ελληνες managers που σκοπεύουν να ιδρύσουν ή να μεταφέρουν την εταιρεία τους στις ΗΠΑ
Αυτό που αναζητούν διακαώς σήμερα οι επενδυτές είναι να βάλουν ιδιωτικά κεφάλαια σε εταιρείες τεχνολογίας που βρίσκονται στο αρχικό τους στάδιο. Στόχος; Να επωφεληθούν από τις αυξημένες αποτιμήσεις, καθώς πουλώντας το ποσοστό τους θα έχουν πολλαπλάσιο κέρδος.
«Γι’ αυτό και παρατηρείται τεράστια επενδυτική στροφή στα λεγόμενα venture capital funds (κεφάλαια επιχειρηματικών συμμετοχών)», σχολιάζει σε επικοινωνία του με τα «ΠΑΡΑΠΟΛΙΤΙΚΑ» ο Chris Habachy, συνιδρυτής της Charge, εταιρείας που ιδρύθηκε το 2015 από μια ομάδα Ελλήνων και Αμερικανών επιχειρηματιών και επενδυτών, με σκοπό την πρόσβαση και σε ευρωπαϊκά κεφάλαια στην αμερικανική αγορά venture capital.
H Charge Ventures επενδύει σε τέτοιες εταιρείες start-up, που έχουν έδρα τη Νέα Υόρκη κατά κύριο λόγο, αλλά και τη Silicon Valley, από πολύ νωρίς (Pre-seed - Seed - Series A). Μερικές από τις επενδύσεις της περιλαμβάνουν την Transfix (Uber για φορτηγά), την Electric A.I. (αυτοματοποιημένη I.T. υποστήριξη για μικρομεσαίες επιχειρήσεις), τη Simple Health (τηλεϊατρική), την Cargo (σημεία πώλησης στα αυτοκίνητα Uber), την Pared (εφαρμογή για εύρεση εργασίας στην αγορά της εστίασης) και τη Lexent Bio (εταιρεία μέτρησης αντίδρασης των ασθενών με καρκίνο στις χημειοθεραπείες).
ΟΙ ΔΥΣΚΟΛΙΕΣ-ΠΡΟΚΛΗΣΕΙΣ
Οσο για τα προβλήματα που αντιμετωπίζει ένα V.C. fund, ο κ. Habachy τοποθετείται: «Τα προβλήματα ή μάλλον οι προκλήσεις έχουν να κάνουν με την αποτελεσματικότητα του fund στο να μπει στις “καλύτερες εταιρείες”. Εχουν προσφορές για περισσότερα χρήματα από αυτά που χρειάζονται για να κλείσει ο γύρος τους, οπότε πρέπει ένα νέο fund να δημιουργήσει ανταγωνιστικό πλεονέκτημα έναντι των άλλων funds, καθώς και να χτίσει brand, για να μπορεί να συμμετέχει στις ανταγωνιστικές επενδύσεις».
Υπάρχει όμως και κάτι άλλο: το «όχι» στους επιχειρηματίες. Μόνο για το 2019 θα έχουν δει 2.500, ίσως και 3.000 εταιρείες, ενώ υπολογίζουν να κάνουν 10 επενδύσεις. Είναι λοιπόν αναπόφευκτη η άρνηση σε καταπληκτικές ιδέες, στις οποίες για διαφορετικούς λόγους δεν μπορούν να επενδύσουν.
«Το να επενδύει κάποιος χρήματα στο V.C. θεωρείται στις ΗΠΑ μέρος της στρατηγικής τους, αλλά στην Ευρώπη πρέπει να εκπαιδεύσουν τον επενδυτή για ποιον λόγο να επενδύσει σε αυτό το asset class. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι είναι κάτι καινούργιο γι’ αυτούς, όταν στις ΗΠΑ επενδύουν χρήματα στο V.C. από τη δεκαετία του ’70», εξηγεί.
Για τους μη Αμερικανούς επενδυτές, το πρόβλημα είναι ότι τις περισσότερες φορές που έχουν την ευκαιρία να επενδύσουν σε κάποια γνωστή εταιρεία τεχνολογίας είναι ήδη πολύ αργά, είτε πριν από τη δημόσια προσφορά μετοχών είτε σε κάποιο μεγάλο round, όπου τα περιθώρια για σημαντικά κέρδη είναι ήδη περιορισμένα.
ΤΑΣΕΙΣ
Μερικές σημερινές τάσεις στον κλάδο με τις οποίες η Charge «φλερτάρει» εδώ και καιρό είναι οι: συνθετική βιολογία, τεχνητή νοημοσύνη, ρομποτική, longevity και big data. «Εχουν να κάνουν με την εύρεση και τη σωστή εκπαίδευση όχι μόνο του ανθρώπινου δυναμικού που θα αναπτύξει τις τεχνολογίες, αλλά και του κοινού που θα τις υιοθετήσει», εξηγεί ο κ. Habachy, ενώ επισημαίνει και τις αλλαγές που θα πρέπει να γίνουν σε επίπεδο regulation από τις κυβερνήσεις, καθώς και στη διαχείριση, αποθήκευση και ασφάλεια των προσωπικών δεδομένων.
«Η δυσπιστία του κοινού απέναντι στις υπηρεσίες και τα προϊόντα τεχνητής νοημοσύνης και ο φόβος αντικατάστασης εργατικού δυναμικού από μηχανές, κατά τη γνώμη μου, δεν πρέπει να υποτιμηθούν», συμπληρώνει.
Ποια είναι όμως τα βασικά κριτήρια που πρέπει να πληρούν οι Ελληνες entrepreneurs για να επιλεγούν από την Charge για την είσοδό τους στην αμερικανική αγορά;
«Πάνω από όλα πρέπει να έχουν την πίστη και το όραμα για να χτίσουν κάτι μεγάλο εκτός συνόρων, που να συνοδεύεται από τη διάθεση να κάνουν το βήμα και να πάνε στις ΗΠΑ. Θα πρέπει να έχουν χτίσει ένα προϊόν που να απευθύνεται στην αμερικανική και την παγκόσμια αγορά, αλλά και να έχουν ήδη κάποιους πελάτες που να το πιστοποιούν. Στο τέλος της ημέρας, τα νούμερα δεν λένε ποτέ ψέματα. Ακόμη, πρέπει να είναι leader στον χώρο τους σε τοπικό επίπεδο πριν από το μεγάλο άλμα. Να έχουν συγκεκριμένο πλάνο, με στόχους, τις θέσεις στις οποίες θα κάνουν προσλήψεις, τους υποψήφιους πελάτες και τους επενδυτές».
H πλειονότητα των επενδυτών της Charge Ventures προέρχονται από την Ευρώπη και τη Μέση Ανατολή και δραστηριοποιούνται σε διαφορετικούς κλάδους, όπως για παράδειγμα η ναυτιλία, τα χρηματοοικονομικά, η τεχνολογία και το real estate, μεταξύ άλλων.
ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ ΕΞΟΔΟΥ
Στο ερώτημα ποια είναι η στρατηγική εξόδου της Charge και πόσο μακροπρόθεσμα βλέπουν οι επικεφαλής της, ο κ. Habachy απαριθμεί τρεις συνηθισμένους τρόπους: εξαγορά από κάποια άλλη εταιρεία. «Κατά μέσο όρο χρειάζονται έξι χρόνια στις ΗΠΑ για να γίνει αυτό, αλλά έχουμε δει εξαγορές εταιρειών μας και σε 18 μήνες. Γενικότερα, συνήθως όσο πιο αργά γίνει το exit, τόσο μεγαλύτερο θα είναι», τονίζει. Επειτα, η εταιρεία κάνει εισαγωγή στο χρηματιστήριο, όπου κατά μέσο όρο χρειάζονται οκτώ χρόνια για το ΙPO. Τέλος, ακολουθεί η πώληση στη δευτερογενή αγορά.
Για να μπει ένα V.C. fund στο «Forbes Midas List» (λίστα του «Forbes» για τα κορυφαία V.Cs), πρέπει να έχει συγκεκριμένο αριθμό εταιρειών που έχουν κάνει IPO ή να πληρούν κάποια άλλα κριτήρια σχετικά με τις αποτιμήσεις αυτών.
«Για εμάς αυτοσκοπός είναι να κάνουμε τις καλύτερες δυνατές επενδύσεις, συνεργαζόμενοι με τους πιο έξυπνους επιχειρηματίες παγκοσμίως, επενδύοντας σε τομείς που θα αλλάξουν τον κόσμο προς το καλύτερο και σεβόμενοι τα χρήματα των επενδυτών μας. Να έρθει κάποιο later stage fund, για παράδειγμα, και να εξαγοράσει τις θέσεις των επενδυτών που έχουν επενδύσει από πολύ νωρίς στους γύρους χρηματοδότησης Β, C ή D. Αυτή πλέον είναι πολύ συνηθισμένη τακτική, γιατί υπάρχει πολύ “dry powder” από private equity funds, για παράδειγμα, που αναζητούν αυτού του είδους τις επενδύσεις».
ΛΗΤΩ ΜΗΣΙΑΚΟΥΛΗ
litomissiakouli@yahoo.com
«Γι’ αυτό και παρατηρείται τεράστια επενδυτική στροφή στα λεγόμενα venture capital funds (κεφάλαια επιχειρηματικών συμμετοχών)», σχολιάζει σε επικοινωνία του με τα «ΠΑΡΑΠΟΛΙΤΙΚΑ» ο Chris Habachy, συνιδρυτής της Charge, εταιρείας που ιδρύθηκε το 2015 από μια ομάδα Ελλήνων και Αμερικανών επιχειρηματιών και επενδυτών, με σκοπό την πρόσβαση και σε ευρωπαϊκά κεφάλαια στην αμερικανική αγορά venture capital.
H Charge Ventures επενδύει σε τέτοιες εταιρείες start-up, που έχουν έδρα τη Νέα Υόρκη κατά κύριο λόγο, αλλά και τη Silicon Valley, από πολύ νωρίς (Pre-seed - Seed - Series A). Μερικές από τις επενδύσεις της περιλαμβάνουν την Transfix (Uber για φορτηγά), την Electric A.I. (αυτοματοποιημένη I.T. υποστήριξη για μικρομεσαίες επιχειρήσεις), τη Simple Health (τηλεϊατρική), την Cargo (σημεία πώλησης στα αυτοκίνητα Uber), την Pared (εφαρμογή για εύρεση εργασίας στην αγορά της εστίασης) και τη Lexent Bio (εταιρεία μέτρησης αντίδρασης των ασθενών με καρκίνο στις χημειοθεραπείες).
ΟΙ ΔΥΣΚΟΛΙΕΣ-ΠΡΟΚΛΗΣΕΙΣ
Οσο για τα προβλήματα που αντιμετωπίζει ένα V.C. fund, ο κ. Habachy τοποθετείται: «Τα προβλήματα ή μάλλον οι προκλήσεις έχουν να κάνουν με την αποτελεσματικότητα του fund στο να μπει στις “καλύτερες εταιρείες”. Εχουν προσφορές για περισσότερα χρήματα από αυτά που χρειάζονται για να κλείσει ο γύρος τους, οπότε πρέπει ένα νέο fund να δημιουργήσει ανταγωνιστικό πλεονέκτημα έναντι των άλλων funds, καθώς και να χτίσει brand, για να μπορεί να συμμετέχει στις ανταγωνιστικές επενδύσεις».
Υπάρχει όμως και κάτι άλλο: το «όχι» στους επιχειρηματίες. Μόνο για το 2019 θα έχουν δει 2.500, ίσως και 3.000 εταιρείες, ενώ υπολογίζουν να κάνουν 10 επενδύσεις. Είναι λοιπόν αναπόφευκτη η άρνηση σε καταπληκτικές ιδέες, στις οποίες για διαφορετικούς λόγους δεν μπορούν να επενδύσουν.
«Το να επενδύει κάποιος χρήματα στο V.C. θεωρείται στις ΗΠΑ μέρος της στρατηγικής τους, αλλά στην Ευρώπη πρέπει να εκπαιδεύσουν τον επενδυτή για ποιον λόγο να επενδύσει σε αυτό το asset class. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι είναι κάτι καινούργιο γι’ αυτούς, όταν στις ΗΠΑ επενδύουν χρήματα στο V.C. από τη δεκαετία του ’70», εξηγεί.
Για τους μη Αμερικανούς επενδυτές, το πρόβλημα είναι ότι τις περισσότερες φορές που έχουν την ευκαιρία να επενδύσουν σε κάποια γνωστή εταιρεία τεχνολογίας είναι ήδη πολύ αργά, είτε πριν από τη δημόσια προσφορά μετοχών είτε σε κάποιο μεγάλο round, όπου τα περιθώρια για σημαντικά κέρδη είναι ήδη περιορισμένα.
ΤΑΣΕΙΣ
Μερικές σημερινές τάσεις στον κλάδο με τις οποίες η Charge «φλερτάρει» εδώ και καιρό είναι οι: συνθετική βιολογία, τεχνητή νοημοσύνη, ρομποτική, longevity και big data. «Εχουν να κάνουν με την εύρεση και τη σωστή εκπαίδευση όχι μόνο του ανθρώπινου δυναμικού που θα αναπτύξει τις τεχνολογίες, αλλά και του κοινού που θα τις υιοθετήσει», εξηγεί ο κ. Habachy, ενώ επισημαίνει και τις αλλαγές που θα πρέπει να γίνουν σε επίπεδο regulation από τις κυβερνήσεις, καθώς και στη διαχείριση, αποθήκευση και ασφάλεια των προσωπικών δεδομένων.
«Η δυσπιστία του κοινού απέναντι στις υπηρεσίες και τα προϊόντα τεχνητής νοημοσύνης και ο φόβος αντικατάστασης εργατικού δυναμικού από μηχανές, κατά τη γνώμη μου, δεν πρέπει να υποτιμηθούν», συμπληρώνει.
Ποια είναι όμως τα βασικά κριτήρια που πρέπει να πληρούν οι Ελληνες entrepreneurs για να επιλεγούν από την Charge για την είσοδό τους στην αμερικανική αγορά;
«Πάνω από όλα πρέπει να έχουν την πίστη και το όραμα για να χτίσουν κάτι μεγάλο εκτός συνόρων, που να συνοδεύεται από τη διάθεση να κάνουν το βήμα και να πάνε στις ΗΠΑ. Θα πρέπει να έχουν χτίσει ένα προϊόν που να απευθύνεται στην αμερικανική και την παγκόσμια αγορά, αλλά και να έχουν ήδη κάποιους πελάτες που να το πιστοποιούν. Στο τέλος της ημέρας, τα νούμερα δεν λένε ποτέ ψέματα. Ακόμη, πρέπει να είναι leader στον χώρο τους σε τοπικό επίπεδο πριν από το μεγάλο άλμα. Να έχουν συγκεκριμένο πλάνο, με στόχους, τις θέσεις στις οποίες θα κάνουν προσλήψεις, τους υποψήφιους πελάτες και τους επενδυτές».
H πλειονότητα των επενδυτών της Charge Ventures προέρχονται από την Ευρώπη και τη Μέση Ανατολή και δραστηριοποιούνται σε διαφορετικούς κλάδους, όπως για παράδειγμα η ναυτιλία, τα χρηματοοικονομικά, η τεχνολογία και το real estate, μεταξύ άλλων.
ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ ΕΞΟΔΟΥ
Στο ερώτημα ποια είναι η στρατηγική εξόδου της Charge και πόσο μακροπρόθεσμα βλέπουν οι επικεφαλής της, ο κ. Habachy απαριθμεί τρεις συνηθισμένους τρόπους: εξαγορά από κάποια άλλη εταιρεία. «Κατά μέσο όρο χρειάζονται έξι χρόνια στις ΗΠΑ για να γίνει αυτό, αλλά έχουμε δει εξαγορές εταιρειών μας και σε 18 μήνες. Γενικότερα, συνήθως όσο πιο αργά γίνει το exit, τόσο μεγαλύτερο θα είναι», τονίζει. Επειτα, η εταιρεία κάνει εισαγωγή στο χρηματιστήριο, όπου κατά μέσο όρο χρειάζονται οκτώ χρόνια για το ΙPO. Τέλος, ακολουθεί η πώληση στη δευτερογενή αγορά.
Για να μπει ένα V.C. fund στο «Forbes Midas List» (λίστα του «Forbes» για τα κορυφαία V.Cs), πρέπει να έχει συγκεκριμένο αριθμό εταιρειών που έχουν κάνει IPO ή να πληρούν κάποια άλλα κριτήρια σχετικά με τις αποτιμήσεις αυτών.
«Για εμάς αυτοσκοπός είναι να κάνουμε τις καλύτερες δυνατές επενδύσεις, συνεργαζόμενοι με τους πιο έξυπνους επιχειρηματίες παγκοσμίως, επενδύοντας σε τομείς που θα αλλάξουν τον κόσμο προς το καλύτερο και σεβόμενοι τα χρήματα των επενδυτών μας. Να έρθει κάποιο later stage fund, για παράδειγμα, και να εξαγοράσει τις θέσεις των επενδυτών που έχουν επενδύσει από πολύ νωρίς στους γύρους χρηματοδότησης Β, C ή D. Αυτή πλέον είναι πολύ συνηθισμένη τακτική, γιατί υπάρχει πολύ “dry powder” από private equity funds, για παράδειγμα, που αναζητούν αυτού του είδους τις επενδύσεις».
ΛΗΤΩ ΜΗΣΙΑΚΟΥΛΗ
litomissiakouli@yahoo.com