ΕΚΤΑΚΤΗ ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
Αισιόδοξες προβλέψεις 14 επενδυτικών οίκων για την ανάπτυξη στην Ελλάδα το 2020
Ρυθµούς ανάπτυξης σχεδόν 2,2% θα εµφανίσει η ελληνική οικονοµία το 2020, όπως προκύπτει από τις προβλέψεις 14 µεγάλων επενδυτικών οίκων του εξωτερικού, τις οποίες συγκέντρωσαν τα «Π».
Η νέα χρονιά ξεκινά µε την Ελλάδα να εκπλήσσει ευχάριστα τους ξένους αναλυτές, καθώς η οικονοµία, που αντιµετωπιζόταν µέχρι πρότινος σαν παρίας, όχι µόνο αντιστέκεται στη γενικευµένη επιβράδυνση της βιοµηχανίας, που απειλεί τις ισχυρότερες δυνάµεις του πλανήτη, αλλά παρουσιάζει και την καλύτερη επίδοση στον κόσµο, µε βάση τον δείκτη PMI, που µετρά τη δραστηριότητα στον µεταποιητικό τοµέα.
Η µεταρρυθµιστική ατζέντα της κυβέρνησης, το σχέδιο «Ηρακλής» για την αντιµετώπιση των «κόκκινων» δανείων και η προοπτική αναβάθµισης της πιστοληπτικής αξιολόγησης της χώρας δίνουν τον τόνο στις προβλέψεις των οίκων για τη χρονιά που ξεκινά, µε τις αναλύσεις να θέτουν τον πήχη της ανάπτυξης έως και στο 2,5%. Πλέον, το µεγάλο στοίχηµα του 2020 θα είναι η µετατόπιση του κέντρου βάρους της ανάπτυξης από τις εξαγωγές στην ιδιωτική κατανάλωση και κυρίως στις επενδύσεις, όπου η βελτίωση της εµπιστοσύνης δεν έχει µεταφραστεί ακόµα σε αντίστοιχη αύξηση της δραστηριότητας.
ΑΙΣΙΟΔΟΞΙΑ
Ανάµεσα στους πιο αισιόδοξους από τους µεγάλους επενδυτικούς οίκους, η UBS αναµένει ρυθµούς ανάπτυξης της τάξης του 2,5%. Γνωρίζοντας ότι οι προβλέψεις αυτές είναι κάπως υψηλότερες από τις συγκλίνουσες εκτιµήσεις της αγοράς, οι αναλυτές του οίκου εξηγούν την αισιοδοξία τους γράφοντας: «Οι ρυθµοί ανάπτυξης του 2020 αναµένεται να ευνοηθούν από το βελτιωµένο οικονοµικό κλίµα, την αγορά εργασίας, τον τουρισµό, τις µειώσεις των φόρων και τα κοινοτικά κονδύλια». Τόσο η επιχειρηµατική όσο και η καταναλωτική εµπιστοσύνη παρουσιάζουν χειροπιαστή βελτίωση από τον περασµένο Ιούλιο, αγγίζοντας τα υψηλότερα επίπεδα από το 2008 και το 2000 αντίστοιχα.
Στο παρελθόν, όταν η εµπιστοσύνη έφτανε σε αυτά τα επίπεδα, η οικονοµία έτρεχε µε ρυθµούς 4%, επισηµαίνουν οι αναλυτές της UBS. Και προσθέτουν ότι η αύξηση της κατανάλωσης δεν ακολουθεί ακόµα τους ρυθµούς αύξησης των πραγµατικών µισθών (δηλαδή του µεγέθους που προκύπτει εάν συνυπολογιστούν η αύξηση της απασχόλησης και η αύξηση των µισθών), κάτι που σηµαίνει ότι υπάρχουν περιθώρια περαιτέρω βελτίωσης.
Σε αυτούς τους θετικούς για την οικονοµία παράγοντες η UBS προσθέτει το όφελος από τις µειώσεις φόρων ύψους 1,2 δισ. ευρώ και την αύξηση των δαπανών, όπως και από τα κοινοτικά κονδύλια που θα εισρεύσουν στη χώρα το επόµενο διάστηµα, καθώς από τα 26 δισ. ευρώ που έχουν δεσµευθεί, µόνο τα 7,2 δισ. ευρώ έχουν εκταµιευθεί.
«Επιπλέον, υπάρχουν ακόµα κάποια περιθώρια ανόδου στον τουρισµό, ο οποίος κατέγραψε ιστορικά υψηλά έσοδα σχεδόν 18 δισ. ευρώ (ή το 10% του ΑΕΠ) σε δωδεκάµηνη βάση, σύµφωνα µε τα στοιχεία του Αυγούστου 2019», σηµειώνουν οι αναλυτές της UBS. Από το +2,5% που περιµένει η UBS (σε µια εκτίµηση που βρίσκει σύµφωνους και άλλους µεγάλους οίκους, όπως είναι η Moody’s και η S&P) έως το +1,5% που προβλέπει η Capital Economics η απόσταση είναι µεγάλη.
Αναµφισβήτητα, η Μέλανι Ντεµπόνο της Capital Economics είναι η πιο απαισιόδοξη από όλους τους αναλυτές που καλύπτουν την ελληνική οικονοµία στα µεγάλα τµήµατα ανάλυσης του Λονδίνου. Πού στηρίζει τις εκτιµήσεις της αυτές;
«Συνολικά, η νέα κυβέρνηση έχει κάνει µια πολλά υποσχόµενη αρχή, όµως η προσπάθεια για να διορθωθεί η ελληνική οικονοµία θα είναι µαραθώνιος, όχι σπριντ», γράφει η οικονοµολόγος στην πιο πρόσφατη σχετική έκθεσή της. Αλλωστε, οι εκτιµήσεις της Capital Economics για την Ελλάδα θα πρέπει να ιδωθούν µέσα από το πρίσµα της έτσι και αλλιώς ιδιαίτερα απαισιόδοξης στάσης που τηρεί ο συγκεκριµένος οίκος απέναντι στην ευρωζώνη. Ούτε λίγο ούτε πολύ, οι αναλυτές του προβλέπουν ότι µια νέα ευρωπαϊκή κρίση θα ξεσπάσει µέσα στη δεκαετία του 2020, αφού τα θεµελιώδη ελαττώµατα του ευρώ δεν διορθώθηκαν ποτέ.
Η νέα κρίση θα έχει διαφορετική µορφή από την προηγούµενη, προβλέπει η Capital Economics, εκτιµώντας ότι η µεγαλύτερη απειλή για την ευρωζώνη εντοπίζεται στην Ιταλία, η οποία τελικά θα οδηγηθεί κάποια στιγµή είτε σε αναδιάρθρωση χρέους είτε ακόµα και σε κανονική χρεοκοπία.
ΜΕΤΑΡΡΥΘΜΙΣΕΙΣ
Στην Ελλάδα, αντίθετα, η Capital Economics αναγνωρίζει ότι η κυβέρνηση Μητσοτάκη υλοποιεί µια σειρά από µειώσεις φόρων που αναµένεται να στηρίξουν την οικονοµία, ενώ θέτει σε εφαρµογή και κάποιες διαρθρωτικές µεταρρυθµίσεις. Ο λόγος για τον οποίο ο οίκος τρέφει χαµηλότερες προσδοκίες για την ανάπτυξη είναι ότι αµφιβάλλει για το κατά πόσο µπορούν να εφαρµοστούν οι βαθύτερες µεταρρυθµίσεις που χρειάζονται προκειµένου να ενισχυθούν οι δυνητικοί ρυθµοί ανάπτυξης.
Το µεγάλο στοίχηµα του 2020 για την ελληνική οικονοµία θα είναι να βρει ένα σταθερό και ισορροπηµένο µοτίβο ανάπτυξης, διαπιστώνει κανείς διαβάζοντας τις αναλύσεις των οίκων. Η ING, για παράδειγµα, περιµένει ρυθµούς ανάπτυξης 2% για τη χρονιά που ξεκινά, καθώς διαπιστώνει ότι η αναµφισβήτητα ισχυρή ανάκαµψη της επιχειρηµατικής και καταναλωτικής εµπιστοσύνης δεν έχει φανεί ακόµα στα πραγµατικά στοιχεία της εσωτερικής ζήτησης. «Ο σχηµατισµός ακαθάριστου παγίου κεφαλαίου (gross fi xed capital formation) παραµένει το αδύναµο σηµείο στην εικόνα της ελληνικής οικονοµίας και η νέα κυβέρνηση Μητσοτάκη γνωρίζει πολύ καλά τη σηµασία του», σηµειώνει σε πρόσφατη ανάλυσή του ο οικονοµολόγος της ING, Πάολο Πιτσόλι.
«Αφού δεν έχει επαρκείς πόρους για να τονώσει τις επενδύσεις στο εσωτερικό, ο πρωθυπουργός φαίνεται να αναζητά ξένους επενδυτές για να εκκινήσει τη διαδικασία», προσθέτει. Πάντως, η ING εκτιµά ότι ο συνδυασµός της µείωσης των φόρων και της συνεχιζόµενης -αν όχι επιταχυνόµενης- βελτίωσης της αγοράς εργασίας θα βοηθήσει να τονωθεί η ιδιωτική κατανάλωση µέσα στο 2020. «∆εν είµαστε τόσο σίγουροι ότι ο συνδυασµός αυτός θα είναι εξίσου αποτελεσµατικός στην τόνωση των ιδιωτικών επενδύσεων, καθώς αυτές θα συνεχίσουν να υποφέρουν από τη δυσµενή δυναµική των τραπεζικών πιστώσεων και την ελλιπή εφαρµογή των µεταρρυθµίσεων», τονίζει η ING
Βελτίωση του κλίματος και προσέλκυση επενδύσεων
ΓΙΑ ΤΗ MORGAN STANLEY είναι θέµα χρόνου η βελτίωση του κλίµατος να φανεί στην κατανάλωση και τις επενδύσεις. Γι’ αυτό και ο αµερικανικός επενδυτικός οίκος θέτει τον πήχη της ανάπτυξης στο 2,4%. «Αυτό που αλλάζει γρήγορα στην ελληνική οικονοµία είναι το οικονοµικό κλίµα, το οποίο βρίσκεται σε άνοδο, σε αντίθεση µε την υπόλοιπη Ευρώπη. Η µεταρρυθµιστική ατζέντα της κυβέρνησης φαίνεται να είναι ο βασικός καταλύτης. Ενώ ενδέχεται να χρειαστεί κάποιος χρόνος προκειµένου η επίδραση των όποιων µέτρων πολιτικής να γίνει ορατή, το καλύτερο οικονοµικό κλίµα µπορεί να οδηγήσει σε ταχύτερη αύξηση της κατανάλωσης και των επενδύσεων, κάτι που δεν έχουµε δει µε συνέπεια µέχρι τώρα στην Ελλάδα», σηµειώνει ο οικονοµολόγος Ζοάο Αλµέιντα.
Πάντως, η Morgan Stanley εκτιµά ότι το κέντρο βάρους της ελληνικής οικονοµίας θα συνεχίσει να µετατοπίζεται από τις εξαγωγές στην εσωτερική κατανάλωση, εξέλιξη που θα ενισχύσει την εµπιστοσύνη στη διατηρησιµότητα της ελληνικής ανάκαµψης. Η ενίσχυση των δυνητικών ρυθµών ανάπτυξης αναγνωρίζεται και από τους αναλυτές της Bank of America ως η µεγάλη πρόκληση για την Ελλάδα το 2020. Η αλλαγή του µείγµατος δηµοσιονοµικής πολιτικής µε τη σταδιακή µείωση του βάρους της φορολογίας θα στηρίξει την ανάπτυξη τόσο µεσοπρόθεσµα όσο και µακροπρόθεσµα, εκτιµά ο αµερικανικός επενδυτικός οίκος. Ωστόσο, η BofA τονίζει ότι η Ελλάδα θα παραµείνει µια χώρα µε υψηλούς φόρους σε σχέση µε τους ανταγωνιστές της, εποµένως οι µειώσεις φόρων από µόνες τους δεν µπορούν να φέρουν την οικονοµία σε έναν δρόµο υψηλότερης ανάπτυξης.
Αυτό θα επιτευχθεί εφόσον γίνει αποφασιστικότερη πρόοδος στα µεγάλα επενδυτικά έργα και τις αποκρατικοποιήσεις, τονίζει η BofA, προσθέτοντας ότι η κυβέρνηση παίρνει µέτρα για να διευθετήσει τα γραφειοκρατικά προβλήµατα που µπλοκάρουν τα µεγάλα projects. Το «κλειδί» για την επίτευξη υψηλών ρυθµών ανάπτυξης είναι η προσέλκυση άµεσων ξένων επενδύσεων, συµφωνεί και η HSBC. Το γεγονός ότι αυτές έφτασαν πέρυσι στο υψηλότερο επίπεδο από τη χρονιά που η χώρα µπήκε στο ευρώ, σε συνδυασµό µε το φιλικό προς τις επενδύσεις προφίλ της νέας κυβέρνησης, χαρακτηρίζεται ως ενθαρρυντικό από τον οίκο.
Αλλωστε και η Citigroup επισηµαίνει ότι η αλλαγή της κυβέρνησης, σε συνδυασµό µε το γεγονός ότι οι δηµοσιονοµικές επιδόσεις της Ελλάδας αποδεικνύονται καλύτερες των προβλεπόµενων, οδηγεί στην αποκατάσταση της εµπιστοσύνης των ξένων επενδυτών στην ελληνική οικονοµία. «Αυτό είναι ένα στοιχείο ζωτικής σηµασίας για τη στήριξη της οικονοµικής ανάπτυξης, την ώρα που η εγχώρια ρευστότητα παραµένει χαµηλή, αφού ο τραπεζικός τοµέας είναι ακόµα προβληµατικός», τονίζει ο αµερικανικός οίκος, ο οποίος πρόσφατα αναβάθµισε τις προσδοκίες του για τους ρυθµούς ανάπτυξης της ελληνικής οικονοµίας στο 2,1% για το 2020.
Οι προβλέψεις των μεγάλων οίκων για την ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας το 2020
Scope 2,3%
Barclays 2,1%
Bank of America 2%
Deutsche Bank 1,7%
S&P 2,5%
ING 2%
UBS 2,5%
Morgan Stanley 2,4%
Capital Economics 1,5%
Citigroup 2,1%
JP Morgan 2,3%
HSBC 2,2%
Moody’s 2,5%
Fitch 2,2%
Η νέα χρονιά ξεκινά µε την Ελλάδα να εκπλήσσει ευχάριστα τους ξένους αναλυτές, καθώς η οικονοµία, που αντιµετωπιζόταν µέχρι πρότινος σαν παρίας, όχι µόνο αντιστέκεται στη γενικευµένη επιβράδυνση της βιοµηχανίας, που απειλεί τις ισχυρότερες δυνάµεις του πλανήτη, αλλά παρουσιάζει και την καλύτερη επίδοση στον κόσµο, µε βάση τον δείκτη PMI, που µετρά τη δραστηριότητα στον µεταποιητικό τοµέα.
Η µεταρρυθµιστική ατζέντα της κυβέρνησης, το σχέδιο «Ηρακλής» για την αντιµετώπιση των «κόκκινων» δανείων και η προοπτική αναβάθµισης της πιστοληπτικής αξιολόγησης της χώρας δίνουν τον τόνο στις προβλέψεις των οίκων για τη χρονιά που ξεκινά, µε τις αναλύσεις να θέτουν τον πήχη της ανάπτυξης έως και στο 2,5%. Πλέον, το µεγάλο στοίχηµα του 2020 θα είναι η µετατόπιση του κέντρου βάρους της ανάπτυξης από τις εξαγωγές στην ιδιωτική κατανάλωση και κυρίως στις επενδύσεις, όπου η βελτίωση της εµπιστοσύνης δεν έχει µεταφραστεί ακόµα σε αντίστοιχη αύξηση της δραστηριότητας.
ΑΙΣΙΟΔΟΞΙΑ
Ανάµεσα στους πιο αισιόδοξους από τους µεγάλους επενδυτικούς οίκους, η UBS αναµένει ρυθµούς ανάπτυξης της τάξης του 2,5%. Γνωρίζοντας ότι οι προβλέψεις αυτές είναι κάπως υψηλότερες από τις συγκλίνουσες εκτιµήσεις της αγοράς, οι αναλυτές του οίκου εξηγούν την αισιοδοξία τους γράφοντας: «Οι ρυθµοί ανάπτυξης του 2020 αναµένεται να ευνοηθούν από το βελτιωµένο οικονοµικό κλίµα, την αγορά εργασίας, τον τουρισµό, τις µειώσεις των φόρων και τα κοινοτικά κονδύλια». Τόσο η επιχειρηµατική όσο και η καταναλωτική εµπιστοσύνη παρουσιάζουν χειροπιαστή βελτίωση από τον περασµένο Ιούλιο, αγγίζοντας τα υψηλότερα επίπεδα από το 2008 και το 2000 αντίστοιχα.
Στο παρελθόν, όταν η εµπιστοσύνη έφτανε σε αυτά τα επίπεδα, η οικονοµία έτρεχε µε ρυθµούς 4%, επισηµαίνουν οι αναλυτές της UBS. Και προσθέτουν ότι η αύξηση της κατανάλωσης δεν ακολουθεί ακόµα τους ρυθµούς αύξησης των πραγµατικών µισθών (δηλαδή του µεγέθους που προκύπτει εάν συνυπολογιστούν η αύξηση της απασχόλησης και η αύξηση των µισθών), κάτι που σηµαίνει ότι υπάρχουν περιθώρια περαιτέρω βελτίωσης.
Σε αυτούς τους θετικούς για την οικονοµία παράγοντες η UBS προσθέτει το όφελος από τις µειώσεις φόρων ύψους 1,2 δισ. ευρώ και την αύξηση των δαπανών, όπως και από τα κοινοτικά κονδύλια που θα εισρεύσουν στη χώρα το επόµενο διάστηµα, καθώς από τα 26 δισ. ευρώ που έχουν δεσµευθεί, µόνο τα 7,2 δισ. ευρώ έχουν εκταµιευθεί.
«Επιπλέον, υπάρχουν ακόµα κάποια περιθώρια ανόδου στον τουρισµό, ο οποίος κατέγραψε ιστορικά υψηλά έσοδα σχεδόν 18 δισ. ευρώ (ή το 10% του ΑΕΠ) σε δωδεκάµηνη βάση, σύµφωνα µε τα στοιχεία του Αυγούστου 2019», σηµειώνουν οι αναλυτές της UBS. Από το +2,5% που περιµένει η UBS (σε µια εκτίµηση που βρίσκει σύµφωνους και άλλους µεγάλους οίκους, όπως είναι η Moody’s και η S&P) έως το +1,5% που προβλέπει η Capital Economics η απόσταση είναι µεγάλη.
Αναµφισβήτητα, η Μέλανι Ντεµπόνο της Capital Economics είναι η πιο απαισιόδοξη από όλους τους αναλυτές που καλύπτουν την ελληνική οικονοµία στα µεγάλα τµήµατα ανάλυσης του Λονδίνου. Πού στηρίζει τις εκτιµήσεις της αυτές;
«Συνολικά, η νέα κυβέρνηση έχει κάνει µια πολλά υποσχόµενη αρχή, όµως η προσπάθεια για να διορθωθεί η ελληνική οικονοµία θα είναι µαραθώνιος, όχι σπριντ», γράφει η οικονοµολόγος στην πιο πρόσφατη σχετική έκθεσή της. Αλλωστε, οι εκτιµήσεις της Capital Economics για την Ελλάδα θα πρέπει να ιδωθούν µέσα από το πρίσµα της έτσι και αλλιώς ιδιαίτερα απαισιόδοξης στάσης που τηρεί ο συγκεκριµένος οίκος απέναντι στην ευρωζώνη. Ούτε λίγο ούτε πολύ, οι αναλυτές του προβλέπουν ότι µια νέα ευρωπαϊκή κρίση θα ξεσπάσει µέσα στη δεκαετία του 2020, αφού τα θεµελιώδη ελαττώµατα του ευρώ δεν διορθώθηκαν ποτέ.
Η νέα κρίση θα έχει διαφορετική µορφή από την προηγούµενη, προβλέπει η Capital Economics, εκτιµώντας ότι η µεγαλύτερη απειλή για την ευρωζώνη εντοπίζεται στην Ιταλία, η οποία τελικά θα οδηγηθεί κάποια στιγµή είτε σε αναδιάρθρωση χρέους είτε ακόµα και σε κανονική χρεοκοπία.
ΜΕΤΑΡΡΥΘΜΙΣΕΙΣ
Στην Ελλάδα, αντίθετα, η Capital Economics αναγνωρίζει ότι η κυβέρνηση Μητσοτάκη υλοποιεί µια σειρά από µειώσεις φόρων που αναµένεται να στηρίξουν την οικονοµία, ενώ θέτει σε εφαρµογή και κάποιες διαρθρωτικές µεταρρυθµίσεις. Ο λόγος για τον οποίο ο οίκος τρέφει χαµηλότερες προσδοκίες για την ανάπτυξη είναι ότι αµφιβάλλει για το κατά πόσο µπορούν να εφαρµοστούν οι βαθύτερες µεταρρυθµίσεις που χρειάζονται προκειµένου να ενισχυθούν οι δυνητικοί ρυθµοί ανάπτυξης.
Το µεγάλο στοίχηµα του 2020 για την ελληνική οικονοµία θα είναι να βρει ένα σταθερό και ισορροπηµένο µοτίβο ανάπτυξης, διαπιστώνει κανείς διαβάζοντας τις αναλύσεις των οίκων. Η ING, για παράδειγµα, περιµένει ρυθµούς ανάπτυξης 2% για τη χρονιά που ξεκινά, καθώς διαπιστώνει ότι η αναµφισβήτητα ισχυρή ανάκαµψη της επιχειρηµατικής και καταναλωτικής εµπιστοσύνης δεν έχει φανεί ακόµα στα πραγµατικά στοιχεία της εσωτερικής ζήτησης. «Ο σχηµατισµός ακαθάριστου παγίου κεφαλαίου (gross fi xed capital formation) παραµένει το αδύναµο σηµείο στην εικόνα της ελληνικής οικονοµίας και η νέα κυβέρνηση Μητσοτάκη γνωρίζει πολύ καλά τη σηµασία του», σηµειώνει σε πρόσφατη ανάλυσή του ο οικονοµολόγος της ING, Πάολο Πιτσόλι.
«Αφού δεν έχει επαρκείς πόρους για να τονώσει τις επενδύσεις στο εσωτερικό, ο πρωθυπουργός φαίνεται να αναζητά ξένους επενδυτές για να εκκινήσει τη διαδικασία», προσθέτει. Πάντως, η ING εκτιµά ότι ο συνδυασµός της µείωσης των φόρων και της συνεχιζόµενης -αν όχι επιταχυνόµενης- βελτίωσης της αγοράς εργασίας θα βοηθήσει να τονωθεί η ιδιωτική κατανάλωση µέσα στο 2020. «∆εν είµαστε τόσο σίγουροι ότι ο συνδυασµός αυτός θα είναι εξίσου αποτελεσµατικός στην τόνωση των ιδιωτικών επενδύσεων, καθώς αυτές θα συνεχίσουν να υποφέρουν από τη δυσµενή δυναµική των τραπεζικών πιστώσεων και την ελλιπή εφαρµογή των µεταρρυθµίσεων», τονίζει η ING
Βελτίωση του κλίματος και προσέλκυση επενδύσεων
ΓΙΑ ΤΗ MORGAN STANLEY είναι θέµα χρόνου η βελτίωση του κλίµατος να φανεί στην κατανάλωση και τις επενδύσεις. Γι’ αυτό και ο αµερικανικός επενδυτικός οίκος θέτει τον πήχη της ανάπτυξης στο 2,4%. «Αυτό που αλλάζει γρήγορα στην ελληνική οικονοµία είναι το οικονοµικό κλίµα, το οποίο βρίσκεται σε άνοδο, σε αντίθεση µε την υπόλοιπη Ευρώπη. Η µεταρρυθµιστική ατζέντα της κυβέρνησης φαίνεται να είναι ο βασικός καταλύτης. Ενώ ενδέχεται να χρειαστεί κάποιος χρόνος προκειµένου η επίδραση των όποιων µέτρων πολιτικής να γίνει ορατή, το καλύτερο οικονοµικό κλίµα µπορεί να οδηγήσει σε ταχύτερη αύξηση της κατανάλωσης και των επενδύσεων, κάτι που δεν έχουµε δει µε συνέπεια µέχρι τώρα στην Ελλάδα», σηµειώνει ο οικονοµολόγος Ζοάο Αλµέιντα.
Πάντως, η Morgan Stanley εκτιµά ότι το κέντρο βάρους της ελληνικής οικονοµίας θα συνεχίσει να µετατοπίζεται από τις εξαγωγές στην εσωτερική κατανάλωση, εξέλιξη που θα ενισχύσει την εµπιστοσύνη στη διατηρησιµότητα της ελληνικής ανάκαµψης. Η ενίσχυση των δυνητικών ρυθµών ανάπτυξης αναγνωρίζεται και από τους αναλυτές της Bank of America ως η µεγάλη πρόκληση για την Ελλάδα το 2020. Η αλλαγή του µείγµατος δηµοσιονοµικής πολιτικής µε τη σταδιακή µείωση του βάρους της φορολογίας θα στηρίξει την ανάπτυξη τόσο µεσοπρόθεσµα όσο και µακροπρόθεσµα, εκτιµά ο αµερικανικός επενδυτικός οίκος. Ωστόσο, η BofA τονίζει ότι η Ελλάδα θα παραµείνει µια χώρα µε υψηλούς φόρους σε σχέση µε τους ανταγωνιστές της, εποµένως οι µειώσεις φόρων από µόνες τους δεν µπορούν να φέρουν την οικονοµία σε έναν δρόµο υψηλότερης ανάπτυξης.
Αυτό θα επιτευχθεί εφόσον γίνει αποφασιστικότερη πρόοδος στα µεγάλα επενδυτικά έργα και τις αποκρατικοποιήσεις, τονίζει η BofA, προσθέτοντας ότι η κυβέρνηση παίρνει µέτρα για να διευθετήσει τα γραφειοκρατικά προβλήµατα που µπλοκάρουν τα µεγάλα projects. Το «κλειδί» για την επίτευξη υψηλών ρυθµών ανάπτυξης είναι η προσέλκυση άµεσων ξένων επενδύσεων, συµφωνεί και η HSBC. Το γεγονός ότι αυτές έφτασαν πέρυσι στο υψηλότερο επίπεδο από τη χρονιά που η χώρα µπήκε στο ευρώ, σε συνδυασµό µε το φιλικό προς τις επενδύσεις προφίλ της νέας κυβέρνησης, χαρακτηρίζεται ως ενθαρρυντικό από τον οίκο.
Αλλωστε και η Citigroup επισηµαίνει ότι η αλλαγή της κυβέρνησης, σε συνδυασµό µε το γεγονός ότι οι δηµοσιονοµικές επιδόσεις της Ελλάδας αποδεικνύονται καλύτερες των προβλεπόµενων, οδηγεί στην αποκατάσταση της εµπιστοσύνης των ξένων επενδυτών στην ελληνική οικονοµία. «Αυτό είναι ένα στοιχείο ζωτικής σηµασίας για τη στήριξη της οικονοµικής ανάπτυξης, την ώρα που η εγχώρια ρευστότητα παραµένει χαµηλή, αφού ο τραπεζικός τοµέας είναι ακόµα προβληµατικός», τονίζει ο αµερικανικός οίκος, ο οποίος πρόσφατα αναβάθµισε τις προσδοκίες του για τους ρυθµούς ανάπτυξης της ελληνικής οικονοµίας στο 2,1% για το 2020.
Οι προβλέψεις των μεγάλων οίκων για την ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας το 2020
Scope 2,3%
Barclays 2,1%
Bank of America 2%
Deutsche Bank 1,7%
S&P 2,5%
ING 2%
UBS 2,5%
Morgan Stanley 2,4%
Capital Economics 1,5%
Citigroup 2,1%
JP Morgan 2,3%
HSBC 2,2%
Moody’s 2,5%
Fitch 2,2%