ΕΚΤΑΚΤΗ ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
Οι «άσοι» στο μανίκι της Ελλάδας - Τι ανησυχεί την Ευρώπη για τα κράτη-μέλη της και ο φόβος της ύφεσης που καραδοκει
Γιατί εξαιρούν τη χώρα μας από την «καταιγίδα» που φαίνεται να έρχεται
Αν έλεγε κανείς πριν από 3-4 χρόνια ότι η Ελλάδα θα ήταν... μπροστάρης στις αναπτυξιακές επιδόσεις
Βαδίζοντας προς το τέλος της χρονιάς που η Ευρώπη βρίσκεται αντιμέτωπη με τη χειρότερη μεταπολεμική ενεργειακή κρίση, η Ελλάδα δείχνει ικανή αφενός να υπερκαλύψει τις απώλειες της πανδημίας, πετυχαίνοντας ρυθμούς ανάπτυξης κοντά στο 6%, αφετέρου να βάλει πλώρη για επέκταση του ΑΕΠ της κατά τουλάχιστον 2% το 2023, την ώρα που πληθαίνουν τα σύννεφα της ύφεσης στην υπόλοιπη ευρωζώνη. Υπάρχει κάποια μυστική συνταγή ή κάποιο μαγικό ραβδάκι; Φυσικά και όχι. «Η Ελλάδα δεν κινδυνεύει με ύφεση», ξεκαθαρίζουν ευρωπαϊκές πηγές, επιβεβαιώνοντας έτσι ότι η δυναμική που έχει αναπτυχθεί από το 2019, με την περαιτέρω αύξηση των εξαγωγών και την ενίσχυση των ξένων επενδύσεων, δεν ανακόπηκε, παρά το σοκ της πανδημίας και την αβεβαιότητα του πολέμου, υποχρεώνοντας ακόμα και τους φειδωλούς «F.T.» να κάνουν λόγο για οικονομικό θαύμα.
Το μεγάλο στοίχημα είναι να επιβεβαιωθούν οι προβλέψεις για διψήφιο ποσοστό αύξησης των επενδύσεων και των εξαγωγών. Κι αυτός ο στόχος πρόκειται να αποτυπωθεί στο χαρτί, στο προσχέδιο του Προϋπολογισμού, που κατατέθηκε στη Βουλή τη Δευτέρα. «Είναι προφανής η αβεβαιότητα», σημειώνει άλλη ευρωπαϊκή πηγή, συμπληρώνοντας ότι δεν θα ήταν υπερβολή να υποστηρίξει κανείς ότι όλα είναι στον «αέρα», όχι μόνο για την Ελλάδα, αλλά για όλη την Ευρώπη. Αυτό που σημειώνουν, όμως, ελληνικές πηγές είναι ότι η Ελλάδα έχει αυτήν τη φορά «άσους» στο μανίκι της. Κατ’ αρχάς, τα κονδύλια που αναμένονται από τις Βρυξέλλες και το Ταμείο Ανάκαμψης θα έχουν φτάσει έως το επόμενο καλοκαίρι τα 5,6 δισ. ευρώ, δίνοντας μια γερή ώθηση στην αγορά. Υπάρχουν ανησυχίες και προβληματισμοί στις Βρυξέλλες; «Το σχέδιο είναι καλοστημένο, αλλά πάντα υπάρχει ανησυχία για την εφαρμογή στην Ελλάδα», απαντά ευρωπαϊκή πηγή, αποκρούοντας όμως τις αιτιάσεις περί καθυστερήσεων και χαμηλής απορρόφησης, αφού ακόμα δεν έχει εκταμιευθεί καν η δεύτερη δόση.
Σύμφωνα με τα στοιχεία του υπουργείου Οικονομικών, έως τώρα έχουν ενταχθεί, στο σκέλος των επιδοτήσεων, 372 έργα με συνολικό προϋπολογισμό 13,5 δισ. ευρώ. Το ζητούμενο από το σκέλος των δανείων είναι να διαχυθεί -κατά το δυνατόν- και σε επιχειρήσεις μικρομεσαίου μεγέθους, έτσι ώστε σε συνδυασμό με τα ειδικά προγράμματα του ΕΣΠΑ να δημιουργηθεί ένας ικανός όγκος πόρων για τη μετεξέλιξη της αποκαλούμενης «ραχοκοκκαλιάς» της ελληνικής οικονομίας.
«Οδικός χάρτης»
Συγκρατημένη αισιοδοξία υπάρχει και για το δύσκολο πεδίο των δημοσιονομικών. Ο νέος Προϋπολογισμός θα περιγράφει τον «οδικό χάρτη» έως την πλήρη κανονικότητα, δηλαδή την ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας, και ο πιο σημαντικός σταθμός θα είναι η επιστροφή σε πρωτογενή πλεονάσματα. Αν και ο αρχικός στόχος του 1,1% χαρακτηρίζεται αισιόδοξος, δεδομένων των συνθηκών, το υπουργείο Οικονομικών θα μπορούσε να επιδιώξει ένα ελαφρώς μικρότερο πλεόνασμα, με τις πληροφορίες να αναφέρουν ότι αυτό ακριβώς είναι το κλίμα των διαβουλεύσεων με τους Ευρωπαίους τεχνοκράτες λίγο πριν από την πρώτη αξιολόγηση σε πλαίσιο μεταμνημονιακής εποπτείας. Οσο για την «τρικυμία» των αγορών, που δεν προβλέπεται να κοπάσει σύντομα, στην Αθήνα δεν έχουν ιδιαίτερο λόγο να ανησυχούν, καθώς το «μαξιλάρι» των
σχεδόν 40 δισ. ευρώ, σε συνδυασμό με τις περιορισμένες στα περίπου 10 δισ. ευρώ δανειακές ανάγκες του 2023, λειτουργούν πυροσβεστικά και σε κάθε περίπτωση αποτρεπτικά για κερδοσκοπικές επιθέσεις.
Ο δρόμος δεν είναι, πάντως, στρωμένος με ροδοπέταλα και ο υψηλός πληθωρισμός -στο 9% μεσοσταθμικά το 2022 για την Ελλάδα-, που μπορεί βραχυπρόθεσμα να λειτουργεί ευεργετικά για τη συμπίεση του λόγου χρέους/ΑΕΠ, αν αποκτήσει πιο δομικά και μόνιμα χαρακτηριστικά, θα προκαλέσει αρνητικό ντόμινο:
εν μέσω διπλής κρίσης και ότι θα ήταν ίσως η μοναδική χώρα που θα μπορούσε να σφυρίζει ψύχραιμα εν μέσω «καταιγίδας» στις αγορές, δεν θα τον πίστευε κανείς.Βαδίζοντας προς το τέλος της χρονιάς που η Ευρώπη βρίσκεται αντιμέτωπη με τη χειρότερη μεταπολεμική ενεργειακή κρίση, η Ελλάδα δείχνει ικανή αφενός να υπερκαλύψει τις απώλειες της πανδημίας, πετυχαίνοντας ρυθμούς ανάπτυξης κοντά στο 6%, αφετέρου να βάλει πλώρη για επέκταση του ΑΕΠ της κατά τουλάχιστον 2% το 2023, την ώρα που πληθαίνουν τα σύννεφα της ύφεσης στην υπόλοιπη ευρωζώνη. Υπάρχει κάποια μυστική συνταγή ή κάποιο μαγικό ραβδάκι; Φυσικά και όχι. «Η Ελλάδα δεν κινδυνεύει με ύφεση», ξεκαθαρίζουν ευρωπαϊκές πηγές, επιβεβαιώνοντας έτσι ότι η δυναμική που έχει αναπτυχθεί από το 2019, με την περαιτέρω αύξηση των εξαγωγών και την ενίσχυση των ξένων επενδύσεων, δεν ανακόπηκε, παρά το σοκ της πανδημίας και την αβεβαιότητα του πολέμου, υποχρεώνοντας ακόμα και τους φειδωλούς «F.T.» να κάνουν λόγο για οικονομικό θαύμα.
Το μεγάλο στοίχημα είναι να επιβεβαιωθούν οι προβλέψεις για διψήφιο ποσοστό αύξησης των επενδύσεων και των εξαγωγών. Κι αυτός ο στόχος πρόκειται να αποτυπωθεί στο χαρτί, στο προσχέδιο του Προϋπολογισμού, που κατατέθηκε στη Βουλή τη Δευτέρα. «Είναι προφανής η αβεβαιότητα», σημειώνει άλλη ευρωπαϊκή πηγή, συμπληρώνοντας ότι δεν θα ήταν υπερβολή να υποστηρίξει κανείς ότι όλα είναι στον «αέρα», όχι μόνο για την Ελλάδα, αλλά για όλη την Ευρώπη. Αυτό που σημειώνουν, όμως, ελληνικές πηγές είναι ότι η Ελλάδα έχει αυτήν τη φορά «άσους» στο μανίκι της. Κατ’ αρχάς, τα κονδύλια που αναμένονται από τις Βρυξέλλες και το Ταμείο Ανάκαμψης θα έχουν φτάσει έως το επόμενο καλοκαίρι τα 5,6 δισ. ευρώ, δίνοντας μια γερή ώθηση στην αγορά. Υπάρχουν ανησυχίες και προβληματισμοί στις Βρυξέλλες; «Το σχέδιο είναι καλοστημένο, αλλά πάντα υπάρχει ανησυχία για την εφαρμογή στην Ελλάδα», απαντά ευρωπαϊκή πηγή, αποκρούοντας όμως τις αιτιάσεις περί καθυστερήσεων και χαμηλής απορρόφησης, αφού ακόμα δεν έχει εκταμιευθεί καν η δεύτερη δόση.
Σύμφωνα με τα στοιχεία του υπουργείου Οικονομικών, έως τώρα έχουν ενταχθεί, στο σκέλος των επιδοτήσεων, 372 έργα με συνολικό προϋπολογισμό 13,5 δισ. ευρώ. Το ζητούμενο από το σκέλος των δανείων είναι να διαχυθεί -κατά το δυνατόν- και σε επιχειρήσεις μικρομεσαίου μεγέθους, έτσι ώστε σε συνδυασμό με τα ειδικά προγράμματα του ΕΣΠΑ να δημιουργηθεί ένας ικανός όγκος πόρων για τη μετεξέλιξη της αποκαλούμενης «ραχοκοκκαλιάς» της ελληνικής οικονομίας.
«Οδικός χάρτης»
Συγκρατημένη αισιοδοξία υπάρχει και για το δύσκολο πεδίο των δημοσιονομικών. Ο νέος Προϋπολογισμός θα περιγράφει τον «οδικό χάρτη» έως την πλήρη κανονικότητα, δηλαδή την ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας, και ο πιο σημαντικός σταθμός θα είναι η επιστροφή σε πρωτογενή πλεονάσματα. Αν και ο αρχικός στόχος του 1,1% χαρακτηρίζεται αισιόδοξος, δεδομένων των συνθηκών, το υπουργείο Οικονομικών θα μπορούσε να επιδιώξει ένα ελαφρώς μικρότερο πλεόνασμα, με τις πληροφορίες να αναφέρουν ότι αυτό ακριβώς είναι το κλίμα των διαβουλεύσεων με τους Ευρωπαίους τεχνοκράτες λίγο πριν από την πρώτη αξιολόγηση σε πλαίσιο μεταμνημονιακής εποπτείας. Οσο για την «τρικυμία» των αγορών, που δεν προβλέπεται να κοπάσει σύντομα, στην Αθήνα δεν έχουν ιδιαίτερο λόγο να ανησυχούν, καθώς το «μαξιλάρι» των σχεδόν 40 δισ. ευρώ, σε συνδυασμό με τις περιορισμένες στα περίπου 10 δισ. ευρώ δανειακές ανάγκες του 2023, λειτουργούν πυροσβεστικά και σε κάθε περίπτωση αποτρεπτικά για κερδοσκοπικές επιθέσεις.
Ο δρόμος δεν είναι, πάντως, στρωμένος με ροδοπέταλα και ο υψηλός πληθωρισμός -στο 9% μεσοσταθμικά το 2022 για την Ελλάδα-, που μπορεί βραχυπρόθεσμα να λειτουργεί ευεργετικά για τη συμπίεση του λόγου χρέους/ΑΕΠ, αν αποκτήσει πιο δομικά και μόνιμα χαρακτηριστικά, θα προκαλέσει αρνητικό ντόμινο:
- Μείωση του πραγματικού διαθέσιμου εισοδήματος των νοικοκυριών και αύξηση της αβεβαιότητας, με αρνητικές επιδράσεις στην ιδιωτική κατανάλωση και τις επενδύσεις. Ως εκ τούτου, ο πραγματικός ρυθμός μεγέθυνσης μειώνεται μεσοπρόθεσμα, το ίδιο και ο ονομαστικός.
- Σύσφιγξη της νομισματικής πολιτικής των κεντρικών τραπεζών και άνοδο των επιτοκίων. Η αύξηση του κόστους δανεισμού επιβαρύνει τον εισοδηματικό περιορισμό των νοικοκυριών και τους ισολογισμούς των επιχειρήσεων, με επιπτώσεις στη ζήτηση και στα δημόσια έσοδα.
- Περαιτέρω δημοσιονομικά μέτρα στήριξης, που μπορούν να επιβαρύνουν τον κρατικό προϋπολογισμό.