Αντίθετη στο Σύνταγμα κρίθηκε από την Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας η 20ετής παραγραφή των αξιώσεων για την καταβολή εισφορών των εντασσόμενων στον ΕΦΚΑ  φορέων κοινωνικής ασφάλισης. Κατά συνέπεια, ισχύει η 10ετής παραγραφή.

Συγκεκριμένα, με την απόφαση της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας, η οποία εκδόθηκε στο πλαίσιο της διαδικασίας της πιλοτικής δίκης, κρίθηκε-κατά πλειοψηφία- πως ο θεσπισθείς με το άρθρο 95 παρ. 1 του νόμου 4387/2016 γενικός κανόνας της εικοσαετούς παραγραφής των αξιώσεων για την καταβολή εισφορών των εντασσόμενων στον Ε.Φ.Κ.Α. φορέων κοινωνικής ασφάλισης, αντίκειται στις συνταγματικές αρχές της αναλογικότητας και της ασφάλειας δικαίου.

Στην απόφαση του ΣτΕ επισημαίνεται ότι το επίμαχο άρθρο 95 του εν λόγω νόμου του 2016 «αντίκειται στην αρχή της αναλογικότητας, καθόσον χρόνος παραγραφής 20 ετών δεν συνιστά εύλογη διάρκεια της οικείας προθεσμίας, η οποία απαιτείται να είναι σχετικά σύντομη, δεδομένης και της αυξανόμενης ταχύτητας και πολυπλοκότητας των σύγχρονων βιοτικών σχέσεων και συναλλαγών, που αξιώνουν, κατ’ αρχήν, ταχεία εκκαθάριση των εκάστοτε τρεχουσών υποχρεώσεων των διοικουμένων».

Αναφορικά με την οργάνωση και τη λειτουργία των ασφαλιστικών φορέων, επισημαίνει το ΣτΕ ότι «ο προβλεπόμενος χρόνος παραγραφής πρέπει να επαρκεί, ώστε, με τη συνδρομή και των σύγχρονων δυνατοτήτων της τεχνολογίας, να διενεργούνται, στο πλαίσιο της ορθολογικής οργάνωσής τους, επίκαιροι και αποτελεσματικοί, από την άποψη της εισπραξιμότητας, έλεγχοι με στόχο την προστασία του ασφαλιστικού κεφαλαίου και τη διασφάλιση της βιωσιμότητάς τους, χωρίς να εκτείνεται σε μεγάλη διάρκεια, η οποία, λόγω της χρονικής απόστασης από την παράβαση δεν συμβάλλει στην ορθή, κατά το χρόνο ισχύος της, εφαρμογή της διαρκώς μεταβαλλόμενης ασφαλιστικής νομοθεσίας και τη δημιουργία συνείδησης συμμόρφωσης προς αυτή, οδηγεί αναγκαίως, δεδομένης και της σοβαρής υποστελέχωσης των υπηρεσιών, σε ανεπίκαιρους και για το λόγο αυτό μειωμένης εισπραξιμότητας ελέγχους, συνεπάγεται μη διαχειρίσιμο φόρτο για τις υπηρεσίες και, ενδεχομένως, ενθαρρύνει την απραξία των ασφαλιστικών φορέων».

Παράλληλα τονίζει η πλειοψηφία του ΣτΕ πως για τους βεβαρημένους με τις ασφαλιστικές εισφορές υπόχρεους «ο χρόνος της παραγραφής απαιτείται να είναι ο αναγκαίος, ώστε, αφενός, να διασφαλίζεται το δικαίωμα άμυνας αυτών έναντι δυσχερειών απόδειξης περιστατικών αναγόμενων στο απώτερο παρελθόν, αφετέρου δε να μην οδηγούνται οι οφειλέτες σε οικονομική εξουθένωση λόγω της υποχρέωσης ταυτόχρονης καταβολής συσσωρευμένων οφειλών περισσότερων ετών, με περαιτέρω δυσμενείς επιπτώσεις στην απασχόληση και την εθνική οικονομία γενικότερα».

Επιπλέον, οι δικαστές του Ανωτάτου Ακυρωτικού Δικαστηρίου τονίζουν πως «η μη καταβολή ή πλημμελής καταβολή ασφαλιστικών εισφορών δεν συνδέεται αναγκαίως με πρόθεση αποφυγής τους, αλλά δύναται να οφείλεται σε δυσχέρειες κατά την ερμηνεία της ασφαλιστικής νομοθεσίας, αποτέλεσμα των συνεχών τροποποιήσεων και του κατακερματισμού των επί μέρους ρυθμίσεών της».

Η μειοψηφία της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας αντίθετα εξέφρασε την άποψη ότι η εικοσαετής γενική παραγραφή, που θεσπίζεται με το άρθρο 95 παρ. 1 του ν. 4387/2016, δεν αντίκειται σε καμία συνταγματική ή υπερνομοθετικής ισχύος διάταξη και αρχή.