ΕΚΤΑΚΤΗ ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
ΕΚΤ: Τέλος το πρόγραμμα αγοράς ομολόγων - Τι θα ισχύσει για τα ομόλογα του ελληνικού δημοσίου
Το ΔΣ της ΕΚΤ αποφάσισε επίσης ότι το επιτόκιο των πράξεων κύριας αναχρηματοδότησης καθώς και τα επιτόκια της διευκόλυνσης οριακής χρηματοδότησης και της διευκόλυνσης αποδοχής καταθέσεων θα παραμείνουν αμετάβλητα σε 0,00%, 0,25% και -0,50% αντιστοίχως
Το Διοικητικό Συμβούλιο
ΕΚΤ αποφάσισε να τερματίσει το πρόγραμμα αγοράς ομολόγων (APP) την 1η Ιουλίου του 2022. Αποφάσισε παράλληλα την αύξηση των βασικών επιτοκίων της κατά 25 μονάδες βάσης στα τέλη Ιουλίου.
Το ΔΣ της ΕΚΤ αποφάσισε επίσης ότι το επιτόκιο των πράξεων κύριας αναχρηματοδότησης καθώς και τα επιτόκια της διευκόλυνσης οριακής χρηματοδότησης και της διευκόλυνσης αποδοχής καταθέσεων θα παραμείνουν αμετάβλητα σε 0,00%, 0,25% και -0,50% αντιστοίχως.
Η ΕΚΤ χαρακτηρίζει τον πληθωρισμό, που κυμαίνεται σε υπερτετραπλάσια επίπεδα του στόχου του 2%, ως την «μεγαλύτερη πρόκληση» για το επόμενο διάστημα. Στο πλαίσιο αυτό, αποφάσισε να προβεί, όπως αναμενόταν, σε σύσφιξη της νομισματικής πολιτικής της, στα πρότυπα της Fed στις ΗΠΑ και τις Bank of England στο Ηνωμένο Βασίλειο.
«Πρόκληση» ο πληθωρισμός
Ο υψηλός πληθωρισμός είναι μια μεγάλη πρόκληση για όλους μας. Το Διοικητικό Συμβούλιο θα διασφαλίσει ότι ο πληθωρισμός θα επιστρέψει στο στόχο του 2% μεσοπρόθεσμα, επισημαίνει στην ανακοίνωσή της η ΕΚΤ.
Όπως τονίζεται στην ανακοίνωση, τον Μάιο ο πληθωρισμός αυξήθηκε και πάλι σημαντικά, κυρίως λόγω της εκτίναξης των τιμών της ενέργειας και των τροφίμων, μεταξύ άλλων λόγω των επιπτώσεων του πολέμου στην Ουκρανία. Ωστόσο, οι πληθωριστικές πιέσεις έχουν διευρυνθεί και ενταθεί, με τις τιμές για πολλά αγαθά και υπηρεσίες να αυξάνονται έντονα. Ως εκ τούτου, αναθεωρήθηκαν σημαντικά οι προβλέψεις για τον πληθωρισμό. Αυτές οι προβλέψεις δείχνουν ότι ο πληθωρισμός θα παραμείνει ανεπιθύμητα αυξημένος για κάποιο χρονικό διάστημα. Ωστόσο, η συγκράτηση του ενεργειακού κόστους, η χαλάρωση των διαταραχών του εφοδιασμού που σχετίζονται με την πανδημία και η ομαλοποίηση της νομισματικής πολιτικής αναμένεται να οδηγήσουν σε μείωση του πληθωρισμού. Οι νέες προβλέψεις του προσωπικού προβλέπουν ετήσιο πληθωρισμό στο 6,8% το 2022, προτού αναμένεται να μειωθεί στο 3,5% το 2023 και στο 2,1% το 2024 – υψηλότερο από ό,τι στις προβλέψεις του Μαρτίου. Αυτό σημαίνει ότι ο συνολικός πληθωρισμός στο τέλος του ορίζοντα προβολής προβλέπεται να είναι ελαφρώς πάνω από τον στόχο του Διοικητικού Συμβουλίου. Ο πληθωρισμός χωρίς την ενέργεια και τα τρόφιμα προβλέπεται να είναι κατά μέσο όρο 3,3% το 2022, 2,8% το 2023 και 2,3% το 2024 – επίσης πάνω από τις προβλέψεις του Μαρτίου.
Η αδικαιολόγητη επιθετικότητα της Ρωσίας προς την Ουκρανία συνεχίζει να επιβαρύνει την οικονομία στην Ευρώπη και όχι μόνο, τονίζει η ΕΚΤ. Διαταράσσει το εμπόριο, οδηγεί σε ελλείψεις υλικών και συμβάλλει σε υψηλές τιμές ενέργειας και εμπορευμάτων. Αυτοί οι παράγοντες θα συνεχίσουν να επηρεάζουν την εμπιστοσύνη και να περιορίζουν την ανάπτυξη, ειδικά βραχυπρόθεσμα. Ωστόσο, υπάρχουν οι προϋποθέσεις για να συνεχίσει να αναπτύσσεται η οικονομία λόγω του συνεχιζόμενου ανοίγματος της οικονομίας, μιας ισχυρής αγοράς εργασίας, της δημοσιονομικής στήριξης και των αποταμιεύσεων που συσσωρεύτηκαν κατά τη διάρκεια της πανδημίας. Προβλέπεται ωστόσο ότι στην πορεία η οικονομική δραστηριότητα θα ανακάμψει ξανά. Αυτή η προοπτική αντανακλάται σε γενικές γραμμές στις προβλέψεις του Ευρωσυστήματος, οι οποίες προβλέπουν ετήσια αύξηση του πραγματικού ΑΕΠ σε 2,8% το 2022, 2,1% το 2023 και 2,1% το 2024. Σε σύγκριση με τις προβλέψεις του Μαρτίου, οι προοπτικές αναθεωρήθηκαν σημαντικά προς τα κάτω για το 2023 και το 202 , ενώ για το 2024 έχει αναθεωρηθεί προς τα πάνω.
Με βάση την επικαιροποιημένη αξιολόγησή του, το Διοικητικό Συμβούλιο αποφάσισε να λάβει περαιτέρω μέτρα για την ομαλοποίηση της νομισματικής του πολιτικής. Καθ’ όλη τη διάρκεια αυτής της διαδικασίας, το Διοικητικό Συμβούλιο θα διατηρήσει την προαιρετικότητα, την εξάρτηση από τα δεδομένα, τη σταδιακή και ευελιξία κατά την άσκηση της νομισματικής πολιτικής.
Αγορές ομολόγων: Λήξη του APP τον Ιούλιο – Τουλάχιστον ως το 2024 το PEPP
Το Διοικητικό Συμβούλιο της ΕΚΤ αποφάσισε να τερματίσει τις καθαρές αγορές περιουσιακών στοιχείων στο πλαίσιο του προγράμματος αγοράς περιουσιακών στοιχείων του (APP) από την 1η Ιουλίου 2022. Το Διοικητικό Συμβούλιο σκοπεύει να συνεχίσει να επανεπενδύει, πλήρως, τις κύριες πληρωμές από τίτλους λήξεως που αγοράστηκαν στο πλαίσιο του APP για εκτεταμένη χρονική περίοδο πέραν της ημερομηνίας κατά την οποία αρχίζει να αυξάνει τα βασικά επιτόκια της ΕΚΤ και, σε κάθε περίπτωση, για όσο διάστημα είναι απαραίτητο για τη διατήρηση άφθονων συνθηκών ρευστότητας και κατάλληλης κατεύθυνσης νομισματικής πολιτικής.
Όσον αφορά το πρόγραμμα αγοράς έκτακτης ανάγκης για πανδημία (PEPP), το Διοικητικό Συμβούλιο σκοπεύει να επανεπενδύσει τις πληρωμές κεφαλαίων από τίτλους λήξεως που αγοράστηκαν στο πλαίσιο του προγράμματος τουλάχιστον έως το τέλος του 2024. Σε κάθε περίπτωση, η μελλοντική μετατροπή του χαρτοφυλακίου PEPP θα είναι κατόρθωσε να αποφύγει την παρέμβαση στην κατάλληλη κατεύθυνση της νομισματικής πολιτικής.
Σε περίπτωση ανανεωμένου κατακερματισμού της αγοράς που σχετίζεται με την πανδημία, οι επανεπενδύσεις PEPP μπορούν να προσαρμόζονται με ευελιξία ανά πάσα στιγμή, σε σχέση με το χρόνο, τις κατηγορίες περιουσιακών στοιχείων και τις δικαιοδοσίες. Αυτό θα μπορούσε να περιλαμβάνει την αγορά ομολόγων που εκδίδονται από την Ελληνική Δημοκρατία πέρα από τις μετατροπές εξαγορών, προκειμένου να αποφευχθεί η διακοπή των αγορών στη δικαιοδοσία αυτή, η οποία θα μπορούσε να βλάψει τη μετάδοση της νομισματικής πολιτικής στην ελληνική οικονομία ενώ εξακολουθεί να ανακάμπτει από τις επιπτώσεις από την πανδημία. Οι καθαρές αγορές στο πλαίσιο του PEPP θα μπορούσαν επίσης να επαναληφθούν, εάν είναι απαραίτητο, για την αντιμετώπιση αρνητικών σοκ που σχετίζονται με την πανδημία.
Οι αυξήσεις στα επιτόκια
Το Διοικητικό Συμβούλιο προέβη σε προσεκτική επανεξέταση των προϋποθέσεων που, σύμφωνα με τις μελλοντικές οδηγίες του, θα πρέπει να πληρούνται προτού αρχίσει να αυξάνει τα βασικά επιτόκια της ΕΚΤ. Ως αποτέλεσμα αυτής της αξιολόγησης, το Διοικητικό Συμβούλιο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις αυτές.
Ως εκ τούτου, και σύμφωνα με την ακολουθία πολιτικής του Διοικητικού Συμβουλίου, το Διοικητικό Συμβούλιο σκοπεύει να αυξήσει τα βασικά επιτόκια της ΕΚΤ κατά 25 μονάδες βάσης στη σύνοδο νομισματικής πολιτικής του Ιουλίου. Εν τω μεταξύ, το Διοικητικό Συμβούλιο αποφάσισε να διατηρήσει αμετάβλητα το επιτόκιο των πράξεων κύριας αναχρηματοδότησης και τα επιτόκια της διευκόλυνσης οριακής χρηματοδότησης και της διευκόλυνσης καταθέσεων στο 0,00%, 0,25% και -0,50% αντίστοιχα.
Κοιτάζοντας περαιτέρω το μέλλον, το Διοικητικό Συμβούλιο αναμένει να αυξήσει εκ νέου τα βασικά επιτόκια της ΕΚΤ τον Σεπτέμβριο. Η βαθμονόμηση αυτής της αύξησης του επιτοκίου θα εξαρτηθεί από τις ενημερωμένες μεσοπρόθεσμες προοπτικές για τον πληθωρισμό. Εάν οι μεσοπρόθεσμες προοπτικές για τον πληθωρισμό επιμείνουν ή επιδεινωθούν, θα ενδείκνυται μεγαλύτερη αύξηση στη συνεδρίαση του Σεπτεμβρίου.
Πέρα από τον Σεπτέμβριο, με βάση την τρέχουσα αξιολόγησή του, το Διοικητικό Συμβούλιο αναμένει ότι θα είναι κατάλληλη μια σταδιακή αλλά σταθερή πορεία περαιτέρω αυξήσεων των επιτοκίων. Σύμφωνα με τη δέσμευση του Διοικητικού Συμβουλίου για τον μεσοπρόθεσμο στόχο του 2%, ο ρυθμός με τον οποίο το Διοικητικό Συμβούλιο θα προσαρμόσει τη νομισματική του πολιτική θα εξαρτηθεί από τα εισερχόμενα δεδομένα και τον τρόπο με τον οποίο αξιολογεί τον πληθωρισμό για την ανάπτυξη μεσοπρόθεσμα.
της Το ΔΣ της ΕΚΤ αποφάσισε επίσης ότι το επιτόκιο των πράξεων κύριας αναχρηματοδότησης καθώς και τα επιτόκια της διευκόλυνσης οριακής χρηματοδότησης και της διευκόλυνσης αποδοχής καταθέσεων θα παραμείνουν αμετάβλητα σε 0,00%, 0,25% και -0,50% αντιστοίχως.
Η ΕΚΤ χαρακτηρίζει τον πληθωρισμό, που κυμαίνεται σε υπερτετραπλάσια επίπεδα του στόχου του 2%, ως την «μεγαλύτερη πρόκληση» για το επόμενο διάστημα. Στο πλαίσιο αυτό, αποφάσισε να προβεί, όπως αναμενόταν, σε σύσφιξη της νομισματικής πολιτικής της, στα πρότυπα της Fed στις ΗΠΑ και τις Bank of England στο Ηνωμένο Βασίλειο.
«Πρόκληση» ο πληθωρισμός
Ο υψηλός πληθωρισμός είναι μια μεγάλη πρόκληση για όλους μας. Το Διοικητικό Συμβούλιο θα διασφαλίσει ότι ο πληθωρισμός θα επιστρέψει στο στόχο του 2% μεσοπρόθεσμα, επισημαίνει στην ανακοίνωσή της η ΕΚΤ.Όπως τονίζεται στην ανακοίνωση, τον Μάιο ο πληθωρισμός αυξήθηκε και πάλι σημαντικά, κυρίως λόγω της εκτίναξης των τιμών της ενέργειας και των τροφίμων, μεταξύ άλλων λόγω των επιπτώσεων του πολέμου στην Ουκρανία. Ωστόσο, οι πληθωριστικές πιέσεις έχουν διευρυνθεί και ενταθεί, με τις τιμές για πολλά αγαθά και υπηρεσίες να αυξάνονται έντονα. Ως εκ τούτου, αναθεωρήθηκαν σημαντικά οι προβλέψεις για τον πληθωρισμό. Αυτές οι προβλέψεις δείχνουν ότι ο πληθωρισμός θα παραμείνει ανεπιθύμητα αυξημένος για κάποιο χρονικό διάστημα. Ωστόσο, η συγκράτηση του ενεργειακού κόστους, η χαλάρωση των διαταραχών του εφοδιασμού που σχετίζονται με την πανδημία και η ομαλοποίηση της νομισματικής πολιτικής αναμένεται να οδηγήσουν σε μείωση του πληθωρισμού. Οι νέες προβλέψεις του προσωπικού προβλέπουν ετήσιο πληθωρισμό στο 6,8% το 2022, προτού αναμένεται να μειωθεί στο 3,5% το 2023 και στο 2,1% το 2024 – υψηλότερο από ό,τι στις προβλέψεις του Μαρτίου. Αυτό σημαίνει ότι ο συνολικός πληθωρισμός στο τέλος του ορίζοντα προβολής προβλέπεται να είναι ελαφρώς πάνω από τον στόχο του Διοικητικού Συμβουλίου. Ο πληθωρισμός χωρίς την ενέργεια και τα τρόφιμα προβλέπεται να είναι κατά μέσο όρο 3,3% το 2022, 2,8% το 2023 και 2,3% το 2024 – επίσης πάνω από τις προβλέψεις του Μαρτίου.
Η αδικαιολόγητη επιθετικότητα της Ρωσίας προς την Ουκρανία συνεχίζει να επιβαρύνει την οικονομία στην Ευρώπη και όχι μόνο, τονίζει η ΕΚΤ. Διαταράσσει το εμπόριο, οδηγεί σε ελλείψεις υλικών και συμβάλλει σε υψηλές τιμές ενέργειας και εμπορευμάτων. Αυτοί οι παράγοντες θα συνεχίσουν να επηρεάζουν την εμπιστοσύνη και να περιορίζουν την ανάπτυξη, ειδικά βραχυπρόθεσμα. Ωστόσο, υπάρχουν οι προϋποθέσεις για να συνεχίσει να αναπτύσσεται η οικονομία λόγω του συνεχιζόμενου ανοίγματος της οικονομίας, μιας ισχυρής αγοράς εργασίας, της δημοσιονομικής στήριξης και των αποταμιεύσεων που συσσωρεύτηκαν κατά τη διάρκεια της πανδημίας. Προβλέπεται ωστόσο ότι στην πορεία η οικονομική δραστηριότητα θα ανακάμψει ξανά. Αυτή η προοπτική αντανακλάται σε γενικές γραμμές στις προβλέψεις του Ευρωσυστήματος, οι οποίες προβλέπουν ετήσια αύξηση του πραγματικού ΑΕΠ σε 2,8% το 2022, 2,1% το 2023 και 2,1% το 2024. Σε σύγκριση με τις προβλέψεις του Μαρτίου, οι προοπτικές αναθεωρήθηκαν σημαντικά προς τα κάτω για το 2023 και το 202 , ενώ για το 2024 έχει αναθεωρηθεί προς τα πάνω.
Με βάση την επικαιροποιημένη αξιολόγησή του, το Διοικητικό Συμβούλιο αποφάσισε να λάβει περαιτέρω μέτρα για την ομαλοποίηση της νομισματικής του πολιτικής. Καθ’ όλη τη διάρκεια αυτής της διαδικασίας, το Διοικητικό Συμβούλιο θα διατηρήσει την προαιρετικότητα, την εξάρτηση από τα δεδομένα, τη σταδιακή και ευελιξία κατά την άσκηση της νομισματικής πολιτικής.
Αγορές ομολόγων: Λήξη του APP τον Ιούλιο – Τουλάχιστον ως το 2024 το PEPP
Το Διοικητικό Συμβούλιο της ΕΚΤ αποφάσισε να τερματίσει τις καθαρές αγορές περιουσιακών στοιχείων στο πλαίσιο του προγράμματος αγοράς περιουσιακών στοιχείων του (APP) από την 1η Ιουλίου 2022. Το Διοικητικό Συμβούλιο σκοπεύει να συνεχίσει να επανεπενδύει, πλήρως, τις κύριες πληρωμές από τίτλους λήξεως που αγοράστηκαν στο πλαίσιο του APP για εκτεταμένη χρονική περίοδο πέραν της ημερομηνίας κατά την οποία αρχίζει να αυξάνει τα βασικά επιτόκια της ΕΚΤ και, σε κάθε περίπτωση, για όσο διάστημα είναι απαραίτητο για τη διατήρηση άφθονων συνθηκών ρευστότητας και κατάλληλης κατεύθυνσης νομισματικής πολιτικής.Όσον αφορά το πρόγραμμα αγοράς έκτακτης ανάγκης για πανδημία (PEPP), το Διοικητικό Συμβούλιο σκοπεύει να επανεπενδύσει τις πληρωμές κεφαλαίων από τίτλους λήξεως που αγοράστηκαν στο πλαίσιο του προγράμματος τουλάχιστον έως το τέλος του 2024. Σε κάθε περίπτωση, η μελλοντική μετατροπή του χαρτοφυλακίου PEPP θα είναι κατόρθωσε να αποφύγει την παρέμβαση στην κατάλληλη κατεύθυνση της νομισματικής πολιτικής.
Σε περίπτωση ανανεωμένου κατακερματισμού της αγοράς που σχετίζεται με την πανδημία, οι επανεπενδύσεις PEPP μπορούν να προσαρμόζονται με ευελιξία ανά πάσα στιγμή, σε σχέση με το χρόνο, τις κατηγορίες περιουσιακών στοιχείων και τις δικαιοδοσίες. Αυτό θα μπορούσε να περιλαμβάνει την αγορά ομολόγων που εκδίδονται από την Ελληνική Δημοκρατία πέρα από τις μετατροπές εξαγορών, προκειμένου να αποφευχθεί η διακοπή των αγορών στη δικαιοδοσία αυτή, η οποία θα μπορούσε να βλάψει τη μετάδοση της νομισματικής πολιτικής στην ελληνική οικονομία ενώ εξακολουθεί να ανακάμπτει από τις επιπτώσεις από την πανδημία. Οι καθαρές αγορές στο πλαίσιο του PEPP θα μπορούσαν επίσης να επαναληφθούν, εάν είναι απαραίτητο, για την αντιμετώπιση αρνητικών σοκ που σχετίζονται με την πανδημία.
Οι αυξήσεις στα επιτόκια
Το Διοικητικό Συμβούλιο προέβη σε προσεκτική επανεξέταση των προϋποθέσεων που, σύμφωνα με τις μελλοντικές οδηγίες του, θα πρέπει να πληρούνται προτού αρχίσει να αυξάνει τα βασικά επιτόκια της ΕΚΤ. Ως αποτέλεσμα αυτής της αξιολόγησης, το Διοικητικό Συμβούλιο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις αυτές.Ως εκ τούτου, και σύμφωνα με την ακολουθία πολιτικής του Διοικητικού Συμβουλίου, το Διοικητικό Συμβούλιο σκοπεύει να αυξήσει τα βασικά επιτόκια της ΕΚΤ κατά 25 μονάδες βάσης στη σύνοδο νομισματικής πολιτικής του Ιουλίου. Εν τω μεταξύ, το Διοικητικό Συμβούλιο αποφάσισε να διατηρήσει αμετάβλητα το επιτόκιο των πράξεων κύριας αναχρηματοδότησης και τα επιτόκια της διευκόλυνσης οριακής χρηματοδότησης και της διευκόλυνσης καταθέσεων στο 0,00%, 0,25% και -0,50% αντίστοιχα.
Κοιτάζοντας περαιτέρω το μέλλον, το Διοικητικό Συμβούλιο αναμένει να αυξήσει εκ νέου τα βασικά επιτόκια της ΕΚΤ τον Σεπτέμβριο. Η βαθμονόμηση αυτής της αύξησης του επιτοκίου θα εξαρτηθεί από τις ενημερωμένες μεσοπρόθεσμες προοπτικές για τον πληθωρισμό. Εάν οι μεσοπρόθεσμες προοπτικές για τον πληθωρισμό επιμείνουν ή επιδεινωθούν, θα ενδείκνυται μεγαλύτερη αύξηση στη συνεδρίαση του Σεπτεμβρίου.
Πέρα από τον Σεπτέμβριο, με βάση την τρέχουσα αξιολόγησή του, το Διοικητικό Συμβούλιο αναμένει ότι θα είναι κατάλληλη μια σταδιακή αλλά σταθερή πορεία περαιτέρω αυξήσεων των επιτοκίων. Σύμφωνα με τη δέσμευση του Διοικητικού Συμβουλίου για τον μεσοπρόθεσμο στόχο του 2%, ο ρυθμός με τον οποίο το Διοικητικό Συμβούλιο θα προσαρμόσει τη νομισματική του πολιτική θα εξαρτηθεί από τα εισερχόμενα δεδομένα και τον τρόπο με τον οποίο αξιολογεί τον πληθωρισμό για την ανάπτυξη μεσοπρόθεσμα.