Επιστολή Τσακαλώτου στους Θεσμούς: Δέσμευση για «κόφτη» στις συντάξεις
Η κυβέρνηση δεν δεσμεύθηκε σε τίποτα παραπάνω από όσα έχει συμφωνήσει, υποστηρίζουν κυβερνητικοί κύκλοι
Δέσμευση για «κόφτη» στις συντάξεις περιλαμβάνει, σύμφωνα με «non paper» της κυβέρνησης, η επιστολή του υπουργού Οικονομικών, Ευκλείδη Τσακαλώτου, προς τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας (ESM), με την οποία ξεπάγωσαν τα μέτρα για το χρέος.
Από την πλευρά της η κυβέρνηση υποστηρίζει ότι «καμία νέα δέσμευση» δεν περιλαμβάνεται στην επιστολή που απέστειλε.
Σύμφωνα με τους παράγοντες του υπουργείου Οικονομικών, «η κυβέρνηση δεν δεσμεύθηκε σε τίποτα παραπάνω από όσα είχε συμφωνήσει» και «η επιστολή απλώς επαναβεβαιώνει τις υπάρχουσες δεσμεύσεις».
Το «non paper»
Η κυβέρνηση δεν δεσμεύθηκε σε τίποτα παραπάνω από όσα έχει συμφωνήσει
* Η επιστολή του υπουργού Οικονομικών επαναβεβαιώνει τις υπάρχουσες δεσμεύσεις
Καμία νέα δέσμευση δεν περιλαμβάνεται στην επιστολή που απέστειλε στον ESM το υπουργείο Οικονομικών, με αποτέλεσμα να «ξεπαγώσουν» τα βραχυπρόθεσμα μέτρα για το χρέος. Ας μην ανησυχούν, χρονιάρες μέρες, όλοι αυτοί που θεωρούσαν το χρέος βιώσιμο και σήμερα κόπτονται για τα βραχυπρόθεσμα μέτρα!
Τι λέει η επιστολή; Τα αυτονόητα. Ότι:
– Το μέτρο με τις συντάξεις, που δόθηκαν, προχθές, σε 1.600.000 χαμηλοσυνταξιούχους, είναι εφάπαξ και δεν υπάρχει πρόθεση να αλλάξει η μεταρρύθμιση του συνταξιοδοτικού.
– Η αναστολή του ΦΠΑ για νησιά του Αιγαίου που δέχονται το βάρος της προσφυγικής κρίσης αφορά στο 2017 και χρηματοδοτείται εξ ολοκλήρου από τον προϋπολογισμό του 2017.
Στην επιστολή επαναλαμβάνεται η δέσμευση της κυβέρνησης για πρωτογενή πλεονάσματα της τάξης του 0,5%, 1,75% και 3,5% του ΑΕΠ για το 2016, 2017 και 2018 αντίστοιχα. Και υπενθυμίζεται ο δημοσιονομικός μηχανισμός (contingency fiscal mechanism), ο οποίος ενεργοποιείται σε περίπτωση που τα στοιχεία της Eurostat δείξουν ότι δεν επιτεύχθηκαν οι συμφωνηθέντες δημοσιονομικοί στόχοι. Στην επιστολή διευκρινίζεται ότι σε περίπτωση που το 2016 δεν υπάρξει το συμφωνηθέν πλεόνασμα (+0,5%) –γεγονός εξαιρετικά απίθανο, όπως σημειώνει ο υπουργός Οικονομικών, αλλά και εκτιμά η μεγάλη πλειονότητα των αναλυτών–, τότε «οι ελληνικές αρχές δεσμεύονται να λάβουν αντισταθμιστικά μέτρα στο πεδίο των δαπανών για τις συντάξεις, για να καλύψουν την διαφορά ανάμεσα στο αποτέλεσμα και τον δημοσιονομικό στόχο του 2016».
Πως, λοιπόν, διαμορφώνεται σήμερα η κατάσταση;
Η κυβέρνηση δεν δεσμεύθηκε σε τίποτα παραπάνω από όσα είχε συμφωνήσει –η επιστολή, απλώς, επαναβεβαιώνει τις υπάρχουσες δεσμεύσεις. Είτε μας αρέσουν είτε όχι οι δεσμεύσεις αυτές –που δεν μας αρέσουν…–, η κυβέρνηση θα ήταν αδύνατο να κάνει κάτι άλλο. Όπως, μάλιστα, διευκρινίζεται στην επιστολή, αν υπάρξει και στο μέλλον υπεραπόδοση αυτή μπορεί να χρησιμοποιηθεί, σε συμφωνία με τους θεσμούς, «σε στοχευμένα μέτρα για την ενδυνάμωση της κοινωνικής προστασίας [...] και/ή για τη μείωση των φορολογικών βαρών [...] για τη δημιουργία ενός “μαξιλαριού ρευστότητας” (cash buffer) ή/και για την αποπληρωμή ληξιπρόθεσμων οφειλών».
Σήμερα λοιπόν:
– Οι χαμηλοσυνταξιούχοι εισέπραξαν την εφάπαξ πληρωμή, που ενίσχυσε τον οικογενειακό προϋπολογισμό, ενώ έχει ήδη ευεργετικά αποτελέσματα στην εγχώρια αγορά.
– Για έναν χρόνο τα νησιά μας, που δέχονται την προσφυγική πίεση, θα καταβάλλουν μειωμένο ΦΠΑ, με επίσης σημαντικές επιπτώσεις στους κατοίκους και τις τοπικές οικονομίες.
Και, πέραν αυτών των άμεσων, χειροπιαστών επιπτώσεων για χιλιάδες νοικοκυριά, σε ευρύτερο ευρωπαϊκό επίπεδο το πολιτικό συμπέρασμα είναι ηχηρό: οι επιδιώξεις ορισμένων έπεσαν στο κενό. Η πλειοψηφία των κρατών - μελών τάχθηκε υπέρ των δημοσιονομικών μέτρων που υιοθέτησε πρόσφατα η Ελλάδα. Αυτό επισφραγίζει και η επιστολή.
Η ΝΔ, που δεν τόλμησε να ψηφίσει την ενίσχυση των χαμηλοσυνταξιούχων, υπακούοντας στα κελεύσματα ακραίων φωνών –όπως και άλλες πολιτικές δυνάμεις–, προσπαθεί, στην απελπισία της, να εμφανιστεί τώρα ως θεματοφύλακας των Μνημονίων! Είναι το νέο (και παμπάλαιο, βέβαια) αφήγημά της: η αφοσίωση στους δανειστές. Με δυο λόγια: «βασιλικότερη του βασιλέως»! Η δουλική συμπεριφορά, όμως, αντί της υπεράσπισης της εθνικής αξιοπρέπειας, καθώς και η ταύτιση με ακραίες φωνές, νομιμοποιούν λειτουργίες που αποβαίνουν σε βάρος της κοινωνίας και των πολιτών – και ιδίως των πιο αδύναμων. Πόσοι άραγε από τους πολίτες, όποιες διαφωνίες και να έχουν με την κυβέρνηση, αισθάνονται ότι αυτή η επαγγελία της ταύτισης με τους δανειστές, και, μάλιστα, με τους πιο σκληρούς εκπροσώπους τους, τους εκφράζει;