ΕΚΤΑΚΤΗ ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
Εργοδοτικό χάσμα για τον νέο κατώτατο μισθό - Προτείνουν φορολογικά ανταλλάγματα για να συναινέσουν σε «γενναία» αναπροσαρμογή
Προτείνουν φορολογικά ανταλλάγματα για να συναινέσουν σε «γενναία» αναπροσαρμογή
Οικονομικό χάσμα φαίνεται να χωρίζει τις εργοδοτικές οργανώσεις, αλλά και την πρόταση της κυβέρνησης
για «γενναία» αύξηση στον κατώτατο μισθό.
Ήδη οι εργοδότες στις προτάσεις που επεξεργάζονται ενόψει της τελικής έκθεσης προς την κυβέρνηση και της διαβούλευσης που θα γίνει στο υπουργείο Εργασίας στις 10 Φεβρουαρίου, φαίνεται πως θέτουν ως αντιστάθμισμα, προκειμένου «να συναινέσουν στη γενναία αύξηση», την παροχή αντίστοιχων φορολογικών κινήτρων. Την αρχή κάνει η ΓΣΕΒΕΕ, που προσεγγίζει -πάντα- σε θέσεις τη ΓΣΕΕ και προτείνει (όπως έγραψε η «Α») αυξήσεις 8%-10%, ζητά όμως την πλήρη κατάργηση του τέλους επιτηδεύματος. Γενικά, προτάσεις για αυξήσεις από 3% έως και 15,8% βρίσκονται ήδη στο τραπέζι της κυβέρνησης για την αναπροσαρμογή του κατώτατου μισθού από την 1η Απριλίου.
Ανά κλάδο
Από το ΚΕΠΕ αναφέρεται πως «δεδομένου ότι ο ρυθμός ανάπτυξης της Οικονομίας το 2023 εκτιμάται ότι θα κυμανθεί περίπου στο 2%, οποιαδήποτε αύξηση του κατώτατου μισθού πάνω από 3%-4% θα αυξήσει το μοναδιαίο κόστος εργασίας. Εντούτοις, επειδή και οι υπόλοιπες χώρες με τις οποίες ανταγωνιζόμαστε αναμένεται να αυξήσουν αξιόλογα τις κατώτατες αμοιβές τους, μια μάλλον όχι υπέρμετρα υψηλή αύξηση δεν θα δημιουργήσει αξιόλογο έλλειμμα ανταγωνιστικότητας».
Το ΙΟΒΕ, ο επιστημονικός φορέας της βιομηχανίας (ΣΕΒ), αποδέχεται τη μείωση της αγοραστικής δύναμης των μισθών, όχι όμως και τις απώλειες που έχουν υποστεί τα εισοδήματα λόγω της κρίσης, και περιορίζει την πρότασή της στο ύψος του μέσου για φέτος πληθωρισμού, δηλαδή αύξηση 6%. Ακόμα πιο «σφιχτός» εμφανίζεται ο κλάδος των τουριστικών επιχειρήσεων, ο οποίος, υπολογίζοντας την αύξηση του 7,54% της 1ης Μαΐου 2022 σε δωδεκάμηνη βάση, εκτιμά ότι φέτος ο κατώτατος ανέρχεται ήδη σε 877,88 ευρώ.
Οι έμποροι (ΕΣΕΕ) θεωρούν ότι η νέα αύξηση του κατώτατου μισθού θα πρέπει αφενός να είναι λελογισμένη -χαμηλότερη του ρυθμού πληθωρισμού- και αφετέρου ζητούν να συνδεθεί με επιδότηση των ασφαλιστικών εργοδοτικών εισφορών και την κατάργηση επιβαρύνσεων, όπως εκείνων του τέλους επιτηδεύματος και της προκαταβολής φόρων.
Ποιους αφορά
Σύμφωνα με το ΙΜΕ-ΓΣΕΒΕΕ, με τον κατώτατο μισθό αμείβεται το 55,9% επί του συνόλου των εργαζομένων της ηλικιακής ομάδας 15-24 ετών, δηλαδή το μεγαλύτερο μέρος των νεοεισερχόμενων στην αγορά εργασίας. Σε σχέση με το μέγεθος των επιχειρήσεων, το 47,2% των εργαζόμενων που θα επηρεαστούν από τη μεταβολή του κατώτατου μισθού εργάζονται σε επιχειρήσεις με έως 10 άτομα προσωπικό, το 29,6% σε επιχειρήσεις 10-50 εργαζομένων, το 11,4% σε επιχειρήσεις με 51 έως 250 εργαζόμενους και το 11,8% σε επιχειρήσεις με πάνω από 250 εργαζόμενους. Με άλλα λόγια, οι επιχειρήσεις των οποίων το κόστος λειτουργίας θα επηρεάσει η μεταβολή του κατώτατου μισθού είναι κατά κύριο λόγο οι μικρές και πολύ μικρές.
Τέλος, η ΓΣΕΕ υποστηρίζει στη σχετική μελέτη της για τη φορολογία ότι συνολικά την περίοδο 2008-2019 τα εισοδήματα από μισθούς και συντάξεις μειώθηκαν κατά 14% περίπου, τα εισοδήματα από ακίνητα κατά 22%, τα αγροτικά εισοδήματα κατά 25%, ενώ τα εισοδήματα από επιχειρηματική δραστηριότητα κατά 75% περίπου.
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα ΑΠΟΓΕΥΜΑΤΙΝΗ στις 7/2
Ήδη οι εργοδότες στις προτάσεις που επεξεργάζονται ενόψει της τελικής έκθεσης προς την κυβέρνηση και της διαβούλευσης που θα γίνει στο υπουργείο Εργασίας στις 10 Φεβρουαρίου, φαίνεται πως θέτουν ως αντιστάθμισμα, προκειμένου «να συναινέσουν στη γενναία αύξηση», την παροχή αντίστοιχων φορολογικών κινήτρων. Την αρχή κάνει η ΓΣΕΒΕΕ, που προσεγγίζει -πάντα- σε θέσεις τη ΓΣΕΕ και προτείνει (όπως έγραψε η «Α») αυξήσεις 8%-10%, ζητά όμως την πλήρη κατάργηση του τέλους επιτηδεύματος. Γενικά, προτάσεις για αυξήσεις από 3% έως και 15,8% βρίσκονται ήδη στο τραπέζι της κυβέρνησης για την αναπροσαρμογή του κατώτατου μισθού από την 1η Απριλίου.
Ανά κλάδο
Από το ΚΕΠΕ αναφέρεται πως «δεδομένου ότι ο ρυθμός ανάπτυξης της Οικονομίας το 2023 εκτιμάται ότι θα κυμανθεί περίπου στο 2%, οποιαδήποτε αύξηση του κατώτατου μισθού πάνω από 3%-4% θα αυξήσει το μοναδιαίο κόστος εργασίας. Εντούτοις, επειδή και οι υπόλοιπες χώρες με τις οποίες ανταγωνιζόμαστε αναμένεται να αυξήσουν αξιόλογα τις κατώτατες αμοιβές τους, μια μάλλον όχι υπέρμετρα υψηλή αύξηση δεν θα δημιουργήσει αξιόλογο έλλειμμα ανταγωνιστικότητας».Το ΙΟΒΕ, ο επιστημονικός φορέας της βιομηχανίας (ΣΕΒ), αποδέχεται τη μείωση της αγοραστικής δύναμης των μισθών, όχι όμως και τις απώλειες που έχουν υποστεί τα εισοδήματα λόγω της κρίσης, και περιορίζει την πρότασή της στο ύψος του μέσου για φέτος πληθωρισμού, δηλαδή αύξηση 6%. Ακόμα πιο «σφιχτός» εμφανίζεται ο κλάδος των τουριστικών επιχειρήσεων, ο οποίος, υπολογίζοντας την αύξηση του 7,54% της 1ης Μαΐου 2022 σε δωδεκάμηνη βάση, εκτιμά ότι φέτος ο κατώτατος ανέρχεται ήδη σε 877,88 ευρώ.
Οι έμποροι (ΕΣΕΕ) θεωρούν ότι η νέα αύξηση του κατώτατου μισθού θα πρέπει αφενός να είναι λελογισμένη -χαμηλότερη του ρυθμού πληθωρισμού- και αφετέρου ζητούν να συνδεθεί με επιδότηση των ασφαλιστικών εργοδοτικών εισφορών και την κατάργηση επιβαρύνσεων, όπως εκείνων του τέλους επιτηδεύματος και της προκαταβολής φόρων.
Ποιους αφορά
Σύμφωνα με το ΙΜΕ-ΓΣΕΒΕΕ, με τον κατώτατο μισθό αμείβεται το 55,9% επί του συνόλου των εργαζομένων της ηλικιακής ομάδας 15-24 ετών, δηλαδή το μεγαλύτερο μέρος των νεοεισερχόμενων στην αγορά εργασίας. Σε σχέση με το μέγεθος των επιχειρήσεων, το 47,2% των εργαζόμενων που θα επηρεαστούν από τη μεταβολή του κατώτατου μισθού εργάζονται σε επιχειρήσεις με έως 10 άτομα προσωπικό, το 29,6% σε επιχειρήσεις 10-50 εργαζομένων, το 11,4% σε επιχειρήσεις με 51 έως 250 εργαζόμενους και το 11,8% σε επιχειρήσεις με πάνω από 250 εργαζόμενους. Με άλλα λόγια, οι επιχειρήσεις των οποίων το κόστος λειτουργίας θα επηρεάσει η μεταβολή του κατώτατου μισθού είναι κατά κύριο λόγο οι μικρές και πολύ μικρές. Τέλος, η ΓΣΕΕ υποστηρίζει στη σχετική μελέτη της για τη φορολογία ότι συνολικά την περίοδο 2008-2019 τα εισοδήματα από μισθούς και συντάξεις μειώθηκαν κατά 14% περίπου, τα εισοδήματα από ακίνητα κατά 22%, τα αγροτικά εισοδήματα κατά 25%, ενώ τα εισοδήματα από επιχειρηματική δραστηριότητα κατά 75% περίπου.
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα ΑΠΟΓΕΥΜΑΤΙΝΗ στις 7/2