Την ώρα που η κυβέρνηση υπερφορολογεί τους πολίτες με δυσβάστακτους φόρους, επιμένει να δείχνει το σκληρό της πρόσωπο στους δικαιούχους του επιδόματος θέρμανσης, με τα νοικοκυριά να το λαμβάνουν για δεύτερη συνεχή χρονιά «πετσοκομμένο».

Σε «κούρεμα» κατά 50% της ετήσιας δαπάνης για την καταβολή του επιδόματος θέρμανσης προχωράει το οικονομικό επιτελείο της κυβέρνησης, με αποτέλεσμα να το πάρουν τον Ιανουάριο λιγότερα νοικοκυριά ή, στην περίπτωση που δεν αλλάξει ο αριθμός των δικαιούχων, να μειωθεί το ύψος του επιδόματος. Δηλαδή οι δικαιούχοι να λαμβάνουν μικρότερο επίδομα.

Η μνημονιακή υποχρέωση για περικοπή του ετήσιου ποσού επιδότησης κατά 50%, η οποία θα διαμορφωθεί σε 47 εκατ. ευρώ από 92 εκατ. ευρώ την προηγούμενη σεζόν, οδηγεί σε ανατροπές στα ποσά της επιδότησης, καθώς και των εισοδηματικών, περιουσιακών και των γεωγραφικών κριτηρίων.

Το υπουργείο Οικονομικών άρχισε τον επανασχεδιασμό του επιδόματος θέρμανσης, εξετάζοντας τη θέσπιση πιο αυστηρών εισοδηματικών και περιουσιακών κριτηρίων ή και με την επιβολή μειώσεων στο ύψος του επιδόματος ανά λίτρο αγοραζόμενου πετρελαίου θέρμανσης.

Με τη διάθεση του πετρελαίου θέρμανσης να ξεκινάει στις 15 Οκτωβρίου, παράγοντες της αγοράς σημειώνουν πως αναμένουν οι τιμές να κυμανθούν περίπου στα ίδια επίπεδα με πέρυσι (κυμάνθηκε γύρω στα 0,93 ευρώ το λίτρο).

Η περικοπή του επιδόματος, που γίνεται για δεύτερη συνεχόμενη χρονιά, θα ισχύσει τη νέα χειμερινή σεζόν (15 Οκτωβρίου 2017-30 Απριλίου 2018). Η πρώτη δόση του «κουτσουρεμένου» επιδόματος θα χορηγηθεί τον Ιανουάριο του 2018.

Τα κριτήρια

Για τη χορήγηση του επιδόματος τα εισοδηματικά και τα περιουσιακά κριτήρια θα είναι μειωμένα σε σχέση με τα περυσινά, τα οποία είχαν διαμορφωθεί στα ακόλουθα επίπεδα:

–Άγαμοι με ετήσιο συνολικό οικογενειακό εισόδημα μέχρι 12.000 ευρώ και ακίνητη περιουσία συνολικής αντικειμενικής αξίας μέχρι 100.000 ευρώ.

–Έγγαμοι με ετήσιο συνολικό οικογενειακό εισόδημα μέχρι 20.000 ευρώ και ακίνητη περιουσία αντικειμενικής αξίας μέχρι 200.000 ευρώ. Το εισοδηματικό όριο των 20.000 ευρώ προσαυξάνεται κατά 2.000 ευρώ για κάθε εξαρτώμενο τέκνο.