ΕΚΤΑΚΤΗ ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
1,2 δισ. ευρώ για ελαφρύνσεις και εισοδηµατικές ενισχύσεις - To πακέτο παροχών και ελαφρύνσεων που εξετάζει η κυβέρνηση
Το χρονικό σηµείο που προσφέρεται για ασφαλείς εκτιµήσεις όλων των νέων δηµοσιονοµικών δεδοµένων είναι το τελευταίο 10ήµερο του Μαρτίου
Όπως ο προπονητής, που ύστερα από πολύµηνους τραυµατισµούς έχει όλο το ρόστερ στη διάθεσή του, έτσι και ο υπουργός Οικονοµικών, έπειτα από µια τριετία πρωτοφανών κρίσεων, βασανίζεται από τον ευχάριστο «πονοκέφαλο» για το ποιες extra ελαφρύνσεις και εισοδηµατικές ενισχύσεις θα πρέπει να εισηγηθεί στον πρωθυπουργό
Οποιος παρακολουθεί τις δηµόσιες δηλώσεις στελεχών του οικονοµικού επιτελείου διαπιστώνει µια διακριτή αλλαγή στάσης, µια πιο χαλαρή προσέγγιση σε σχέση µε την προοπτική νέων ελαφρύνσεων, όχι όµως επειδή το άρωµα των εκλογών έχει πληµµυρίσει την ατµόσφαιρα, αλλά επειδή για πρώτη φορά µετά τον Φεβρουάριο του 2020 φαίνεται φως στην άκρη του τούνελ. «Οποιος δηµοσιονοµικός χώρος προκύπτει αυτός θα επιστρέφεται ως µέρισµα στην κοινωνία», είναι η επίσηµη γραµµή, που µέρα µε τη µέρα γίνεται πιο έντονη.
Ποιο είναι το «κλειδί» που «ξεκλείδωσε» και τους πιο άκαµπτους τεχνοκράτες του υπουργείου Οικονοµικών; Η βουτιά του φυσικού αερίου, ειδικά µε την επιβολή πλαφόν από την Ε.Ε, σε συνδυασµό µε την επάρκεια στην Ευρώπη και την καλοκαιρία. Εχοντας πλήρη επίγνωση του γεγονότος ότι οι εκπλήξεις µπορεί να κρύβονται στη στροφή, στο Γενικό Λογιστήριο του Κράτους έχουν αρχίσει να υπολογίζουν... ανάποδα, δηλαδή, αντί να µετράνε τι επιπλέον κονδύλια θα πρέπει να βγουν από τα κρατικά ταµεία για να επιδοτηθούν νοικοκυριά - επιχειρήσεις, υπολογίζουν πόσα γλυτώνει ο Προϋπολογισµός από την υποχώρηση του φυσικού αερίου κατά 60 ευρώ κάτω από το σενάριο βάσης των 120 ευρώ. Και η πρώτη εκτίµηση δείχνει ότι, αν δεν έρθουν πάλι τα πάνω κάτω, περί τα 600 εκατ. ευρώ, που έχουν µπει στην άκρη για να καλύψουν τις επιδοτήσεις στην ενέργεια, µπορούν να κατευθυνθούν σε άλλες δράσεις µε κοινωνικό πρόσηµο και όχι για την επιδότηση ηλεκτρικής ενέργειας και θέρµανσης των νοικοκυριών.
Σε αυτό το «πακέτο» θα έρθουν να «κουµπώσουν» και τα έσοδα από την έκτακτη εισφορά στους παρόχους ενέργειας, τα οποία, όπως ακριβώς έγινε και µε τα έσοδα από τα διυλιστήρια, δεν έχουν εγγραφεί στον Προϋπολογισµό, συνεπώς είναι extra. Η σχετική υπουργική απόφαση αναµένεται εντός του Φεβρουαρίου και, αν υπολόγιζε κανείς περί τα 300 εκατ. ευρώ, δεν θα ήταν µακριά από την πραγµατικότητα.
Τρίτη πηγή πρόσθετων εσόδων είναι η υπεραπόδοση της οικονοµίας, ειδικά στο πεδίο του τουρισµού, κι αυτό µόνο ευσεβής πόθος δεν είναι. Το βασικό σενάριο του Προϋπολογισµού προβλέπει τουριστικές εισπράξεις αντίστοιχες του 2022, δηλαδή γύρω στα 18 δισ. ευρώ. Ωστόσο, ήδη στο υπουργείο Οικονοµικών µιλάνε για ακόµα καλύτερη χρονιά από πέρσι, πατώντας στις θεαµατικές προκρατήσεις για το 2023.
Αν αναλογιστεί κανείς ότι µόνο από τον ΦΠΑ εισπράττονται περί τα 180 εκατ. ευρώ για κάθε επιπλέον 1 δισ. τουριστικών εισπράξεων, όπως επίσης ότι ο πολλαπλασιαστής του τουρισµού στην οικονοµία είναι γύρω στο 2,5x, τότε εύκολα µπορεί να συµµεριστεί την αισιοδοξία του οικονοµικού επιτελείου για επιπλέον έσοδα τουλάχιστον 300 εκατ. ευρώ.
INFOGRAPHICS: ΠΑΡΑΠΟΛΙΤΙΚΑ
Προβολές
Το χρονικό σηµείο που προσφέρεται για ασφαλείς εκτιµήσεις όλων των νέων δηµοσιονοµικών δεδοµένων είναι το τελευταίο 10ήµερο του Μαρτίου. Με τον ευρωπαϊκό χειµώνα να πλησιάζει στο τέλος του και τις ευρωπαϊκές πρωτοβουλίες να έχουν ενεργοποιηθεί («κόφτης» στις ακραίες διακυµάνσεις και πλατφόρµα για κοινές αγορές LNG), οι προβολές για την τιµή του φυσικού αερίου στο υπόλοιπο της χρονιάς θα πατάνε σε πιο σταθερές βάσεις. Για τον Μάρτιο έχουν προσδιορίσει τις αποφάσεις τους και οι υπουργοί Οικονοµικών στο Eurogroup αναφορικά µε τη στρατηγική που θα ακολουθήσουν τα κράτη-µέλη, σε συνάρτηση µε το µειούµενο ενεργειακό κόστος και την ανάγκη επιδοτήσεων για τις επίµονες πληθωριστικές πιέσεις.
Το µόνο σίγουρο είναι ότι η ελληνική κυβέρνηση δεν σκοπεύει να αξιοποιήσει την «προίκα» των 1,2 δισ. ευρώ για έκτακτες εισοδηµατικές ενισχύσεις, αλλά για µόνιµα µέτρα ελαφρύνσεων, που θα έρθουν, όµως, να συµπληρώσουν τις πολιτικές στήριης των εισοδηµάτων σε αυτή τη δύσκολη συγκυρία.
Από την 1η Απριλίου θα «τρέξει» ο νέος κατώτατος µισθός, που όπως έχουν γράψει τα «Π» θα κινηθεί µεταξύ 752 ευρώ (+5,5%) και 766 ευρώ (+7,5%), µε πιθανό το σενάριο να φτάσει ακόµα και τα 783 ευρώ (+9,9%). Το ποσοστό αύξησης του κατώτατου µισθού θα πρέπει να καλύψει δύο βασικές, αλλά εν πολλοίς αντικρουόµενες ανάγκες. Από τη µια, θα πρέπει να ενισχυθούν τα εισοδήµατα περίπου 700 χιλιάδων οικονοµικά ευάλωτων νοικοκυριών, έτσι ώστε να αντέξουν τα κύµατα των ανατιµήσεων. Από την άλλη, δεν θα πρέπει να «γονατίσουν» οι µικροµεσαίες και µικρές επιχειρήσεις από µια αύξηση που θα ξεπερνά τις δυνατότητές τους. Κι εδώ ακριβώς έρχεται να «κουµπώσει» το πρώτο µέτρο που µπορεί να χρηµατοδοτηθεί από το πακέτο των 1,2 δισ. ευρώ: η περαιτέρω µείωση των ασφαλιστικών εισφορών.
Μια µείωση της τάξης του 0,6% -το υπόλοιπο από τη µείωση κατά 5%, που ήταν κυβερνητική δέσµευση έχει ετήσιο κόστος γύρω στα 400 εκατ. ευρώ, το οποίο δεν είναι ευκαταφρόνητο, αλλά δεν είναι και απαγορευτικό µε τα νέα δεδοµένα. Το µέτρο δεν θα καλύψει µόνο τους 700 χιλιάδες που αµείβονται µε τον κατώτατο µισθό, αλλά το σύνολο των 2,250 εκατοµµυρίων εργαζοµένων και των περίπου 300 χιλιάδων επιχειρήσεων-εργοδοτών τους. Κοινώς, µε έναν σµπάρο δυο τρυγόνια, αφού και έµµεση αύξηση µισθού θα φέρει και µείωση του λειτουργικού κόστους για τις επιχειρήσεις.
Δημοσιεύτηκε στο MoneyPro των ΠΑΡΑΠΟΛΙΤΙΚΩΝ στις 21/1
, έχοντας στη διάθεσή του ένα «πακέτο» που µπορεί να φτάνει τα 1,2 δισ. ευρώ. Οποιος παρακολουθεί τις δηµόσιες δηλώσεις στελεχών του οικονοµικού επιτελείου διαπιστώνει µια διακριτή αλλαγή στάσης, µια πιο χαλαρή προσέγγιση σε σχέση µε την προοπτική νέων ελαφρύνσεων, όχι όµως επειδή το άρωµα των εκλογών έχει πληµµυρίσει την ατµόσφαιρα, αλλά επειδή για πρώτη φορά µετά τον Φεβρουάριο του 2020 φαίνεται φως στην άκρη του τούνελ. «Οποιος δηµοσιονοµικός χώρος προκύπτει αυτός θα επιστρέφεται ως µέρισµα στην κοινωνία», είναι η επίσηµη γραµµή, που µέρα µε τη µέρα γίνεται πιο έντονη.
Ποιο είναι το «κλειδί» που «ξεκλείδωσε» και τους πιο άκαµπτους τεχνοκράτες του υπουργείου Οικονοµικών; Η βουτιά του φυσικού αερίου, ειδικά µε την επιβολή πλαφόν από την Ε.Ε, σε συνδυασµό µε την επάρκεια στην Ευρώπη και την καλοκαιρία. Εχοντας πλήρη επίγνωση του γεγονότος ότι οι εκπλήξεις µπορεί να κρύβονται στη στροφή, στο Γενικό Λογιστήριο του Κράτους έχουν αρχίσει να υπολογίζουν... ανάποδα, δηλαδή, αντί να µετράνε τι επιπλέον κονδύλια θα πρέπει να βγουν από τα κρατικά ταµεία για να επιδοτηθούν νοικοκυριά - επιχειρήσεις, υπολογίζουν πόσα γλυτώνει ο Προϋπολογισµός από την υποχώρηση του φυσικού αερίου κατά 60 ευρώ κάτω από το σενάριο βάσης των 120 ευρώ. Και η πρώτη εκτίµηση δείχνει ότι, αν δεν έρθουν πάλι τα πάνω κάτω, περί τα 600 εκατ. ευρώ, που έχουν µπει στην άκρη για να καλύψουν τις επιδοτήσεις στην ενέργεια, µπορούν να κατευθυνθούν σε άλλες δράσεις µε κοινωνικό πρόσηµο και όχι για την επιδότηση ηλεκτρικής ενέργειας και θέρµανσης των νοικοκυριών.
Σε αυτό το «πακέτο» θα έρθουν να «κουµπώσουν» και τα έσοδα από την έκτακτη εισφορά στους παρόχους ενέργειας, τα οποία, όπως ακριβώς έγινε και µε τα έσοδα από τα διυλιστήρια, δεν έχουν εγγραφεί στον Προϋπολογισµό, συνεπώς είναι extra. Η σχετική υπουργική απόφαση αναµένεται εντός του Φεβρουαρίου και, αν υπολόγιζε κανείς περί τα 300 εκατ. ευρώ, δεν θα ήταν µακριά από την πραγµατικότητα.
Τρίτη πηγή πρόσθετων εσόδων είναι η υπεραπόδοση της οικονοµίας, ειδικά στο πεδίο του τουρισµού, κι αυτό µόνο ευσεβής πόθος δεν είναι. Το βασικό σενάριο του Προϋπολογισµού προβλέπει τουριστικές εισπράξεις αντίστοιχες του 2022, δηλαδή γύρω στα 18 δισ. ευρώ. Ωστόσο, ήδη στο υπουργείο Οικονοµικών µιλάνε για ακόµα καλύτερη χρονιά από πέρσι, πατώντας στις θεαµατικές προκρατήσεις για το 2023.
Αν αναλογιστεί κανείς ότι µόνο από τον ΦΠΑ εισπράττονται περί τα 180 εκατ. ευρώ για κάθε επιπλέον 1 δισ. τουριστικών εισπράξεων, όπως επίσης ότι ο πολλαπλασιαστής του τουρισµού στην οικονοµία είναι γύρω στο 2,5x, τότε εύκολα µπορεί να συµµεριστεί την αισιοδοξία του οικονοµικού επιτελείου για επιπλέον έσοδα τουλάχιστον 300 εκατ. ευρώ.
INFOGRAPHICS: ΠΑΡΑΠΟΛΙΤΙΚΑ
Προβολές
Το χρονικό σηµείο που προσφέρεται για ασφαλείς εκτιµήσεις όλων των νέων δηµοσιονοµικών δεδοµένων είναι το τελευταίο 10ήµερο του Μαρτίου. Με τον ευρωπαϊκό χειµώνα να πλησιάζει στο τέλος του και τις ευρωπαϊκές πρωτοβουλίες να έχουν ενεργοποιηθεί («κόφτης» στις ακραίες διακυµάνσεις και πλατφόρµα για κοινές αγορές LNG), οι προβολές για την τιµή του φυσικού αερίου στο υπόλοιπο της χρονιάς θα πατάνε σε πιο σταθερές βάσεις. Για τον Μάρτιο έχουν προσδιορίσει τις αποφάσεις τους και οι υπουργοί Οικονοµικών στο Eurogroup αναφορικά µε τη στρατηγική που θα ακολουθήσουν τα κράτη-µέλη, σε συνάρτηση µε το µειούµενο ενεργειακό κόστος και την ανάγκη επιδοτήσεων για τις επίµονες πληθωριστικές πιέσεις. Το µόνο σίγουρο είναι ότι η ελληνική κυβέρνηση δεν σκοπεύει να αξιοποιήσει την «προίκα» των 1,2 δισ. ευρώ για έκτακτες εισοδηµατικές ενισχύσεις, αλλά για µόνιµα µέτρα ελαφρύνσεων, που θα έρθουν, όµως, να συµπληρώσουν τις πολιτικές στήριης των εισοδηµάτων σε αυτή τη δύσκολη συγκυρία.
Από την 1η Απριλίου θα «τρέξει» ο νέος κατώτατος µισθός, που όπως έχουν γράψει τα «Π» θα κινηθεί µεταξύ 752 ευρώ (+5,5%) και 766 ευρώ (+7,5%), µε πιθανό το σενάριο να φτάσει ακόµα και τα 783 ευρώ (+9,9%). Το ποσοστό αύξησης του κατώτατου µισθού θα πρέπει να καλύψει δύο βασικές, αλλά εν πολλοίς αντικρουόµενες ανάγκες. Από τη µια, θα πρέπει να ενισχυθούν τα εισοδήµατα περίπου 700 χιλιάδων οικονοµικά ευάλωτων νοικοκυριών, έτσι ώστε να αντέξουν τα κύµατα των ανατιµήσεων. Από την άλλη, δεν θα πρέπει να «γονατίσουν» οι µικροµεσαίες και µικρές επιχειρήσεις από µια αύξηση που θα ξεπερνά τις δυνατότητές τους. Κι εδώ ακριβώς έρχεται να «κουµπώσει» το πρώτο µέτρο που µπορεί να χρηµατοδοτηθεί από το πακέτο των 1,2 δισ. ευρώ: η περαιτέρω µείωση των ασφαλιστικών εισφορών.
Μια µείωση της τάξης του 0,6% -το υπόλοιπο από τη µείωση κατά 5%, που ήταν κυβερνητική δέσµευση έχει ετήσιο κόστος γύρω στα 400 εκατ. ευρώ, το οποίο δεν είναι ευκαταφρόνητο, αλλά δεν είναι και απαγορευτικό µε τα νέα δεδοµένα. Το µέτρο δεν θα καλύψει µόνο τους 700 χιλιάδες που αµείβονται µε τον κατώτατο µισθό, αλλά το σύνολο των 2,250 εκατοµµυρίων εργαζοµένων και των περίπου 300 χιλιάδων επιχειρήσεων-εργοδοτών τους. Κοινώς, µε έναν σµπάρο δυο τρυγόνια, αφού και έµµεση αύξηση µισθού θα φέρει και µείωση του λειτουργικού κόστους για τις επιχειρήσεις.
Δημοσιεύτηκε στο MoneyPro των ΠΑΡΑΠΟΛΙΤΙΚΩΝ στις 21/1