Έρευνα: Η ακρίβεια μειώνει την ανάγκη των καταναλωτών για ψηφιακή συνδεσιμότητα - Το 34% σχεδιάζει να περνά λιγότερο χρόνο στο διαδίκτυο
Προτεραιότητα δίνεται πλέον στην οικονομική και ψυχική ευημερία
Τα νοικοκυριά επαναξιολογούν τις ψηφιακές τους ανάγκες, λόγω ακρίβειας, σύμφωνα με έρευνα που πραγματοποιήθηκε σε οκτώ χώρες (Καναδάς, Γαλλία, Γερμανία, Ιταλία, Ισπανία, Σουηδία, Ηνωμένο Βασίλειο και ΗΠΑ).
Σύμφωνα με έρευνα της EY, Decoding the digital home, λόγω του αυξημένου κόστους ζωής, τα νοικοκυριά παγκοσμίως επαναξιολογούν τις ανάγκες τους για ψηφιακές υπηρεσίες.
Συγκεκριμένα, μετά από την άνθηση του ψηφιακού νοικοκυριού, κατά τη διάρκεια των lockdowns της πανδημίας του COVID-19, οι ανάγκες των καταναλωτών ως προς τη συνδεσιμότητα και το περιεχόμενο φαίνεται να υποχωρούν. Προτεραιότητα δίνεται πλέον στην οικονομική και ψυχική ευημερία. Η μελέτη κατέγραψε τις απόψεις περισσότερων από 20.000 νοικοκυριών από Καναδά, Γαλλία, Γερμανία, Ιταλία, Ισπανία, Σουηδία, Ηνωμένο Βασίλειο και ΗΠΑ για να αναλύσει τη στάση των καταναλωτών απέναντι στην τεχνολογία, τα media και τις τηλεπικοινωνίες που χρησιμοποιούν στο σπίτι.
Το 34% σχεδιάζουν να περνούν λιγότερο χρόνο στο διαδίκτυο
Σύμφωνα με την έρευνα, περισσότερα από τα μισά νοικοκυριά ανησυχούν ότι ο πάροχος ευρυζωνικότητας (60%) και ο πάροχος συνδρομητικής τηλεόρασης (55%) θα αυξήσουν το κόστος της συνδρομής, ενώ το 45% πιστεύουν ότι πληρώνουν περισσότερο απ’ όσο πρέπει για περιεχόμενο που δεν καταναλώνουν.
Η μελέτη δείχνει, επίσης, ότι η χρήση των ψηφιακών μέσων επανέρχεται σε κανονικούς ρυθμούς, με πολλούς καταναλωτές να προσπαθούν να περιορίσουν την έκθεσή τους στο διαδίκτυο. Το 34% σχεδιάζουν να περνούν λιγότερο χρόνο στο διαδίκτυο, το 27% θέλουν να μειώσουν τον αριθμό των πλατφορμών ροής (streaming) που χρησιμοποιούν, ενώ το 21% ενδέχεται να μειώσουν τον αριθμό των συνδεδεμένων συσκευών στα σπίτια τους.
Στις χώρες που κατέγραψαν τη μεγαλύτερη άνοδο της ζήτησης μετά την πανδημία – Καναδάς, Ιταλία, Ηνωμένο Βασίλειο και ΗΠΑ – εμφανίζονται σήμερα οι μεγαλύτερες πιθανότητες συρρίκνωσης της αγοράς.
Η πανδημία και οι φόβοι για τα προσωπικά δεδομένα
Τα ευρήματα αποκαλύπτουν ότι η πανδημία του COVID-19 έχει επιδεινώσει τους προϋπάρχοντες φόβους σχετικά με την ασφάλεια των προσωπικών δεδομένων, με το 40% των νοικοκυριών να δηλώνουν ότι ανησυχούν περισσότερο για το απόρρητο των προσωπικών δεδομένων από ό,τι πριν την πανδημία.
Οι ανησυχίες για την ψυχική υγεία που σχετίζονται με την έκθεση στο διαδίκτυο βρίσκονται επίσης στο επίκεντρο, ιδιαίτερα μεταξύ των νεότερων καταναλωτών. Ποσοστό 47% των ερωτηθέντων κάτω των 25 ετών σκέφτονται συχνά τον αρνητικό αντίκτυπο της χρήσης του διαδικτύου στην ευεξία τους, ενώ, το ίδιο ποσοστό, στην ηλικιακή ομάδα 25 έως 44 ετών, ανησυχούν πολύ για το τι μπορεί να συναντήσουν στο διαδίκτυο. Συνολικά, το 59% των νοικοκυριών πιστεύουν ότι οι κυβερνήσεις και οι ρυθμιστικές αρχές πρέπει να κάνουν περισσότερα για την καταπολέμηση του επιβλαβούς διαδικτυακού περιεχομένου.
Η μελέτη υπογραμμίζει, επίσης, ότι οι καταναλωτές αισθάνονται ότι οι προσφορές υπηρεσιών είναι πολύ περίπλοκες. Το 33% δυσκολεύονται να κατανοήσουν τα προσφερόμενα ψηφιακά οικιακά πακέτα, ενώ 38% διακρίνουν πολύ μικρές διαφορές μεταξύ ανταγωνιστικών παρόχων. Συγχρόνως, ενώ πάνω από τους μισούς (54%) συμμετέχοντες στην έρευνα αναφέρουν ότι οι προσφορές γνωριμίας παίζουν ρόλο στην επιλογή παρόχου, 49% θεωρούν ότι οι προσφορές τούς δυσκολεύουν να προσδιορίσουν ποιος προσφέρει την καλύτερη αξία.
Σχολιάζοντας τα ευρήματα της έρευνας, ο Γιώργος Αποστολάκης, Εταίρος στο Τμήμα Συμβουλευτικών Υπηρεσιών και Επικεφαλής του κλάδου Τεχνολογίας, Media και Τηλεπικοινωνιών της ΕΥ Ελλάδος, δήλωσε: «Η ισχυρή αύξηση της ζήτησης για συνδεσιμότητα και περιεχόμενο που πυροδότησε η πανδημία και τα διαδοχικά lockdowns, φαίνεται να τερματίζεται, καθώς τα νοικοκυριά σήμερα, αντιμέτωπα με την αλματώδη αύξηση του κόστους ζωής, επαναξιολογούν τις ανάγκες τους για ψηφιακές υπηρεσίες. Συγχρόνως, επανέρχονται οι ανησυχίες για την ασφάλεια των προσωπικών δεδομένων και τις επιπτώσεις της υπερβολικής έκθεσης στο διαδίκτυο στην ψυχική υγεία. Σε αυτό το περιβάλλον, οι πάροχοι υπηρεσιών συνδεσιμότητας και περιεχομένου, θα πρέπει να επανασχεδιάσουν τη στρατηγική και τα προϊόντα τους, και να ενισχύσουν το επίπεδο των υπηρεσιών τους».
Πηγή: ΑΠΕ – ΜΠΕ