Με αφορμή δημοσίευμα στην εφημερίδα «Κυριακάτικη Δημοκρατία», αναφορικά με τη διαχείριση του χρυσού, από την Τράπεζα της Ελλάδος διευκρινίζεται ότι :

«Στην Έκθεση του Διοικητή και ειδικότερα στον Ισολογισμό της δημοσιεύεται ακριβώς το ποσό του χρυσού που κατέχει η Τράπεζα. Σύμφωνα με τα πιο πρόσφατα στοιχεία, την 31η Δεκεμβρίου 2016 τα διαθέσιμα και οι απαιτήσεις σε χρυσό φτάνουν τους 149,1 τόνους και η αξία τους τα 5.261,8 εκατομμύρια ευρώ.

Το ήμισυ σχεδόν των διαθεσίμων σε χρυσό βρίσκεται στο θησαυροφυλάκιο της Τράπεζας της Ελλάδος, από το οποίο δεν έχει μετακινηθεί κατά τις τελευταίες δεκαετίες. Το υπόλοιπο φυλάσσεται εδώ και πολλές δεκαετίες στην Τράπεζα της Αγγλίας, στην Ομοσπονδιακή Τράπεζα της Νέας Υόρκης στις ΗΠΑ και στην Ελβετία.

Όπως προκύπτει από τα στοιχεία του Ισολογισμού της Τράπεζας (9.2 Απαιτήσεις από τη μεταβίβαση συναλλαγματικών διαθεσίμων στην ΕΚΤ) το ποσοστό του χρυσού, που μεταβιβάσθηκε στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα με την ένταξη της χώρας στη ζώνη του ευρώ και τη συμμετοχή της Τράπεζας της Ελλάδος στο Ευρωσύστημα, είναι πολύ μικρό συγκρινόμενο με το συνολικό απόθεμα σε χρυσό. Ανάλογη μεταβίβαση έγινε από όλες τις χώρες που μετέχουν στην ζώνη του ευρώ.

Η φύλαξη μέρους του χρυσού και εκτός συνόρων αποτελεί διεθνή πρακτική για όλες σχεδόν τις Κεντρικές Τράπεζες.

Τα αποθέματα χρυσού, που φυλάσσονται στο εξωτερικό, βεβαιώνονται κατά τακτά χρονικά διαστήματα, σύμφωνα με τη διεθνή πρακτική όλων των κεντρικών τραπεζών.

Τα τελευταία χρόνια καμιά μεταβολή δεν έχει γίνει, με εξαίρεση τη μικρή αυξομείωση λόγω των συναλλαγών της Τράπεζας με το κοινό για αγοραπωλησία χρυσών λιρών.

Η απόφαση της Τράπεζας της Ελλάδος το 2003 να πωλήσει 20 τόνους χρυσού από τα συνολικά αποθέματά της εντασσόταν στο πλαίσιο της αποδοτικότερης διαχείρισης του χαρτοφυλακίου της, πολιτική που ακολουθούσαν οι περισσότερες ευρωπαϊκές κεντρικές τράπεζες. Η ρευστοποίηση αυτή οδήγησε απλώς σε διαφοροποίηση του χαρτοφυλακίου της Τράπεζας της Ελλάδος και αφορούσε τμήμα της ποσότητας χρυσού που είχε συγκεντρωθεί από τις αγορές νομισμάτων και αναβαθμίστηκε μετατρεπόμενο σε εμπορεύσιμες ράβδους διεθνών προδιαγραφών. Η Τράπεζα της Ελλάδος εξέδωσε αναλυτικές ανακοινώσεις για το θέμα στις 28/08/2003 και 18/09/2003».