Με ανοικτά τα «καυτά» θέματα της ατζέντας της διαπραγμάτευσης ξεκινά στις αρχές της ερχόμενης βδομάδας, το πιθανότερο την Τρίτη, ο νέος γύρος συζητήσεων μεταξύ της κυβέρνησης και των επικεφαλής των δανειστών για τη δεύτερη αξιολόγηση.

Το εργασιακό, και οι διαφορετικές εκτιμήσεις για την επίτευξη των δημοσιονομικών στόχων τα επόμενα χρόνια, πλην του 2017 για το οποίο έχει επέλθει συμφωνία, αναμένεται να βρεθούν στο επίκεντρο της διαπραγμάτευσης.

Η ελληνική κυβέρνηση στοχεύει στην ολοκλήρωση της αξιολόγησης το συντομότερο δυνατό, προκειμένου η Ελλάδα να ενταχθεί το πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, εξέλιξη με πολλαπλές θετικές επιπτώσεις για την ελληνική οικονομία. Έχει ωστόσο διαμηνύσει ότι δεν πρόκειται να αποδεχθεί αλλαγές στα εργασιακά που θα αποκλίνουν από το ευρωπαϊκό κεκτημένο, διεκδικώντας επαναφορά των συλλογικών διαπραγματεύσεων.

Έχει επίσης καταστήσει σαφές ότι δεν πρόκειται να αποδεχθεί τη λήψη, εκ των προτέρων, μέτρων τα οποία ζητά το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο για το 2019 και μετά προκειμένου να επιτευχθούν, με βάση τις δικές του εκτιμήσεις, τα πρωτογενή πλεονάσματα 3,5% του ΑΕΠ που προβλέπει το πρόγραμμα.

Πρόκειται για μέτρα ύψους 4,2 δισ. ευρώ, μεταξύ των οποίων η μείωση αφορολόγητου ποσού εισοδήματος και παρεμβάσεις στις συντάξεις, τα οποία αποτελούν «κόκκινη γραμμή» για την ελληνική πλευρά.

Κυβερνητικά στελέχη αρμόδια για τη διαπραγμάτευσης θεωρούν ότι η υπεραπόδοση των εσόδων που σημειώθηκε στον Προϋπολογισμό του 2016 θα συνεχισθεί και τα επόμενα χρόνια, γεγονός που εγγυάται την επίτευξη των στόχων για πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% από το 2018 και μετά.

Παρόλα αυτά, η κυβέρνηση συζητά την επέκταση και μετά το 2018 του δημοσιονομικού «κόφτη» που συμφωνήθηκε με τους δανειστές στο πλαίσιο της πρώτης αξιολόγησης για την κάλυψη τυχόν αποκλίσεων στους στόχους για το πρωτογενές πλεόνασμα μετά το πέρας του προγράμματος. Ενός μηχανισμού ο οποίος, όμως, θα έχει προληπτικό χαρακτήρα και δεν θα δεσμεύει από τώρα για τη λήψη συγκεκριμένων μέτρων όπως ζητά το ΔΝΤ.

Τόσο το θέμα του κόφτη, όσο και η χρονική περίοδος μετά το 2018 κατά την οποία η Ελλάδα θα πρέπει να τηρεί πρωτογενή πλεονάσματα 3,5% του ΑΕΠ θεωρούνται κρίσιμα για την εξέλιξη της διαπραγμάτευσης.

Στο οικονομικό επιτελείο της κυβέρνησης θεωρούν ότι οι διαφορές μεταξύ της Γερμανίας και του ΔΝΤ στα θέματα αυτά επιχειρείται να λυθούν σε βάρος της Ελλάδος.

Η ελληνική κυβέρνηση διεκδικεί ο στόχος για τα πρωτογενή πλεονάσματα μετά το 2018 να διατηρηθεί όσο το δυνατόν για λιγότερα χρόνια. Η θέση αυτή βρίσκει σύμφωνο και το ΔΝΤ, σε αντίθεση με τη Γερμανία που ασκεί πιέσεις να καθορισθεί μεγαλύτερη περίοδος για τον συγκεκριμένο στόχο. Το ΔΝΤ συμφωνεί με την ελληνική πλευρά ότι η Ελλάδα δεν μπορεί να αντέξει μεγαλύτερη λιτότητα. Για αυτό και θεωρεί ότι ο πλέον κατάλληλος στόχος για τα πρωτογενή πλεονάσματα θα ήταν να περιοριστούν στο 1,5% του ΑΕΠ με παράλληλη άμεση λήψη αποφάσεων για την ενεργοποίηση των μεσοπρόθεσμων μέτρων μείωσης του δημόσιου χρέους.

Ωστόσο, δεδομένων των γερμανικών αξιώσεων και προκειμένου το ΔΝΤ να συμφωνήσει για το κλείσιμο της αξιολόγησης και για τη συμμετοχή του στο πρόγραμμα, πιέζει για τον καθορισμό εκ των προτέρων μέτρων μέσω του δημοσιονομικού κόφτη που να εξασφαλίζουν πλεονάσματα 3,5% μετά το 2018.

Υπό το φως αυτών των δεδομένων ξεκινά αυτήν εβδομάδα η νέα φάση των διαπραγματεύσεων με τους δανειστές, από την οποία, ως τώρα, η ελληνική πλευρά έχει καταγράψει ως σημαντικό κέρδος τις αποφάσεις του Eurogroup της προηγούμενης Δευτέρας. Αυτές που προβλέπουν την ενεργοποίηση από τον Ιανουάριο των βραχυπρόθεσμων μέτρων για το χρέος που οδηγούν σε μείωσή του κατά 20% έως το 2060.