Η προοπτική ανάκτησης της επενδυτικής βαθμίδας , καθώς και το πόσο κοντά βρίσκεται η επόμενη αναβάθμιση της ελληνικής αξιολόγησης, τέθηκαν στο επίκεντρο του FinForum 2023, το οποίο πραγματοποιείται στο ξενοδοχείο «King George» στην Αθήνα, υπό την αιγίδα της Ελληνικής Ένωσης Τραπεζών.

Όπως ανακοινώθηκε, στο πλαίσιο της συζήτησης, με κεντρικό θέμα «Focus: The road towards investment grade», την οποία συντόνισε ο Δημήτρης Πεφάνης, Διευθυντής του CNN Greece, ο Σάμιουελ Τίλερεϊ, αναλυτικής των Sovereign Ratings για την S&P, δήλωσε ότι «μετά τις εκλογές, οι πιθανότητες για το θετικό σενάριο είναι μεγαλύτερες». Όμως, «υπάρχει μία νέα κυβέρνηση, ένα νέο υπουργικό συμβούλιο, ένας νέος υπουργός Οικονομικών. Κι αυτές είναι αλλαγές που φέρνουν μία αβεβαιότητα», έσπευσε να προσθέσει: «Είμαστε κοντά, αλλά δεν έχουμε φτάσει ακόμη. Έχουμε χρόνο μπροστά μας μέχρι την επόμενη αξιολόγηση».

«Προσπαθούμε να αλλάζουμε την αξιολόγηση κάθε 12 μήνες. Για την Ελλάδα, αυτό το ρολόι έχει αρχίσει να χτυπάει από τον Απρίλιο. Στο ημερολόγιό μας έχουμε την 20ή Οκτωβρίου. Πριν από αυτή την ανακοίνωση, θα πρέπει να δούμε αν έχουμε αρκετές πληροφορίες για να αλλάξουμε την αξιολόγηση» συνέχισε ο κ. Τίλερεϊ. Ξεκαθάρισε, πάντως, ότι εφόσον δεν έχουν αρκετές πληροφορίες μέχρι τότε, δεν θα διστάσουν να περιμένουν: «Δεν θα βιαστούμε να λάβουμε μία απόφαση. Αντιμετωπίζουμε την Ελλάδα όπως κάθε άλλη χώρα και θέλουμε να είμαστε σίγουροι ότι θα λάβουμε τη σωστή απόφαση».

Σε ό,τι αφορά τις μεταρρυθμίσεις, επεσήμανε ότι τα προβλήματα στο δικαστικό σύστημα συγκαταλέγονται στους παράγοντες που αποτρέπουν τις επενδύσεις στη χώρα: «Η συνέχιση της ψηφιοποίησης, η φορολογική συμμόρφωση, οι ιδιωτικοποιήσεις αλλά και το εμπορικό ισοζύγιο είναι πράγματα που επίσης κοιτάμε».

Σε ό,τι αφορά τις εγχώριες τράπεζες, ο Γκοκσενίν Καραγκόζ, τραπεζικός αναλυτής της  S&P, σημείωσε ότι μία τοποθέτηση από μεγάλα επενδυτικά κεφάλαια στη μετοχική τους σύνθεση θα συμβάλει στην περαιτέρω αναβάθμισή τους. Επίσης, σημείωσε ότι η βελτίωση της ελληνικής Οικονομίας συντρέχει στην πρόοδο των τραπεζών, οι οποίες έχουν ανακάμψει από την πρόσφατη κρίση, βελτιώνοντας αισθητά την κερδοφορία τους. Αλλά «έχουμε ακόμη δρόμο», σημείωσε. Δεν παρέλειψε, δε, να αναφερθεί και στις διεθνείς προκλήσεις, οι οποίες αφορούν τις αυξήσεις επιτοκίων και το πώς αυτές επηρεάζουν μακροπρόθεσμα τους ισολογισμούς των ιδρυμάτων.

Ο Ηλίας Λεκκός, επικεφαλής Οικονομικής Ανάλυσης και Επενδυτικής Στρατηγικής του Ομίλου Τράπεζας Πειραιώς, διευκρίνισε ότι οι επιπτώσεις από την ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας είναι διαφορετικές στην Οικονομία και διαφορετικές στις αγορές. Στην πρώτη περίπτωση, οι επιπτώσεις θα είναι εξαιρετικά περιορισμένες, ενώ στη δεύτερη περίπτωση «θα δούμε μακροπρόθεσμα θετικές επιπτώσεις». Και εξήγησε: «Υπάρχουν κεφάλαια θεσμικών επενδυτών, τα οποία να επενδύουν αποκλειστικά σε investment grade οικονομίες. Άρα, μόλις η Ελλάδα ανακτήσει την επενδυτική βαθμίδα, περιμένουμε να μπούμε στο ραντάρ μερίδας επενδυτών, οι οποίοι μέχρι τώρα δεν μπορούσαν να επενδύσουν σ’ εμάς». Πάντως, επανέλαβε ότι η ανάκτηση της βαθμίδας θα έχει περισσότερο σημειολογική σημασία, παρά πραγματικό αντίκτυπο. «Όπως το 2010 τα προβλήματα ξεκίνησαν με τις διαδοχικές υποβαθμίσεις, τώρα επιστρέφοντας στην επενδυτική βαθμίδα θα έχουμε την ψυχολογική δικαίωση ότι όλα αυτά είναι πίσω».

Την ίδια στιγμή, ο κ. Λεκκός υπογράμμισε την ανάγκη αντιμετώπισης όσων παραγόντων είναι πιθανό να αποτρέψουν την Οικονομία από το να συνεχίσει να αναπτύσσεται με υψηλούς ρυθμούς. Το πρώτο, όπως αποσαφήνισε, είναι το εργατικό δυναμικό, καθώς σε ορισμένους κλάδους υπάρχει έλλειψη εργαζόμενων. Το δεύτερο, συμπλήρωσε, σχετίζεται με τα δίκτυα ηλεκτρικής ενέργειας. «Η στροφή στην πράσινη μετάβαση προσφέρει μια τεράστιας σημασίας ευκαιρία για την Ελλάδα», σχολίασε.

Από την πλευρά του, ο Τάσος Αναστασάτος, επικεφαλής οικονομολόγος του ομίλου της Eurobank, παραδέχθηκε ότι τα βραχυπρόθεσμα οφέλη της επενδυτικής βαθμίδας έχουν ήδη προεξοφληθεί. Μακροπρόθεσμα, όμως, θα υπάρξουν επιπτώσεις. Κι αυτό, κυρίως, στη φήμη της χώρας, καθώς για χρόνια «ήμασταν μια ανορθογραφία της Ευρωζώνης». Υπάρχει, όπως προσέθεσε, και η πραγματική επίπτωση: «Πολλά κεφάλαια δεν μπορούν να επενδύσουν σε χώρες χωρίς επενδυτική βαθμίδα. Υπολογίζεται ότι αυτό αφορά περίπου 9/10 επενδυτικά κεφάλαια. Επομένως, θα μπούμε στο ραντάρ αυτών των κεφαλαίων». Όμως, την ίδια στιγμή, θα βγούμε από το ραντάρ όσων επενδύουν σε αναδυόμενες αγορές. «Τώρα είμαστε ένα μεγάλο ψάρι σε μια μικρή πισίνα και θα πάμε να γίνουμε ένα μικρό ψάρι σε μεγάλη πισίνα» δήλωσε, χαρακτηριστικά.

Όσον αφορά στα κριτήρια για την επιστροφή στην επενδυτική βαθμίδα, ο κ. Αναστασάτος εξήγησε ότι ήδη πληρούνται τα βασικά για τη δημοσιονομική και την κυβερνητική σταθερότητα, για την εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων και για την ανταγωνιστικότητα. Όμως, πρέπει να γίνει δουλειά στην απονομή δικαιοσύνης, στη λειτουργία του δημοσίου, στη σύνδεση πανεπιστημίων-αγοράς εργασίας, στο κτηματολόγιο κ.ά.

Την ίδια στιγμή, η Φαίη Μακαντάση, διευθύντρια Ερευνών στη ΔιαΝΕΟσις, επέλεξε να αναφερθεί στη διεθνή συγκυρία και στην κατάσταση της παγκόσμιας Οικονομίας. «Η ταχεία ανάκαμψη από την πανδημία έχει επιβραδυνθεί. Μιλάμε για ισχνή ανάπτυξη στο 2,7%, δηλαδή στο χαμηλότερο επίπεδο από την παγκόσμια κρίση» ανέφερε, μεταξύ άλλων, μην παραλείποντας να αναφερθεί και στον κίνδυνο του στασιμοπληθωρισμού. Διαπίστωσε, πάντως, ότι η Ελλάδα είναι κάπως καλύτερα σε σχέση με τις υπόλοιπες χώρες, καθώς περιμένει ανάπτυξη 2,4%.

«Η Ελλάδα έχει ανακτήσει την απώλεια του ρυθμού ανάπτυξης ως απόρροια της πανδημίας, αλλά δεν έχει καλύψει την απώλεια της 10ετούς οικονομικής κρίσης» συνέχισε η κυρία Μακαντάση. Σε κάθε περίπτωση, από το 2012, όταν η Ελλάδα έχανε μεγάλες ποσότητες αξιοπιστίας, έχουν αλλάξει πολλά πράγματα: «Έχουμε προχωρήσει τις μεταρρυθμίσεις, ενώ μένει να κάνουμε ορισμένα πράγματα ακόμα, ώστε να ελληνικά assets από κερδοσκοπικά να γίνουν και πάλι επενδύσιμα».

Στο φλέγον ζήτημα της επενδυτικής βαθμίδας εστίασε και ο Φεντερίκο Μπαρίγκα Σαλαζάρ, διευθυντής της Fitch Ratings, o οποίος υποστήριξε ότι τον Δεκέμβριο, όταν θα δημοσιευθεί η τελευταία έκθεση του οίκου αξιολόγησης για το 2023, θα υπάρχει μια ενδιαφέρουσα ανάλυση για την Ελλάδα. Αναγνώρισε δε, ότι η αξιοπιστία της χώρας έχει βελτιωθεί, όπως και η ικανότητα εφαρμογής των αναγκαίων μεταρρυθμίσεων. «Και η πολιτική σταθερότητα βοηθάει σ’ όλα αυτά για να αντιμετωπιστούν τα μακροπρόθεσμα προβλήματα». Ο ίδιος επανέλαβε ότι παρατηρείται μια αλλαγή δυναμικής στην ελληνική οικονομία, χωρίς βέβαια να παραλείψει να αναφέρει ότι υπάρχουν και τομείς που επικρατεί ανησυχία και πρέπει να έχουμε τα μάτια ανοιχτά. «Πρέπει να δούμε όλη την checklist», σχολίασε ενδεικτικά. Ειδική μνεία έκανε και στις τράπεζες, εξηγώντας ότι πρέπει να δούμε το πώς οι εξελίξεις στην παγκόσμια νομισματική πολιτική θα επιδράσουν και θα επηρεάσουν τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα.