NY Times: Ίσως οι δανειστές πρέπει να εγκαταλείψουν τη λιτότητα
Χρειάζεται αλλαγή πολιτική για τη διάσωση της οικονομίας, τονίζει δημοσίευμα
Ως μία ευκαιρία αλλαγής του μείγματος της οικονομικής πολιτικής για τη διάσωση της ελληνικής οικονομίας ερμηνεύει το χθεσινό Eurogroup η εφημερίδα New York Times.
Σε ρεπορτάζ με τίτλο "Σώστε την Ελλάδα σώζωντας πρώτα την οικονομία της" επισημαίνεται πως μετά από σχεδόν μία δεκαετία λιτότητας, οι Ευρωπαίοι δανειστές και το ΔΝΤ πρέπει να δοκιμάσουν αναπτυξιακές μεταρρυθμίσεις και όχι μέτρα λιτότητας για να πετύχει η διάσωση της Ελλάδας.
«Οι πιστωτές της Ελλάδας εμφανίζονται θετικοί στο να δώσουν νέα δάνεια στη χώρα για την αποπληρωμή των φετινών χρεών της, μόνο αν αυτή δεσμευτεί να πετύχει πρωτογενή πλεονάσματα 3,5% του ΑΕΠ πριν από τις σημαντικές πληρωμές του 2018. Το ΔΝΤ, όντας πιο ευαίσθητο, έχει αποδεχθεί πλεόνασμα 1,5%. Λέει, επίσης, ότι οι Ευρωπαίοι πρέπει να δεσμευτούν σε μείωση χρέους της χώρας, που είναι τόσο μεγάλο που ανέρχεται στο 180% του ΑΕΠ της. Αυτή η ελάφρυνση θα μπορούσε να έρθει με διάφορους τρόπους, όπως π.χ. με επιμήκυνση της αποπληρωμής», αναφέρουν οι NY Times και συνεχίζουν:
«Το ΔΝΤ έχει δίκιο. Το να απαιτείς από μια χώρα μεγάλα πρωτογενή πλεονάσματα την ώρα που η οικονομία της αναπτύσσεται με ρυθμό μόλις 0,4% ετησίως, είναι σκληρό και αντιπαραγωγικό. Με βάση τα τωρινά δεδομένα, το ΔΝΤ εκτιμά πως το κρατικό χρέος της Ελλάδας θα αυξηθεί σε περισσότερο από 250% του ΑΕΠ της τις επόμενες δεκαετίες. Οι Ευρωπαίοι αξιωματούχοι είναι πολύ πιο αισιόδοξοι, αλλά η αισιοδοξία τους στηρίζεται στην αμφίβολη υπόθεση ότι η Ελλάδα θα μπορεί να εμφανίζει μεγάλα πρωτογενή πλεονάσματα για τις ερχόμενες δεκαετίες».
«Οι Ευρωπαίοι, το ΔΝΤ και οι Έλληνες αξιωματούχοι πρέπει να βρουν τρόπους να αναβιώσουν την ελληνική οικονομία, να μειώσουν την ανεργία -που ήταν στο 23% τον Νοέμβριο- και να ενδυναμώσουν το χρηματοπιστωτικό σύστημα - σχεδόν οι μισοί δανειολήπτες δεν αποπληρώνουν τα χρέη τους. Η Ελλάδα και οι άλλες ευρωπαϊκές χώρες μπορούν να επενδύσουν στη βελτίωση των προβληματικών δημοσίων υπηρεσιών και υποδομών. Τα λεωφορεία στην Αθήνα έχουν φθαρμένα ελαστικά και συνχά κινούνται με μεγάλο κίνδυνο για τη δημόσια ασφάλεια, γιατί δεν υπάρχουν χρήματα για ανταλλακτικά. Και τα νοσοκομεία δεν μπορούν να προσλάβουν γιατρούς ή να αγοράσουν φάρμακα και σύριγγες.
Η Ελλάδα θα μπορούσε να αποπληρώσει αυτά τα χρέη, αν οι πιστωτές της δέχονταν χαμηλότερα πρωτογενή πλεονάσματα. Η ΕΕ θα μπορούσε να προσφέρει επιχορηγήσεις και δάνεια για έργα που βελτιώνουν την οικονομία. Η κυβέρνηση θα μπορούσε να αντλήσει χρήματα διασφαλίζοντας πως ο φοροεισπρακτικός μηχανισμός δεν υπόκειται σε πολιτικές πέσεις. Ο Αλέξης Τσίπρας και οι προηγούμενοι πρωθυπουργοί έχουν δεσμευτεί για αυτό, αλλά οι ειδικοί λένε πως οι παρεμβάσεις δεν έχουν σταματήσει. Η διεύρυνση της φορολογικής βάσης θα μπορούσε επίσης να αυξήσει τα έσοδα χωρίς να πλήξει την οικονομία -πάνω από τα μισά νοικοκυριά δεν πληρώνουν φόρους. Και η χώρα θέλει ένα πιο αποτελεσματικό σύστημα αναδιάρθρωσης των δανείων και των επιχειρηματικών χρεών, για να μπορέσουν οι τράπεζες να δανείζουν και πάλι».
Καταλήγοντας, το δημοσίευμα αναφέρει: «Μόνο όταν ανακάμψει η οικονομία, η ελληνική κυβέρνηση θα έχει χρήματα για να αποπληρώσει τα χρέη της. Έχοντας στραγγίξει την Ελλάδα χωρίς να υπολογίζουν το κόστος, οι Ευρωπαίοι αξιωματούχοι οφείλουν να αναγνωρίσουν πως η ανάλυσή τους έχει αποτύχει. Όσο περισσότερο επιμένουν σε περαιτέρω περικοπές δαπανών και αυξήσεις φόρων, τόσο πιο πολύ απομακρύνονται από την ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας, και μάλιστα σε τέτοιο σημείο που δεν θα χρειάζεται πλέον την οικονομική τους βοήθεια».
Οπως αναφέρει το (υπό τον τίτλο «Σώστε την Ελλάδα σώζοντας την οικονομία της πρώτα») δημοσίευμα της εφημερίδας, «με την ελληνική κυβέρνηση να ξεμένει από μετρητά στα τέλη Ιουλίου, οι κύριοι Ευρωπαίοι πιστωτές της συνεχίζουν να απαιτούν γενναίες περικοπές στον προϋπολογισμό για την εκταμίευση της επόμενης δόσης. Αλλά μετά από μια δεκαετία κατά την οποία απέτυχαν να σώσουν την Ελλάδα, η Γερμανία και οι άλλες ευρωπαϊκές χώρες, μαζί με το ΔΝΤ, ίσως πρέπει να δοκιμάσουν μια διαφορετική προσέγγιση, η οποία θα θέτει ως προτεραιότητα την ανάκαμψη της οικονομίας».