Οι πραγματικές διαστάσεις της «ιδιότυπης συμφωνίας» στο Eurogroup της περασμένης Δευτέρας, αρχίζουν να αποκαλύπτονται σταδιακά –όπως συμβαίνει άλλωστε σε αυτές τις περιπτώσεις- και οδηγούν και πάλι σε ένα νέο πολιτικό θρίλερ, με απρόβλεπτες διαστάσεις.

Όπως εκτιμούν οι περισσότεροι αναλυτές, όπως λόγου χάρη χθες η Citigroup, η συμφωνία ελάφρυνσης του ελληνικού χρέους θολώνει από την έλλειψη προόδου σε άλλα μέτωπα.

Και αυτά δεν είναι άλλα από την επίτευξη των υπέρογκων πρωτογενών πλεονασμάτων αρχικά για το 2018 αλλά πολύ περισσότερο και για τα υπόλοιπα χρόνια, άγνωστο πόσα. Στην καλύτερη των περιπτώσεων με βάση αυτά που ακούστηκαν στο Συμβούλιο υπουργών είναι από 3 έως 5 χρόνια και στη χειρότερη (αυτή που υποστήριξε η γερμανική πλευρά) είναι μία δεκαετία.

Σε όλες τις περιπτώσεις εάν συμπεριλάβει κάποιος μεταρρυθμίσεις και περικοπές, ο λόγος κέρδους χασούρας γέρνει εμφανώς προς τη δεύτερη πλευρά.

Επιπλέον όπως σημειώνει η citi, ο κυβερνητικός εκπρόσωπος, είπε ότι το ΔΝΤ ασκεί μεγαλύτερη πίεση στην Ελλάδα για να λάβει πρόσθετα μέτρα για να διατηρηθεί το πρωτογενές πλεόνασμα στο 3,5% του ΑΕΠ μετά το 2018, αντί να πιέσει τους Ευρωπαίους πιστωτές να δώσουν μεγαλύτερη σαφήνεια σχετικά με τα μεσοπρόθεσμα και τα μακροπρόθεσμα μέτρα ελάφρυνσης του χρέους μετά το 2018.

Ίσως πίσω από αυτή τη φράση να κρύβεται και το πολιτικό παιχνίδι μεταξύ Βερολίνου – ΔΝΤ που παίχτηκε όλο αυτόν τον καιρό με τη δήθεν διαφωνία τους ως προς τη συμμετοχή του ή μη στο ελληνικό πρόγραμμα.

Σύμφωνα με πληροφορίες που αναμεταδίδονται από Διεθνή πρακτορεία και ΜΜΕ, ουσιαστικά όλο αυτόν τον καιρό Σόιμπλε και Λαγκάρντ είχαν συμφωνήσει στο παρασκήνιο. Και αν σκεφτεί κάποιος τα αποτελέσματα της συμφωνίας η παραπάνω «συνομωσιολογία» να έχει ουσιαστικά βάση.

Ο Σόιμπλε έδωσε στην Ελλάδα τα βραχυπρόθεσμα μέτρα για το χρέος και έτσι είναι εντάξει ως προς τα συμφωνηθέντα. Τα μέτρα όπως σχολιάζει η Citi, είναι αυτά ακριβώς που είχαν συμφωνηθεί επί της αρχής τον περασμένο Μάιο, μετά την ολοκλήρωση της αξιολόγησης. Σύμφωνα με την αμερικάνικη τράπεζα, αυτά τα μέτρα δεν θα έχουν καμία επίπτωση στην βραχυπρόθεσμη πορεία του λόγου του χρέους προς το ΑΕΠ, ενώ οι μακροπρόθεσμες επιπτώσεις θα είναι μικρές σε σχέση με το μέγεθος του δείκτη του χρέους.

Με αυτόν τον τρόπο ο Σόιμπλε είναι εντάξει με την εσωτερική κοινή γνώμη ενόψει των γερμανικών εκλογών αλλά και σε σχέση με τους βουλευτές του κυβερνώντος κόμματος οι οποίοι επιμένουν να θέλουν το ΔΝΤ εντός παιχνιδιού. Ο Σόιμπλε μπορεί να επικαλείται ότι προχωράει βάσει προγραμματισμού για τη ρύθμιση του ελληνικού χρέους. Δηλαδή πρώτα τα βραχυπρόθεσμα, μετά το 2018 τα μεσοπρόθεσμα και κατόπιν τα μακροπρόθεσμα.

Απ’ την άλλη πλευρά το ΔΝΤ από τη στιγμή που και η Ελλάδα συμφώνησε σε τόσο μεγάλα πλεονάσματα είναι… «ελεύθερο» να πιέζει για μέτρα -4,2 δισ. ευρώ όπως αποκάλυψε ο αναπληρωτής υπουργός οικονομικών Γιώργος Χουλιαράκης- θεωρώντας ότι μόνον έτσι θα επιτευχθεί ο στόχος. Ούτως ή άλλως τα σκληρά μέτρα, όπως αποδεικνύεται και από την πορεία των διαπραγματεύσεων για τη β΄ αξιολόγηση δεν έφυγαν στιγμή από τη λογική του ΔΝΤ.

Και τώρα λοιπόν αφού ξεπεράστηκαν τα… διαδικαστικά με την Ελλάδα, ο υπουργός Οικονομικών της Γερμανίας μπορεί να… διευκολύνει το μόνιμο κακό στην υπόθεση ΔΝΤ απειλώντας ακόμη και με Grexit.

«Μέτρα ή έξοδος από το ευρώ είπε ο κ. Σόιμπλε» συνεπικουρούμενος το μεγάλο του σύμμαχο ΔΝΤ, ρίχνοντας το μπαλάκι και πάλι στην πλευρά της Αθήνας.

Όλα τα παραπάνω βάζουν την ελληνική κυβέρνηση σε μία αδιέξοδη κατάσταση.

Ο Σόιμπλε της έδωσε το χρέος, ικανοποιώντας το μόνιμο αίτημα της, βάζοντας παράλληλα στην εξίσωση και το ΔΝΤ. Κοινός παρονομαστής και στους δύο παραπάνω είναι η λήψη μέτρων, την οποία φυσικά δεν θέλει η ελληνική κυβέρνηση.

Ταυτόχρονα έχει ξεμείνει όμως και από επιλογές. Δεν μπορεί να πάρει τα μέτρα που της ζητούνται αλλά δεν μπορεί να απορρίψει και τη ρύθμιση του χρέους, έστω και αυτού του τύπου.

Αφαιρώντας τις δύο παραπάνω επιλογές από την ατζέντα της οι επιλογές είναι οι εξής δύο. Εκλογές ή Grexit.

Εκλογές με το διακύβευμα να είναι ποιος θα τηρήσει τη συμφωνία οδηγώντας τη χώρα σε ένα νέο Μνημόνιο, αναλαμβάνοντας όμως και το πολιτικό κόστος το οποίο έχει καταστρέψει πρόσωπα και πολιτικές καριέρες.

Την ίδια ώρα όμως το σενάριο των εκλογών είναι και μονόδρομος αφού η άλλη επιλογή, αυτή του Grexit, δεν είναι καν επιλογή. Οι λόγοι είναι γνωστοί και αφορούν όχι μόνο το πολιτικό κόστος που θα είχε μία τέτοια απόφαση αλλά και τον οικονομικό και κοινωνικό αντίκτυπο.

Από τη στιγμή όμως που ο Βόλφγκανγκ Σόιμπλε έβαλε στο τραπέζι ξανά το Grexit, το μεγάλο ερωτηματικό είναι αν το πακέτο που είχε προτείνει ο Γερμανός το καλοκαίρι του 2015 θα εμφανιστεί ξανά, δεν υπάρχει πλέον ή θα είναι χειρότερο.

Το μεγάλο ερώτημα λοιπόν αντί για εκλογές ή Grexit, γίνεται εκλογές ή εκλογές.