Η μείωση του πρωτογενούς πλεονάσματος για τα επόμενα δύο χρόνια στο 2,2% αντί του 3,5% ΑΕΠ, δεν θα επηρέαζε τη βιωσιμότητα του δημοσίου χρέους, σύμφωνα με το διοικητή της Τραπέζης της Ελλάδος.
Ο Γιάννης Στουρνάρας, μιλώντας στη Γεννάδειο Βιβλιοθήκη, στην ημέρα μνήμης του Ιωάννη και της Ανθής Γενναδίου, υποστήριξε μεταξύ άλλων, ότι μετά από τη διεξαγωγή άσκησης βιωσιμότητας του δημόσιου χρέους με τη χρήση κατάλληλου υποδείγματος που διεξήγαγε η ΤτΕ, προέκυψε ότι η μείωση του στόχου για τα πρωτογενή πλεονάσματα για το 2021 και το 2022 σε πιο ρεαλιστικό επίπεδο από το σημερινό, δηλαδή κοντά στο 2,2% του ΑΕΠ αντί του 3,5% που ισχύει σήμερα, (υπενθυμίζεται ότι μετά το 2022 ο μέσος όρος των πρωτογενών πλεονασμάτων ως ποσοστό του ΑΕΠ θα είναι 2,2%), δεν θα επηρέαζε τη βιωσιμότητα του χρέους, ενώ θα ενίσχυε την οικονομική ανάπτυξη, σε συνδυασμό μάλιστα με την έγκαιρη υλοποίηση των απαραίτητων και συμφωνημένων μεταρρυθμίσεων και του προγράμματος αποκρατικοποιήσεων.
Υπέρ της εκτίμησης αυτής συνηγορούν η σημαντική αποκλιμάκωση των αποδόσεων των ελληνικών τίτλων, καθώς και η πρόωρη αποπληρωμή μέρους του δανείου του ΔΝΤ που ολοκληρώθηκε το Νοέμβριο.
Ο κ. Στουρνάρας επανέλαβε ότι παρά την πρόοδο που έχει συντελεστεί, η ελληνική οικονομία συνεχίζει να αντιμετωπίζει προκλήσεις και κινδύνους, από το εξωτερικό περιβάλλον. Ειδικότερα, οι κίνδυνοι αυτοί συνδέονται με μια μεγαλύτερη του αναμενομένου επιβράδυνση της παγκόσμιας ανάπτυξης και του παγκόσμιου εμπορίου, εξαιτίας του εμπορικού προστατευτισμού και της εξάπλωσης του κορονοϊού.
Ειδικότερα, για το θέμα των «κόκκινων» δανείων που συνεχίζει να ταλανίζει τις τράπεζες και ολόκληρη την οικονομία, ο κ. Στουρνάρας ανέφερε ότι το πρόβλημα το επέτειναν περαιτέρω νομοθετικές παρεμβάσεις, όπως η αναστολή των πλειστηριασμών πρώτης κατοικίας, η κατάχρηση του πλαισίου προστασίας από κατασχέσεις, καθώς και διάφορα άλλα νομικά και δικαστικά εμπόδια.
Εκτίμησε δε, ότι αν είχε υπάρξει δυναμικότερη αντίδραση τα πρώτα χρόνια της κρίσης, αν δηλαδή οι αναγκαίες νομοθετικές αλλαγές είχαν εφαρμοστεί πολύ νωρίτερα και είχε θεσπιστεί μια συστημική λύση με τη μορφή μιας εταιρίας διαχείρισης στοιχείων ενεργητικού (bad bank), που θα αναλάμβανε την κεντρική διαχείριση των ΜΕΔ, όπως είχε γίνει σε άλλα κράτη-μέλη, το πρόβλημα που αντιμετωπίζουμε σήμερα θα ήταν πιο περιορισμένο.