“Σανίδα σωτηρίας” στην ποσοτική χαλάρωση της ΕΚΤ ψάχνουν οι ελληνικές τράπεζες προκειμένου να βελτιώσουν τα οικονομικά τους αποτελέσματα και την κεφαλαιακή τους διάθρωση. Όσο η υπαγωγή της χώρας στο QE καθυστερεί τόσο αποδυναμώνεται και ο σχεδιασμός των τραπεζικών διοικήσεων αντιμετώπιση των προβλημάτων των πιστωτικών ιδρυμάτων μέσω του QE.

Η υπαγωγή της Ελλάδος στην ποσοτική χαλάρωση προϋποθέτει κλείσιμο της αξιολόγησης και σύνταξη έκθεσης για τη βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους εκ μέρους της ΕΚΤ. Για όσο τελούν σε εκκρεμότητα τα μέτρα για τη μεσοπρόθεσμη ελάφρυνση του χρέους τόσο θα καθυστερεί και η υπαγωγή της Ελλάδος σε αυτή.

Υπενθυμίζεται ότι στις αρχές Μαρτίου αναμένεται να επισκεφτεί την Ελλάδα η επικεφαλής του Ενιαίου Μηχανισμού Εποπτείας (SSM) της ΕΚΤ Ντανιέλ Νουί προκειμένου να έχει συναντήσεις με τη διοίκηση της Τράπεζας της Ελλάδας (ΤτΕ) καθώς και τις ηγεσίες των συστημικών τραπεζών.

Ο επικεφαλής του γραφείου προϋπολογισμού της Βουλής καθηγητής Παναγιώτης Λιαργκόβας μιλώντας στη Βουλή παραδεχέχθηκε ότι η καθυστέρηση στην ολοκλήρωση της δεύτερης αξιολόγησης έχει μεγάλο κόστος για την οικονομία.

Χαρακτήρισε θετική εξέλιξη την απόφαση του Eurogroup ωστόσο τόνισε πως θα μπορούσαν να είχαν αποφευχθεί οι καθυστερήσεις αλλά και το κόστος που έχει υποστεί η Οικονομία όλους αυτούς τους μήνες. Επεσήμανε ότι στην απόφαση του Eurogroup δεν υπάρχει διασφάλιση τόσο για την ποσοτική χαλάρωση όσο και για το θέμα του χρέους εκτίμησε ωστόσο ότι οι πιστωτές το επόμενο διάστημα θα έχουν θετική στάση στα δύο αυτά θέματα.

Το καλύτερο σενάριο για την Ελλάδα – και ίσως το μοναδικό που θα επιτρέψει την ένταξη στο QE σε εύλογο χρονικό ορίζοντα – είναι η άμεση εξειδίκευση των μεσοπρόθεσμων μέτρων για το χρέος και η ταχεία ολοκλήρωση όχι μόνο της δεύτερης αξιολόγησης αλλά και των επόμενων. Κάτι τέτοιο, ωστόσο, μοιάζει απίθανο, μετά και τη χθεσινή συνάντηση της Angela Merkel με την Christine Lagarde, στην οποία οι δύο γυναίκες φαίνεται πως τα βρήκαν… ενόψει των γερμανικών εκλογών.

Το συμπέρασμα είναι ότι τα οφέλη της ποσοτικής χαλάρωσης για την Ελλάδα έχουν στην ουσία ελαχιστοποιηθεί, καθώς ακόμη και αν δεν έχει κλείσει οριστικά το παράθυρο ένταξης, έχει διαρραγεί η αλληλουχία θετικών εξελίξεων που αν ξεκινούσε στο τέλος του 2016 θα επέτρεπε, υπό προϋποθέσεις και σε συνάρτηση με την εφαρμογή μεταρρυθμίσεων, την «κανονική» έξοδο στις αγορές πριν τη λήξη του μνημονίου. Θα απομάκρυνε δηλαδή την υπογραφή ενός τέταρτου μνημονίου, κάτι που σήμερα θεωρείται σχεδόν αναπόφευκτο.

Παρελθόν η έξοδος στις αγορές

Ένας από τους βασικούς όρους του προγράμματος ποσοτικής χαλάρωσης αναφέρει πως “στην περίπτωση που διενεργείται αξιολόγηση ενός εν εξελίξει προγράμματος οικονομικής βοήθειας, η επιλεξιμότητα για τις αγορές στο πλαίσιο του QE θα αναστέλλεται και να ανακτάται μόνο στην περίπτωση θετικού αποτελέσματος της αξιολόγησης”.

Ως θετικό αποτέλεσμα μίας αξιολόγησης νοείται ότι θα ληφθούν οι δύο ακόλουθες αποφάσεις: η απόφαση του διοικητικού συμβουλίου του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας (ESM) και, στην περίπτωση που το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο συγχρηματοδοτεί το πρόγραμμα οικονομικής βοήθειας, το διοικητικό συμβούλιο του Ταμείου να εγκρίνει την επόμενη εκταμίευση, υπό την προϋπόθεση ότι και οι δύο αποφάσεις είναι απαραίτητες για την επανέναρξη των αγορών στο πλαίσιο του QE.

Ένας ακόμη λόγος είναι ότι εκκρεμεί η ανάλυση της βιωσιμότητας του ελληνικού χρέους από την ΕΚΤ. Η ΕΚΤ είναι έτοιμη να κρίνει βιώσιμο το ελληνικό χρέος στην περίπτωση που υπάρξει νομική δέσμευση για την εφαρμογή των μεσοπρόθεσμων μέτρων ελάφρυνσης, όμως θα πρέπει να έχει διασφαλιστεί το “θετικό αποτέλεσμα” της αξιολόγησης. Αφού υπάρξει “θετικό αποτέλεσμα”, η περίοδος κατά την οποία η ΕΚΤ μπορεί να αγοράζει ελληνικούς τίτλους μέσω του QE περιορίζεται σε δύο μήνες, εκτός και αν υπάρχουν ειδικές συνθήκες που δικαιολογούν την αναστολή των αγορών ή τη συνέχισή τους μέχρι την έναρξη της επόμενης αξιολόγησης.