Η αδυναμία της δημόσιας παιδείας να προσαρμοστεί στις νέες απαιτήσεις τής στερεί σταδιακά την ιδιότητα του μοχλού κοινωνικής κινητικότητας για μια μεγάλη μερίδα του ελληνικού πληθυσμού, υποστηρίζει ο ΣΕΒ στο εβδομαδιαίο δελτίο οικονομικών εξελίξεων, σχολιάζοντας τη σχετική έκθεση του ΟΟΣΑ (OECD Skills Outlook 2017).

«Για να επιτελέσει ξανά αυτόν το ρόλο απαιτείται να δοθεί μεγαλύτερη ελευθερία στις εκπαιδευτικές δομές, να ενσωματώσει εργαλεία αξιολόγησης, να ανταποκρίνεται στις ανάγκες του σήμερα, επενδύοντας στη συνεργασία με την αγορά. Μόνο έτσι θα πάψει να οδηγεί από την πίσω πόρτα τους μαθητές/φοιτητές, και τους φορολογούμενους γονείς τους που ήδη πληρώνουν ακριβά τη δημόσια παιδεία, στα φροντιστήρια και την ιδιωτική εκπαίδευση (Euro 3,7 δισ. επιπλέον των Euro 5,6 δισ. του προϋπολογισμού για το 2014, σύμφωνα με τη ΓΣΕΕ)», τονίζει ο ΣΕΒ.

Σύμφωνα με την έκθεση, η Ελλάδα κατατάσσεται στις χώρες με μεγάλα ποσοστά ενηλίκων και εργαζομένων με χαμηλές δεξιότητες (στο κατώτερο 25% των χωρών του ΟΟΣΑ), ενώ δεν διαθέτει τις δεξιότητες που θα της επέτρεπαν να εξειδικευθεί σε τεχνολογικά προηγμένους κλάδους. Ενδεικτικά, από τις βασικές γνωστικές δεξιότητες που απαιτούνται στη σύγχρονη οικονομία (γραμματικές δεξιότητες, μαθηματικές δεξιότητες και δεξιότητες στην επίλυση προβλημάτων σε τεχνολογικά προηγμένο περιβάλλον εργασίας), οι Έλληνες ενήλικοι κατατάσσονται τρίτοι από το τέλος των χωρών του ΟΟΣΑ στις γραμματικές δεξιότητες και στις δεξιότητες επίλυσης προβλημάτων, και πέμπτοι από το τέλος στις μαθηματικές δεξιότητες.

Επίσης οι δεξιότητες στον τομέα των τεχνολογιών, πληροφορικής και τηλεπικοινωνιών, καθώς και στους τομείς των φυσικών επιστημών, της τεχνολογίας, της μηχανολογικής και των μαθηματικών, κατατάσσουν τους Έλληνες εργαζόμενους τρίτους και πέμπτους από το τέλος αντιστοίχως, ενώ χαμηλές είναι οι επιδόσεις τους στη διοίκηση και επικοινωνία (τέταρτοι από το τέλος) και τις οργανωτικές δεξιότητες (τελευταίοι).

Στον αντίποδα οι Έλληνες εργαζόμενοι διαθέτουν υψηλές δεξιότητες μάρκετινγκ και λογιστικής (τέταρτοι στον ΟΟΣΑ), ενώ σχετικά καλές επιδόσεις έχει η χώρα μας στην εκμάθηση ξένων γλωσσών με πάνω από εννιά στους δέκα μαθητές γυμνασίου και λυκείου, και πάνω από τρεις στους τέσσερις μαθητές στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση να μαθαίνουν αγγλικά. Παρ' όλα αυτά, η Ελλάδα κατατάσσεται έβδομη από το τέλος στον συγκεκριμένο τομέα, καθώς πολλές άλλες χώρες έχουν ακόμη καλύτερες επιδόσεις.

Τέλος, ο ΣΕΒ σχολιάζει το γεγονός ότι η χώρα μας «λάμπει διά της απουσίας της» στα στοιχεία που αφορούν το ποσοστό ξένων φοιτητών στην τριτοβάθμια εκπαίδευση κάθε χώρας, σε επίπεδο μάστερ και διδακτορικού. «Τα ελληνικά πανεπιστήμια δεν προσελκύουν ξένους μεταπτυχιακούς φοιτητές καθώς δεν διαθέτουν προγράμματα στην αγγλική γλώσσα, πέραν του αντιεπιστημονικού, πολλές φορές, κλίματος που διαμορφώνεται από τις φοιτητικές παρατάξεις και εξωγενή προς τα πανεπιστήμια στοιχεία, καθώς και από τα χρηματοδοτικά/ διαχειριστικά αδιέξοδα στη διακυβέρνησή τους λόγω του κρατικού εναγκαλισμού», αναφέρει ο ΣΕΒ. «Βεβαίως, πολλές άλλες χώρες λάμπουν από την παρουσία Ελλήνων φοιτητών που σπουδάζουν στο εξωτερικό, οι οποίοι διαπρέπουν με τις ακαδημαϊκές τους επιδόσεις και τις δημοσιεύσεις τους».