Στην αναθεώρηση της ανάπτυξης στο 5,6% για φέτος προβλέπει το σχέδιο του προϋπολογισμού, σύμφωνα με την έκθεση του δημοσιονομικού συμβουλίου.

Το υπουργείο Οικονομικών αναθεώρησε προς τα πάνω, σε σχέση με το προσχέδιο, την αναμενόμενη οικονομική μεγέθυνση για το 2022 (5,6% έναντι 5,3%), αλλά προς τα κάτω την πρόβλεψη για το 2023 (1,8% έναντι 2,1%).

Κατά συνέπεια, το ΑΕΠ σε απόλυτα μεγέθη για το 2023 αναμένεται να διαμορφωθεί σύμφωνα με τον προϋπολογισμό στο ίδιο σχεδόν επίπεδο με εκείνο του προσχεδίου (ήτοι 194.850 εκατ. ευρώ σε σταθερές τιμές 2015 έναντι 194.506 εκατ. του προσχεδίου). Η αναθεώρηση αυτή των προβλέψεων του ΥΠΟΙΚ συμβαδίζει με τις αντίστοιχες εκτιμήσεις του ΔΝΤ οι οποίες ανέρχονται σε 5,2% και 1,8% αντιστοίχως.

Η πρόβλεψη για τον πληθωρισμό του 2023 αναθεωρήθηκε σε 5% από 3% που ήταν η εκτίμηση στο προσχέδιο. Η αναθεώρηση αυτή προς τα πάνω του επιπέδου των τιμών συμβαδίζει με τη διατήρηση του πληθωρισμού σε υψηλά επίπεδα (9,5% σύμφωνα με τα πλέον πρόσφατα στοιχεία του Οκτωβρίου).

Το σενάριο του προβλέπει μικρή περαιτέρω επιβράδυνση της ιδιωτικής κατανάλωσης και των επενδύσεων, οι οποίες διαμορφώνονται σε 1% και 15,5% αντιστοίχως, έναντι 1,3% και 16% του προσχεδίου.

Πιθανή ύφεση στις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης που αποτελούν τους κυριότερους εμπορικούς εταίρους της Ελλάδας θα επηρεάσει αρνητικά τις ελληνικές εξαγωγές αγαθών και υπηρεσιών (τουρισμός), που προβλέπεται να διαμορφωθούν από το 9,7% το 2022 σε 1% το 2023.

Από την άλλη πλευρά, η αποτελεσματική αξιοποίηση των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης αναμένεται να συντηρήσει την επενδυτική δυναμική με τον ακαθάριστο σχηματισμό παγίου κεφαλαίου να αυξάνεται κατά 15,5% το 2023 έναντι 10% το 2022. Η πρόβλεψη αυτή έχει σημαντικό βαθμό αβεβαιότητας συναρτώμενο τόσο με τις προσδοκίες επιχειρήσεων και νοικοκυριών όσο και με το αυξανόμενο κόστος δανεισμού, σημειώνει το Δημοσιονομικό Συμβούλιο.


Πρωτογενές πλεόνασμα

Για το 2022 ο προϋπολογισμός αναθεωρεί προς το καλύτερο τις προβλέψεις του Προγράμματος Σταθερότητας 2022-25 τόσο για το Ισοζύγιο της Γενικής Κυβέρνησης (εφεξής ΓΚ) από -4,4% σε -4,1% όσο και για το πρωτογενές αποτέλεσμα, από -2% σε -1,6%, ευθυγραμμιζόμενο με τις προβλέψεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Για το 2023 αναθεωρεί τις προβλέψεις προς το χειρότερο, από -1,4% σε -2% και από +1,1% σε +0,7% αντίστοιχα, επίπεδα χαμηλότερα από τις προβλέψεις τις Ευρωπαϊκής Επιτροπής.

Σημαντικό ρόλο στο βελτιωμένο εκτιμώμενο αποτέλεσμα του Ισοζυγίου ΓΚ και του Πρωτογενούς αποτελέσματος του τρέχοντος έτους σε σχέση με το 2021 (κατά τρεις περίπου εκατοστιαίες μονάδες ΑΕΠ) διαδραμάτισε ο υψηλότερος του αναμενόμενου ρυθμός μεγέθυνσης του ΑΕΠ για το 2022 και η μικρότερη επιβάρυνση του προϋπολογισμού για μέτρα στήριξης. Το σύνολο των μέτρων αυτών για το τρέχον έτος δεν οδήγησαν το δημοσιονομικό αποτέλεσμα σε απόκλιση από τους δημοσιονομικούς στόχους που είχαν τεθεί στο Πρόγραμμα Σταθερότητα 2022-2025, δεδομένου ότι η χρηματοδότηση μεγάλου μέρος των παρεμβάσεων καλύπτεται από έσοδα του Ταμείου Ενεργειακής Μετάβασης, ευρωπαϊκούς πόρους, καθώς και αυξημένα φορολογικά έσοδα που προέρχονται κυρίως από την έμμεση φορολογία, την υψηλή οικονομική μεγέθυνση και τον πληθωρισμό.


Ενεργειακές παρεμβάσεις

Ειδικότερα, το σύνολο των ενεργειακών παρεμβάσεων εκτιμάται σε περίπου 10,7 δισ. ευρώ το 2022, εκ των οποίων 4,8 δισ. ευρώ (2,3% του ΑΕΠ) επηρεάζουν το δημοσιονομικό αποτέλεσμα και 5,9 δισ. ευρώ χρηματοδοτείται από τα επιπλέον έσοδα του Ταμείου Ενεργειακής Μετάβασης. Το δημοσιονομικό κόστος των παρεμβάσεων για την αντιμετώπιση της υγειονομικής κρίσης και λοιπών άλλων δημοσιονομικών παρεμβάσεων ανέρχεται σε 4,7 δισ. ευρώ το 2022 (2,2% ΑΕΠ), το οποίο είναι μειωμένο σε σχέση με πέρυσι και αφορά κυρίως επέκταση μέτρων που είχαν αποφασιστεί κατά τα πρώτα χρόνια εμφάνισης της πανδημίας. Για το έτος 2023, το έλλειμμα της ΓΚ αναμένεται να μειωθεί περαιτέρω στο 2% του ΑΕΠ ενώ αναμένεται και επιστροφή σε πρωτογενές αποτέλεσμα κατά 0,7% του ΑΕΠ.

Η βελτίωση του δημοσιονομικού αποτελέσματος αποδίδεται στη μείωση του δημοσιονομικού κόστους των μέτρων για την αντιμετώπιση της ενεργειακής κρίσης (από 2,3% του ΑΕΠ το 2022 σε 0,6% το 2023), την ελαχιστοποίηση των μέτρων στήριξης της υγειονομικής κρίσης (από 2,1% του ΑΕΠ το 2022 σε 0,1% το 2023), τις φιλικές προς την ανάπτυξη δημοσιονομικές παρεμβάσεις (από 0,1% του ΑΕΠ το 2022 σε 1,9% το 2023) καθώς και την συγκρατημένη αναπτυξιακή δυναμική της οικονομίας (από 5,6% το 2022 σε 1,8% το 2023).
Σημειώνεται, ωστόσο, ότι το σενάριο υπόκειται σε ιδιαίτερο κίνδυνο δεδομένων των προκλήσεων από το διαφαινόμενο περιβάλλον ύφεσης στην Ευρωπαϊκή Ένωση, την αυξημένη αβεβαιότητα για τις διεθνείς γεωπολιτικές εξελίξεις και των επιπτώσεων τους στο κόστος ενέργειας και διαβίωσης στη χώρα.


Δημόσιο Χρέος

Οι προβλέψεις του προϋπολογισμού για το ύψος του χρέους της Κεντρικής Διοίκησης, της Κεντρικής και της ΓΚ, δεν διαφοροποιούνται από αυτές του προσχεδίου, διατηρώντας την αυξητική τους πορεία κατά 2 περίπου δισ. ευρώ κατ’ έτος για τα έτη 2022 και 2023. Ως ποσοστό του ΑΕΠ, ωστόσο, το δημόσιο χρέος προβλέπεται να διαγράψει εντυπωσιακή μείωση, με το χρέος της Γενικής Κυβέρνησης να μειώνεται κατά 25 εκατοστιαίες μονάδες το τρέχον έτος και 9,6 το επόμενο. Αυτό οφείλεται στην μεγάλη εκτιμώμενη μεγέθυνση του ονομαστικού ΑΕΠ για το 2022 κατά 16%, απόρροια κυρίως του πληθωρισμού αλλά και της υψηλής πραγματικής μεγέθυνσης. Οφείλεται ακόμη στη σημαντική προς τα πάνω αναθεώρηση του πληθωρισμού για το 2023, οδηγώντας σε αύξηση του ονομαστικού ΑΕΠ κατά 4 περίπου δισ. στο ΣΚΠ έναντι του ΠΣΚΠ και σε ποσοστό χρέους της ΓΚ οριακά χαμηλότερο από 160%. Προς την κατεύθυνση μείωσης τους δημόσιου χρέους συντάσσεται και η πρόβλεψη επίτευξης πρωτογενούς πλεονάσματος για το 2023, το μέγεθος του οποίου διατηρείται στα ίδια περίπου επίπεδα με το ΠΣΚΠ (1,6 δισ. ευρώ).

Παρά την εντυπωσιακή προβλεπόμενη μείωση της αναλογίας χρέους προς ΑΕΠ σε επίπεδα αρκετά χαμηλότερα της έναρξης της πανδημίας, η απρόσκοπτη εξυπηρέτηση του το προσεχές διάστημα συνάντα προκλήσεις επισημαίνει το Δημοσιονομικό Συμβούλιο.

Σχετίζονται με:
την οριακή αύξηση του ονομαστικού μεγέθους του δημόσιου χρέους, το οποίο καλείται να εξυπηρετηθεί σε συνθήκες κλιμακούμενων επιτοκίων κρατικού δανεισμού και υπό τον κίνδυνο εγγραφής νέου χρέους από καταπτώσεις εγγυήσεων και ενδεχόμενες υποχρεώσεις,

τη διαφαινόμενη εξάντληση εντός του τρέχοντος έτους της αναπτυξιακής δυναμικής της οικονομίας από την ανάκαμψη από την πανδημία και τις διαγραφόμενες συνθήκες ήπιας ύφεσης στην Ευρώπη,

τις δημοσιονομικές ανάγκες στήριξης των επιχειρήσεων και νοικοκυριών από τα αυξημένα κόστη λειτουργίας και διαβίωσης, αντίστοιχα.

Στην αντιμετώπιση των προκλήσεων αυτών συντάσσονται μια σειρά παραγόντων, όπως (α) η ύπαρξη σημαντικού ύψους ταμειακών αποθεμάτων για την αντιμετώπιση αναγκών ρευστότητας του Δημοσίου, (β) η στήριξη της αναπτυξιακής δυναμικής της οικονομίας από τα κονδύλια των ευρωπαϊκών προγραμμάτων (ΤΑΑ, ΕΣΠΑ), (γ) η ενθάρρυνση υποστηρικτικών εθνικών δημοσιονομικών πολιτικών εκ μέρους της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όπως εκφράστηκε με την άμεση αναστολή των ευρωπαϊκών δημοσιονομικών κανόνων για την αντιμετώπιση της πανδημικής κρίσης και την διατήρηση της αναστολής για την αντιμετώπιση της τρέχουσας ενεργειακής-πληθωριστικής κρίσης.