Παρά το γεγονός ότι οι κίνδυνοι για την χρηματοπιστωτική σταθερότητα έχουν αυξηθεί, φαίνεται ότι δεν είναι πιθανή η επανάληψη μίας παγκόσμιας κρίσης στο χρηματοπιστωτικό σύστημα, ανάλογη με αυτή του 2007-2008, σχολίασε ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδας, Γιάννης Στουρνάρας , σε συζήτηση που συμμετείχε, στο πλαίσιο του επίσημου δείπνου του Economist στην Αθήνα.

Ο κ. Στουρνάρας αναφέρθηκε ιδιαίτερα και στο μέτωπο της νομισματικής πολιτικής, καθώς υπάρχουν ερωτήματα για το πόσες ακόμη αυξήσεις των επιτοκίων θα αποφασίσει η ΕΚΤ, με τον ίδιο να στέκεται στον συνεχιζόμενο κίνδυνο του υψηλού πληθωρισμού, καθώς ο δομικός πληθωρισμός επιμένει. Αν καιη ύφεση έχει αρχίσει να κάνει την εμφάνισή της σε κράτη-μέλη της ΕΕ.

«O πληθωρισμός στη ζώνη του ευρώ έχει μειωθεί σημαντικά από το περασμένο φθινόπωρο, εξακολουθεί όμως να είναι πολύ υψηλός. Αφού κορυφώθηκε στο 10,6 % τον Οκτώβριο του 2022 υποχώρησε στο 6,1% τον προηγούμενο μήνα, στο χαμηλότερο επίπεδο για πάνω από ένα έτος. Θέλω να επισημάνω στο σημείο αυτό τη σημαντική επιβράδυνση που σημείωσε ο πληθωρισμός και στην Ελλάδα, φτάνοντας στο 4,1% τον Μάιο, σε ένα από τα πέντε χαμηλότερα επίπεδα στη ζώνη του ευρώ» τόνισε ο διοικητής της ΤτΕ.

Σε τροχιά υποχώρησης ο πληθωρισμός


Τρεις κυρίως λόγοι μάς επιτρέπουν να προβλέπουμε περαιτέρω αποκλιμάκωση του πληθωρισμού, εξήγησε ο κ. Στουρνάρας:

«α) πρώτον, υποχωρούν σημαντικά οι τιμές τις ενέργειας. Μάλιστα ο πληθωρισμός της ενέργειας κινήθηκε σε αρνητικά κατά μέσο όρο επίπεδα το προηγούμενο τρίμηνο. Η δε, τιμή του φυσικού αερίου βρίσκεται πλέον κοντά στα επίπεδα που παρατηρήθηκαν πριν από τον πόλεμο στην Ουκρανία. Παρατηρούμε δηλαδή την εκτόνωση σε μεγάλο βαθμό των πληθωριστικών πιέσεων από την πλευρά της ενέργειας.

β) δεύτερον, έχουν σε μεγάλο βαθμό εξανεμιστεί οι πληθωριστικές πιέσεις λόγω του ανοίγματος της οικονομίας και της συνακόλουθης αυξημένης ζήτησης μετά την πανδημία, καθώς έχουν σταδιακά μειωθεί οι κραδασμοί από την πλευρά της προσφοράς που πήγαζαν από διαταράξεις στο διεθνές εμπόριο και ελλείψεις πρώτων υλών και εξοπλισμού.

γ) τρίτον, λόγω της δυναμικής μετάδοσης της αυστηροποίησης της νομισματικής πολιτικής στις χρηματοπιστωτικές συνθήκες. Οι αυξήσεις των βασικών επιτοκίων της ΕΚΤ είναι πρωτοφανείς, τόσο σε ταχύτητα όσο και σε ένταση και μεταδίδονται ήδη δυναμικά στις συνθήκες χρηματοδότησης προς τις επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά, επηρεάζοντας σημαντικά και τα νομισματικά μεγέθη (Μ3, Μ1). Αναφέρω χαρακτηριστικά ότι η ζήτηση επιχειρηματικών δανείων στην ευρωζώνη κατά τους τρεις πρώτους μήνες του 2023 σημείωσε τη μεγαλύτερη καθαρή πτώση από την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση του 2008-09. Επιπλέον, τα επιτόκια δανεισμού για επιχειρηματικά και στεγαστικά δάνεια έχουν αυξηθεί σημαντικά σε επίπεδα που είχαμε να δούμε για μια δεκαετία».

Τι σημαίνει αυτό πρακτικά; Όπως επεσήμανε «δεν ξέρουμε πόσες αυξήσεις θα γίνουν. Δεν μπορώ να αποκλείσω το οτιδήποτε, ακόμα και μια παύση τον Ιούλιο ή δύο επιπλέον αυξήσεις, καθώς αγώμεθα από τα οικονομικά στοιχεία».

«Έξι μήνες, ένας χρόνος; Το βέβαιο είναι ότι όταν ο πληθωρισμός φθάσει κοντά στο 2%» τότε τα επιτόκια θα ακολουθήσουν, σημείωσε ακόμα ο Γιάννης Στουρνάρας, υπογραμμίζοντας, πάντως, ότι «είμαστε κοντά στο τέλος της σύσφιξης».

Πάντως, οι μέχρι τώρα συνεχόμενες αυξήσεις των επιτοκίων από την ΕΚΤ έχουν αρχίσει να έχουν συνέπειες στις οικονομίες, όπως παραδέχτηκε, και μάλιστα με τη Γερμανία και την Ολλανδία να βρίσκονται αντιμέτωπες με την ύφεση στον τομέα της βιομηχανίας.

Σταθερό το ευρωπαϊκό τραπεζικό σύστημα

Αναφερόμενος στην πρόσφατη τραπεζική κρίση που προκάλεσαν οι καταρρεύσεις περιφερειακών τραπεζών στις ΗΠΑ και οδήγησαν στην εξαγορά της Credit Suisse από τη UBS, ο διοικητής της ΤτΕ ξεκαθάρισε ότι το τραπεζικό σύστημα της Ευρώπης είναι πολύ καλύτερα «θωρακισμένο» από το αμερικανικό.

«Στην Ευρώπη διαθέτουμε ένα εποπτικό πλαίσιο το οποίο ενσωμάτωσε όλα τα μαθήματα από την κρίση του 2007-08. Ως αποτέλεσμα, οι τράπεζες έχουν βελτιώσει σημαντικά την ποιότητα του ενεργητικού τους, τα επίπεδα κεφαλαιακής τους επάρκειας και τα αποθέματα ρευστότητας, καθώς και την διακυβέρνηση των κινδύνων και τα συστήματα εσωτερικού τους ελέγχου. Είναι λοιπόν σε σαφώς καλύτερη θέση να απορροφήσουν τους κλυδωνισμούς από μία αναταραχή όπως αυτή που βιώσαμε πρόσφατα» εξήγησε.

Αναλόγως, στην τοποθέτησή του έδωσε ιδιαίτερη έμφαση στο αυστηρό εποπτικό πλαίσιο που διέπει το ευρωπαϊκό τραπεζικό σύστημα, καθώς και στον χαμηλό δείκτη Κόκκινων Δανείων στα χαρτοφυλάκια των συστημικών τραπεζών, όπως επίσης και στην πολύ υψηλή κεφαλαιακή επάρκεια.

«Παρά τις βελτιώσεις στο θεσμικό πλαίσιο και τις εποπτικές πρακτικές, παραμένει ο κίνδυνος μία τράπεζα να καταρρεύσει, οπότε χρειάζεται επαγρύπνηση από τις εποπτικές αρχές και -όπου χρειάζεται- στοχευμένες βελτιώσεις στο εποπτικό πλαίσιο», τόνισε. 

Απαραίτητο το Ευρωπαϊκό Σύστημα Ασφάλισης Καταθέσεων

Παράλληλα, με αφορμή τη διαγραφή των ομολόγων AT1 της Credit Suisse στο πλαίσιο της συμφωνίας για τη «διάσωση» της ελβετικής τράπεζας, ο Γιάννης Στουρνάρας επανέλαβε τη σημασία της δημιουργίας ενός κεντρικού μηχανισμού που θα διασφαλίζει τις καταθέσεις. Το Ευρωπαϊκό Σύστημα Ασφάλισης Καταθέσεων (EDIS) θα ενώσει το υφιστάμενο παζλ των διαφορετικών εθνικών συστημάτων στα κράτη – μέλη, φέρνοντας ένα βήμα πιο κοντά την τραπεζική ένωση σε επίπεδο ΕΕ.

«Μπορεί μεν το τραπεζικό σύστημα να είναι σαφώς πιο υγιές και φερέγγυο σε σχέση με το παρελθόν, αλλά αυτό δε σημαίνει εφησυχασμό. Χρειάζεται αποτελεσματική εποπτεία τόσο σε μικροπροληπτικό επίπεδο (περιλαμβανομένων των τραπεζών μικρότερου μεγέθους) όσο και σε μακροπροληπτικό επίπεδο. Επίσης, είναι σκόπιμο, κατά την άσκηση νομισματικής πολιτικής, να λαμβάνονται υπόψη κίνδυνοι που αφορούν στην χρηματοπιστωτική σταθερότητα καθώς ενδέχεται να επηρεαστεί ο μηχανισμός μετάδοσης της νομισματικής πολιτικής».