Ηρέμησαν οι αγορές μετά τη «διάσωση» της Credit Suisse
-της ευρωπαϊκής συστημικής τράπεζας-, καθώς θα δανειστεί 50 δισ. ελβετικά φράγκα από την Κεντρική Τράπεζα της Ελβετίας (SNB). Ωστόσο, οι αναταράξεις από την παρ’ ολίγον κατάρρευση, που ήρθε στον απόηχο των κραχ των αμερικανικών Silicon Valley Bank και Signature Bank, δεν στάθηκαν αρκετές για να πείσουν τους αξιωματούχους της ΕΚΤνα επιβραδύνουν την αύξηση των επιτοκίων, ανακοινώνοντας πως αυτή θα ανέλθει στις 50 μονάδες βάσης.
Η απόφαση του εποπτικού φορέα της ελβετικής κεφαλαιαγοράς (FINMA) και της SNB να προσφέρει σανίδα σωτηρίας στην πολύπαθη Credit Suisse τής επιτρέπει να επαναγοράσει περί τα 3 δισ. ελβετικά φράγκα από το χρέος της, προκειμένου να ενισχύσει τη ρευστότητά της, μετά την πτώση της αξίας των μετοχών της κατά 30% την Τετάρτη. Η τράπεζα ανακοίνωσε πως σχεδιάζει να προβεί σε προσφορά σε μετρητά για 10 τίτλους ανώτερων χρεογράφων σε δολάρια ΗΠΑ αξίας έως 2,5 δισ. δολαρίων και τέσσερις τίτλους ανώτερων χρεογράφων σε ευρώ αξίας έως 500 εκατ. ευρώ. Η μετοχή της ανέκαμψε στο +22% την Πέμπτη, ενώ η άνοδος στο άνοιγμα ξεπέρασε το 30%. Ο διευθύνων σύμβουλος, Ούλριχ Κέρνερ, ανακοίνωσε πως η τράπεζα «συνεχίζει τον στρατηγικό μετασχηματισμό», μέρος του οποίου περιελάμβανε την πώληση τμήματος του επενδυτικού της βραχίονα και την περικοπή χιλιάδων θέσεων εργασίας.
Η παραδοχή
Με τη μετοχή της εξασθενημένη έπειτα από τουλάχιστον μία διετία αδυναμιών και σκανδάλων, η Credit Suisse παραδέχθηκε στην ετήσια έκθεσή της την Τρίτη ότι εντοπίστηκαν «ουσιώδεις αδυναμίες» στις διαδικασίες για τα χρηματοοικονομικά αποτελέσματα του 2022 και του 2021, πως ο ελεγκτής της PwC εξέδωσε «αρνητική γνώμη» σχετικά με την αποτελεσματικότητα του εσωτερικού ελέγχου του ομίλου, ενώ κλήθηκε τελευταία στιγμή από την αμερικανική Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς (SEC), που της έθεσε ερωτήματα για τις ενοποιημένες καταστάσεις ταμειακών ροών του 2020 και του 2019. Και παρά την ανακοίνωση πως υιοθετεί «σχέδιο αποκατάστασης», έγινε γνωστό ότι η Saudi National Bank (SNB), που κατέχει το 9,9% των μετοχών της Credit Suisse και είναι ο κυριότερος μέτοχός της, αρνήθηκε να προχωρήσει σε νέα κεφαλαιακή ενίσχυση. Αυτό έσπειρε τον πανικό, παρότι αποδόθηκε σε ρυθμιστικούς λόγους, καθώς περαιτέρω επένδυση θα οδηγούσε τη σαουδαραβική τράπεζα να αυξήσει το ποσοστό ελέγχου της Credit σε πάνω από 10%. Ετσι, όταν οι επενδυτές στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού κάθισαν στα
Ο δείκτης SX7P κατρακύλησε στο χαμηλότερο επίπεδο από τις αρχές Ιανουαρίου και προκλήθηκε απότομο sell-off στις αγορές συναλλάγματος
γραφεία τους την Τετάρτη, ο ελβετικός κολοσσός είχε ήδη απολέσει περισσότερο από το 1/5 της αξίας των μετοχών του. Ο επικεφαλής της σαουδαραβικής SNB, Αμάρ αλ Χουντάιρι, χαρακτήρισε την κατακρήμνιση της μετοχής της αδικαιολόγητη.
Από τις αρχές της εβδομάδας, ο αναλυτής της Wall Street Ρόμπερτ Κιγιοσάκι είχε προβλέψει πως η επόμενη τράπεζα που θα κατέρρεε θα ήταν η Credit Suisse, ενώ ο Αμερικανός οικονομολόγος Νουριέλ Ρουμπινί χαρακτήρισε την κρίση της Credit Suisse «στιγμή Lehman» της Ευρώπης. Τα δεινά της ελβετικής τράπεζας οδήγησαν τον ευρύτερο ευρωπαϊκό τραπεζικό δείκτη SX7P στο χαμηλότερο επίπεδο από τις αρχές Ιανουαρίου και προκάλεσαν απότομο sell-off στις αγορές συναλλάγματος.
Την Πέμπτη, μετά και τις ανακοινώσεις, μειώθηκε το κόστος ασφάλισης των ομολόγων της Credit Suisse έναντι χρεοκοπίας, αν και παρέμενε σε προβληματικό έδαφος, σύμφωνα με το Bloomberg. Τo spread προσφοράς-ζήτησης (bid-ask) μειώθηκε, με τους επενδυτές να αναφέρουν τιμές από 10,5 έως 17,5 μονάδες για CDS ενός έτους, όταν την Τετάρτη το εύρος είχε φτάσει τις 20 ως 30 μονάδες.
Οι ανακοινώσεις
Το Διοικητικό Συμβούλιο της ΕΚΤ αύξησε τελικά τα επιτόκια δανεισμού κατά 50 μονάδες βάσης, όπως είχε προαναγγελθεί και παρά τις εκτιμήσεις πως θα προχωρούσε σε μία κίνηση κατά 25 μ.β. ή ακόμα λιγότερο, θέτοντας ως βασική προτεραιότητα τον υψηλό πληθωρισμό. H Κριστίν Λαγκάρντ υπογράμμισε ότι ο τραπεζικός τομέας στην ευρωζώνη είναι «ανθεκτικός», με «ισχυρή κεφαλαιοποίηση και ρευστότητα», αλλά και πως η ΕΚΤ είναι έτοιμη να λάβει τα απαραίτητα μέτρα, αν αυτό καταστεί αναγκαίο, προκειμένου να διαφυλάξει τη σταθερότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος στην ευρωζώνη. Ταυτόχρονα, τόνισε πως ο πληθωρισμός στην ευρωζώνη θα παραμείνει σε πολύ υψηλά επίπεδα και πάνω από τον στόχο του 2%, μέχρι το 2025.
Δεδομένης της αβεβαιότητας στην τρέχουσα συγκυρία, σημείωσε, η απόφαση της ΕΚΤ οφείλει να είναι «στιβαρή» προκειμένου να υπάρξουν αποτελέσματα.
*Δημοσιεύθηκε στo ένθετο ‘’MoneyPro’’ της εφημερίδας «Παραπολιτικά» στις 18/3/23