ΕΚΤΑΚΤΗ ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
Άλμα προς τα εμπρός επιχειρεί η Ελλάδα - «Χρυσές» προοπτικές βλέπει η Merrill Lynch
«Φτερά» από την αιφνιδιαστική αναβάθμιση του αξιόχρεου από την S&P, ενώ ξεκινά η διαδικασία του Ταμείου Ανάκαμψης
Η επιτάχυνση του προγράµµατος των εµβολιασµών, η προσδοκία ότι η έξοδος από το «τούνελ» είναι πλέον ορατή,
Ταµείου Ανάκαµψης και η επιβράβευση από τις αγορές των έως τώρα κινήσεων σε ένα πρωτόγνωρα δυσµενές περιβάλλον ενισχύουν την πεποίθηση της Αθήνας ότι τα χειρότερα είναι πράγµατι πίσω µας. Η αναβάθµιση από την S&P µπορεί να αιφνιδίασε τους υπολοίπους, αλλά, σύµφωνα µε πληροφορίες, στο οικονοµικό επιτελείο και στο Μέγαρο Μαξίµου ήταν προ πολλού ενήµεροι γι’ αυτήν τη θετική εξέλιξη, η οποία «σπρώχνει» µε ταχύτητα την Ελλάδα προς την επενδυτική βαθµίδα. Αυτό ακριβώς το ορόσηµο -εκτιµάται περίπου στο τέλος της επόµενης χρονιάς- θα είναι το επιστέγασµα µιας προσπάθειας που στην πραγµατικότητα ξεκινά τώρα.
Οι προκλήσεις µπροστά δεν είναι λίγες, καθώς σε αυτό το κρίσιµο δίµηνο θα πρέπει να κερδηθεί το στοίχηµα της οµαλής µετάβασης στη µετα-COVID εποχή, µε µέτρα στήριξης που συνολικά για φέτος πιθανότατα θα ξεπεράσουν τελικά τα 15 δισ. ευρώ. Ωστόσο, αφενός η ανακοίνωση του «οδικού χάρτη» των φοροελαφρύνσεων της διετίας 2021-2022 έχει ως στόχο να παγιώσει την αίσθηση στην αγορά ότι ανοίγει ο ενάρετος κύκλος της οικονοµίας, αφετέρου η υποβολή ενός Σχεδίου-µαµούθ στις Βρυξέλλες για την επόµενη πενταετία επιχειρεί να στείλει το µήνυµα ότι η διαχείριση των επιπτώσεων της πρωτοφανούς κρίσης δίνει τη θέση της στην εφαρµογή του πλάνου αναδιάρθρωσης της δοµής και λειτουργίας της χώρας. Η ευκαιρία που δίνουν, άλλωστε, αυτά τα περίπου 95 δισ. ευρώ νέων κεφαλαίων υπερβαίνει τα ιστορικά προηγούµενα και έχει γίνει σαφές ότι δεν επιτρέπονται λάθη, αστοχίες και φαινόµενα που χαρακτήρισαν ένα όχι και τόσο µακρινό παρελθόν.
«Η Ελλάδα έχει να περιµένει πολλά θετικά. Περιµένουµε από την οικονοµία να ανακάµψει γρήγορα, καθώς µια κρίσιµη µάζα ανθρώπων εµβολιάζεται και η κανονική δραστηριότητα αποκαθίσταται. Το Ταµείο Ανάκαµψης θα παράσχει έναν τεράστιο όγκο επιδοτήσεων και φθηνών δανείων για να υποστηρίξει την ανάκαµψη. Ενας αριθµός µεγάλων επενδύσεων, που βρίσκονται εν αναµονή, τελικά θα µπορέσουν να υλοποιηθούν. Στο µεταξύ, οι πολιτικές της ΕΚΤ θα διατηρήσουν τα επιτόκια σε ιστορικά χαµηλά. Επειτα από δέκα χρόνια κρίσης και µια πρωτοφανή πανδηµία στη σύγχρονη Ιστορία, µπορούµε εν τέλει να πούµε ότι τα χειρότερα είναι πιθανότατα πίσω µας. Παρά ταύτα, η βασική κληρονοµιά των σοκ που υπέστη η Ελλάδα είναι το µεγάλο χρέος, πολύ πάνω από τα επίπεδα της προ 10 ετών κρίσης. Το ∆ΝΤ τώρα εκτιµά ότι το χρέος βρίσκεται στο 210% του ΑΕΠ σε σχέση µε το 185% προ πανδηµίας και το 147% όταν ξεκίνησε η ελληνική κρίση, το 2010. Αυτό δεν αποτελεί πηγή ανησυχίας επί του παρόντος, γιατί η ΕΚΤ αγοράζει ελληνικό χρέος και το κόστος δανεισµού βρίσκεται στα ιστορικά χαµηλότερα επίπεδα, αλλά δεν µπορούµε να υποθέσουµε ότι η ΕΚΤ δεν θα “σφίξει” ποτέ τη νοµισµατική της πολιτική. Επίσης, οι ευρωπαϊκοί δηµοσιονοµικοί κανόνες, που ανεστάλησαν προς το παρόν και πιθανότατα θα αλλάξουν, θα ενεργοποιηθούν την επόµενη χρονιά και θα καλέσουν σε δηµοσιονοµική προσαρµογή. Σε κάθε περίπτωση, ένα τόσο υψηλό χρέος θα κρατήσει εκτεθειµένη την ελληνική οικονοµία σε µελλοντικά σοκ. ∆εν υπάρχει εύκολη διέξοδος. Το να αναµένει κανείς ότι η Ελλάδα θα επαναφέρει το χρέος της στα προ κρίσης επίπεδα µε δηµοσιονοµική πειθαρχία δεν είναι ρεαλιστικό και στην πραγµατικότητα θα ήταν τρέλα. Η Ιταλία έχει όµοια προβλήµατα και το πιο πιθανό είναι ότι θα απαιτηθεί µια λύση σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ενωσης. Αλλά, εν τω µεταξύ, η Ελλάδα θα πρέπει να εστιάσει σε µεταρρυθµίσεις, για να αυξήσει την αναπτυξιακή της δυναµική, να δηµιουργήσει θέσεις εργασίας, να µειώσει τις αδυναµίες και να συνεχίσει να ανακτά αξιοπιστία, προκειµένου να την αξιοποιήσει όταν φτάσει η ώρα για τέτοιες συζητήσεις σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Η ελληνική κυβέρνηση παραµένει αφοσιωµένη σε διαρθρωτικές και φιλοεπενδυτικές µεταρρυθµίσεις, τις οποίες οι αγορές καλωσορίζουν. Κάποιες από αυτές τις µεταρρυθµίσεις έχουν προχωρήσει ήδη, παρά την πανδηµία. Καθώς η οικονοµία ανακάµπτει, είναι ευκαιρία να χτίσει η κυβέρνηση σε αυτήν τη συγκυρία και να προχωρήσει δυναµικά αυτήν τη µεταρρυθµιστική ατζέντα».
Δημοσιεύθηκε στην εφημρίδα Παραπολιτικά τη Μεγάλη Πέμπτη 29 Απριλίου
η «οσµή» από τις πρώτες ροές κονδυλίων του Οι προκλήσεις µπροστά δεν είναι λίγες, καθώς σε αυτό το κρίσιµο δίµηνο θα πρέπει να κερδηθεί το στοίχηµα της οµαλής µετάβασης στη µετα-COVID εποχή, µε µέτρα στήριξης που συνολικά για φέτος πιθανότατα θα ξεπεράσουν τελικά τα 15 δισ. ευρώ. Ωστόσο, αφενός η ανακοίνωση του «οδικού χάρτη» των φοροελαφρύνσεων της διετίας 2021-2022 έχει ως στόχο να παγιώσει την αίσθηση στην αγορά ότι ανοίγει ο ενάρετος κύκλος της οικονοµίας, αφετέρου η υποβολή ενός Σχεδίου-µαµούθ στις Βρυξέλλες για την επόµενη πενταετία επιχειρεί να στείλει το µήνυµα ότι η διαχείριση των επιπτώσεων της πρωτοφανούς κρίσης δίνει τη θέση της στην εφαρµογή του πλάνου αναδιάρθρωσης της δοµής και λειτουργίας της χώρας. Η ευκαιρία που δίνουν, άλλωστε, αυτά τα περίπου 95 δισ. ευρώ νέων κεφαλαίων υπερβαίνει τα ιστορικά προηγούµενα και έχει γίνει σαφές ότι δεν επιτρέπονται λάθη, αστοχίες και φαινόµενα που χαρακτήρισαν ένα όχι και τόσο µακρινό παρελθόν.
Merrill Lynch
Οι ευκαιρίες, οι προκλήσεις, οι αβεβαιότητες και οι «χρυσές» προοπτικές για την «επόµενη ηµέρα» αναδεικνύονται στην ανάλυση του A. Vamvakidis, Managing Director and Global Head of Foreign Exchange Strategy της Bank of America Merrill Lynch, για τα «ΠΑΡΑΠΟΛΙΤΙΚΑ».«Η Ελλάδα έχει να περιµένει πολλά θετικά. Περιµένουµε από την οικονοµία να ανακάµψει γρήγορα, καθώς µια κρίσιµη µάζα ανθρώπων εµβολιάζεται και η κανονική δραστηριότητα αποκαθίσταται. Το Ταµείο Ανάκαµψης θα παράσχει έναν τεράστιο όγκο επιδοτήσεων και φθηνών δανείων για να υποστηρίξει την ανάκαµψη. Ενας αριθµός µεγάλων επενδύσεων, που βρίσκονται εν αναµονή, τελικά θα µπορέσουν να υλοποιηθούν. Στο µεταξύ, οι πολιτικές της ΕΚΤ θα διατηρήσουν τα επιτόκια σε ιστορικά χαµηλά. Επειτα από δέκα χρόνια κρίσης και µια πρωτοφανή πανδηµία στη σύγχρονη Ιστορία, µπορούµε εν τέλει να πούµε ότι τα χειρότερα είναι πιθανότατα πίσω µας. Παρά ταύτα, η βασική κληρονοµιά των σοκ που υπέστη η Ελλάδα είναι το µεγάλο χρέος, πολύ πάνω από τα επίπεδα της προ 10 ετών κρίσης. Το ∆ΝΤ τώρα εκτιµά ότι το χρέος βρίσκεται στο 210% του ΑΕΠ σε σχέση µε το 185% προ πανδηµίας και το 147% όταν ξεκίνησε η ελληνική κρίση, το 2010. Αυτό δεν αποτελεί πηγή ανησυχίας επί του παρόντος, γιατί η ΕΚΤ αγοράζει ελληνικό χρέος και το κόστος δανεισµού βρίσκεται στα ιστορικά χαµηλότερα επίπεδα, αλλά δεν µπορούµε να υποθέσουµε ότι η ΕΚΤ δεν θα “σφίξει” ποτέ τη νοµισµατική της πολιτική. Επίσης, οι ευρωπαϊκοί δηµοσιονοµικοί κανόνες, που ανεστάλησαν προς το παρόν και πιθανότατα θα αλλάξουν, θα ενεργοποιηθούν την επόµενη χρονιά και θα καλέσουν σε δηµοσιονοµική προσαρµογή. Σε κάθε περίπτωση, ένα τόσο υψηλό χρέος θα κρατήσει εκτεθειµένη την ελληνική οικονοµία σε µελλοντικά σοκ. ∆εν υπάρχει εύκολη διέξοδος. Το να αναµένει κανείς ότι η Ελλάδα θα επαναφέρει το χρέος της στα προ κρίσης επίπεδα µε δηµοσιονοµική πειθαρχία δεν είναι ρεαλιστικό και στην πραγµατικότητα θα ήταν τρέλα. Η Ιταλία έχει όµοια προβλήµατα και το πιο πιθανό είναι ότι θα απαιτηθεί µια λύση σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ενωσης. Αλλά, εν τω µεταξύ, η Ελλάδα θα πρέπει να εστιάσει σε µεταρρυθµίσεις, για να αυξήσει την αναπτυξιακή της δυναµική, να δηµιουργήσει θέσεις εργασίας, να µειώσει τις αδυναµίες και να συνεχίσει να ανακτά αξιοπιστία, προκειµένου να την αξιοποιήσει όταν φτάσει η ώρα για τέτοιες συζητήσεις σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Η ελληνική κυβέρνηση παραµένει αφοσιωµένη σε διαρθρωτικές και φιλοεπενδυτικές µεταρρυθµίσεις, τις οποίες οι αγορές καλωσορίζουν. Κάποιες από αυτές τις µεταρρυθµίσεις έχουν προχωρήσει ήδη, παρά την πανδηµία. Καθώς η οικονοµία ανακάµπτει, είναι ευκαιρία να χτίσει η κυβέρνηση σε αυτήν τη συγκυρία και να προχωρήσει δυναµικά αυτήν τη µεταρρυθµιστική ατζέντα».
Δημοσιεύθηκε στην εφημρίδα Παραπολιτικά τη Μεγάλη Πέμπτη 29 Απριλίου