Να χάσει το τρένο της ποσοτικής χαλάρωσης κινδυνεύει ξαφνικά η Αθήνα, και μάλιστα την ώρα που η κυβέρνηση ποντάρει στο πρόγραμμα QE για την επιστροφή της στις αγορές ομολόγων, και όχι μόνο. Η ένταξη των ελληνικών ομολόγων στην ποσοτική χαλάρωση, πέραν της μεγάλης μείωσης του κόστους δανεισμού που εκτιμάται ότι θα φέρει, θα στείλει σε κάθε πιθανό αποδέκτη ένα ισχυρό μήνυμα ότι η ελληνική οικονομία έχει γυρίσει σελίδα. Αλλωστε, οι ξένοι επενδυτές έχουν ξεκαθαρίσει ότι δεν προτίθενται να αγγίξουν ξανά την Ελλάδα πριν να δουν τον Μάριο Ντράγκι να αγοράζει τα ομόλογα της χώρας.

Ομως τώρα, με τη Φρανκφούρτη να ανοίγει αιφνιδιαστικά τη συζήτηση γύρω από τη λήξη του QE και με τις καθυστερήσεις στις διαπραγματεύσεις με τους πιστωτές να μεταθέτουν τις μεγάλες αποφάσεις για την Ελλάδα ενδεχομένως για μετά τις γερμανικές εκλογές, η Αθήνα κινδυνεύει ξαφνικά να δει τις ελπίδες της για ένταξη στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης να διαψεύδονται.

Η αποκάλυψη του Bloomberg ότι στη Φρανκφούρτη έχουν ήδη αρχίσει να σχεδιάζουν το πώς θα γίνει η σταδιακή επιβράδυνση του προγράμματος ποσοτικής χαλάρωσης, καθώς αυτό οδεύει προς τη λήξη του, προκάλεσε αναστάτωση στις αγορές. Παρότι ο αρχικός σχεδιασμός προβλέπει τη λήξη του QE τον Μάρτιο του 2017, η αγορά είναι εδώ και καιρό πεπεισμένη ότι το πρόγραμμα θα πάρει παράταση. Ωστόσο, η δήλωση του Μάριο Ντράγκι πριν από έναν μήνα ότι τα μέλη του Δ.Σ. της ΕΚΤ δεν έχουν συζητήσει το θέμα αυτό σε συνδυασμό με τις τελευταίες πληροφορίες του Bloomberg ανατρέπουν πλήρως το σκηνικό.

Εν μέσω έντονων πολιτικών αντιδράσεων για το QE (είναι γνωστό, άλλωστε, ότι οι σχέσεις Γερμανίας - ΕΚΤ είναι πλέον πολεμικές) αλλά και αμφιβολιών για την αποτελεσματικότητά του, οι αναλυτές αναγνωρίζουν πλέον ότι το πρόγραμμα αγοράς τίτλων ενδέχεται να τελειώσει νωρίτερα από ό,τι περίμεναν.

Οι δυσοίωνες προβλέψεις της Barclays και η ευκαιρία που δεν πρέπει να χαθεί

Εκθεση της Barclays προβλέπει ότι το πρόγραμμα θα πάρει παράταση μόνο 6 έως 9 μηνών, κάτι που σημαίνει ότι θα συνεχιστεί έως τον Σεπτέμβριο ή τον Δεκέμβριο του 2017. Εάν το νέο αυτό χρονοδιάγραμμα επιβεβαιωθεί, τότε η Αθήνα διατρέχει έναν πολύ πραγματικό κίνδυνο να μην ενταχθεί ποτέ στο QE. Στις τελευταίες αναλύσεις των ξένων επενδυτικών οίκων έχει αρχίσει να κερδίζει έδαφος το σενάριο που θέλει όλες τις σημαντικές αποφάσεις για την Ελλάδα -χρέος και QE- να μετατίθενται για μετά τις γερμανικές εκλογές, που θα πραγματοποιηθούν το φθινόπωρο του 2017.

Τόσο η Deutsche Bank όσο και η Barclays προειδοποιούν τις τελευταίες ημέρες ότι οι πιστωτές θα είναι απρόθυμοι να εφαρμόσουν τα μέτρα ελάφρυνσης του ελληνικού χρέους πριν από τον επόμενο Σεπτέμβριο, με δεδομένο ότι η εκλογική ατζέντα της Ευρώπης είναι «γεμάτη» έως τότε. Και, ως γνωστόν, η ΕΚΤ έχει ξεκαθαρίσει ότι δεν προτίθεται να αγοράσει ελληνικά ομόλογα πριν να έχει διασφαλιστεί η βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους. Επειτα από αυτά, κανείς καταλαβαίνει γιατί οι αναλυτές της Barclays εξέδωσαν την Τετάρτη έκθεση υπό τον τίτλο «Το QE της Ελλάδας: Ενα σχεδόν σισύφειο έργο».

Εάν το πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης λήξει προτού τα ελληνικά ομόλογα προλάβουν να ενταχθούν σε αυτό, η Αθήνα θα έχει χάσει μια τεράστια ευκαιρία. Οπως έλεγε πρόσφατα στην «Ε» στέλεχος κορυφαίου αμερικανικού οίκου, η συμμετοχή στο QE μπορεί να ρίξει το κόστος δανεισμού της χώρας από τα σημερινά επίπεδα του 8,2% ακόμα και κάτω από το 5%. Κάτι τέτοιο θα ήταν αρκετό για να «ξεκλειδώσει» τις αγορές ομολόγων, καθιστώντας εφικτό τον στόχο της Αθήνας για μία ή δύο δοκιμαστικές ομολογιακές εκδόσεις μέσα στο 2017.

Περιμένουν τον Ντράγκι οι επενδυτές

Οι ξένοι επενδυτές έχουν ξεκαθαρίσει ότι απαραίτητη προϋπόθεση για να επιστρέψουν στην Ελλάδα είναι η συμμετοχή της χώρας στην ποσοτική χαλάρωση. «Οι κουρασμένοι επενδυτές θέλουν πρώτα να αγοράσει Ελλάδα ο Ντράγκι, πριν να αγοράσουν εκείνοι», ήταν ο τίτλος πρόσφατου ρεπορτάζ του Bloomberg.

Αλλωστε, η Bank of America - Merrill Lynch ξεκαθάριζε σε έκθεσή της την Πέμπτη ότι το τέλος του QE θα είναι πρόβλημα κυρίως για την περιφέρεια. Σε μια τέτοια περίπτωση, ο οίκος συστήνει short στα ομόλογα της περιφέρειας, καθώς προειδοποιεί ότι «η βιωσιμότητα των ισολογισμών του δημόσιου και του ιδιωτικού τομέα της περιφέρειας βρίσκεται σε κίνδυνο χωρίς το QE».