Ως «τρίμηνο εξομάλυνσης των σχέσεων με τους θεσμούς που δημιουργεί προοπτική εξόδου της χώρας στις αγορές» χαρακτηρίζει το τρίμηνο Ιουλίου - Σεπτεμβρίου το γραφείο προυπολογισμού της Βουλής.
Στην έκθση που υπογράφει ο Π. Λιαργκόβας και οι συνεργάτες του σημειώνουν τα εξής: -Το τρίμηνο που επισκοπούμε (Ιούλιος 2017-τέλος Σεπτεμβρίου 2017) διαπιστώσαμε πρόοδο στις σχέσεις της χώρας με τούς θεσμούς συμπεριλαμβανομένου εκ πρώτης όψεως και του ΔΝΤ.
Η αρχή έγινε φυσικά με την ολοκλήρωση της δύσκολης δεύτερης αξιολόγησης και τη συμφωνία για «συμπληρωματικό μνημόνιο» του Ιουνίου 2017 και την κατάθεση του Μεσοπρόθεσμου Προγράμματος Δημοσιονομικής Προσαρμογής (ΜΠΔΠ 2018-2021). Τα κείμενα περιγράφουν τον δρόμο της οικονομικής και κοινωνικής πολιτικής για τα επόμενα χρόνια. Θα ήταν βέβαια ασφαλέστερο να είχαν συμβεί όλα αυτά νωρίτερα.
Θα μπορούσαμε επομένως να χαρακτηρίσουμε τους μήνες που πέρασαν ως το «τρίμηνο της εξομάλυνσης» των σχέσεων μας με τους ευρωπαϊκούς και διεθνείς θεσμούς. Ένα νέο στοιχείο τους είναι η προσέγγιση με τις ΗΠΑ που είναι σημαντική για λόγους οικονομίας και ασφαλείας. Όμως, η εξομάλυνση αυτή μπορεί να αποδειχθεί πρόσκαιρη αν υπάρξουν δυσκολίες στην εφαρμογή των συμφωνηθέντων.
Το τρίτο πρόγραμμα προσαρμογής («μνημόνιο») τελειώνει τον Αύγουστο 2018. Ο γενικός στόχος της κυβέρνησης είναι να πετύχει «καθαρή έξοδο στις αγορές», δηλαδή να εξυπηρετεί τα δάνεια της χώρας χωρίς τη διακρατική βοήθεια του ΕΜΣ (και οριακά του ΔΝΤ). Πρόκειται για ένα θεμιτό στόχο γιατί, αν επιτευχθεί, θα έχει ως αποτέλεσμα, μεταξύ άλλων, το τέλος της αυστηρής και σε βάθος εποπτείας που συνοδεύει τα μνημόνια, ενώ θα ανοίξει και τον
δρόμο για ελάφρυνση του χρέους.
Η κυβέρνηση διαβεβαιώνει ότι θέλει να ολοκληρώσει την τρίτη αξιολόγηση το αργότερο ως το τέλος του έτους ώστε να προχωρήσει ομαλά η εφαρμογή του τρίτου προγράμματος προσαρμογής (μνημονίου). Στο μεταξύ, η χώρα βγήκε και από τη λεγόμενη «διαδικασία υπερβολικού ελλείμματος» - στην οποία υπόκειτο σχεδόν εκ του περισσού λόγω των
υπολοίπων δεσμεύσεων. Επίσης, η απόδοση από το δεκαετές ομόλογο του ελληνικού δημοσίου κατά το τρίτο τρίμηνο του 2017, βάσει στοιχείων της Τράπεζας της Ελλάδος, κινήθηκε καθοδικά σε σχέση με το προηγούμενο τρίμηνο. Μάλιστα, τον Ιούλιο όπου η Ελλάδα προχώρησε στην έκδοση ομολόγου, η απόδοση του δεκαετούς ομολόγου διαμορφώθηκε στο χαμηλότερο επίπεδο των τελευταίων ετών (5,33%), ευνοούμενη προφανώς και από την ευρωπαϊκή και διεθνή συγκυρία. Ανησυχία προκαλεί όμως η παραμονή της απόδοσης του 10ετούς ομολόγου σε αισθητά μεγαλύτερα επίπεδα σε σχέση με άλλες χώρες του Νότου (Ισπανία, Πορτογαλία, Ιταλία).
Επισημαίνουμε όμως ότι η έξοδος στις αγορές δεν σημαίνει είσοδο σε μια κατάσταση χωρίς δημοσιονομικούς (και άλλους) περιορισμούς. Η Ελλάδα, ακόμα και αν όλα πάνε καλά, θα υπάγεται στους ισχύοντες για τα κράτη μέλη περιορισμούς της δημοσιονομικής διακυβέρνησης της ΕΕ και ειδικά της Ευρωζώνης.
Περιβάλλον αυξημένης αμοιβαίας εποπτείας
Στην έκθεση υπογραμμίζεται ότι "η οικονομική διακυβέρνηση της Ε.Ε. και ακόμη περισσότερο της Ευρωζώνης (Δημοσιονομικό Σύμφωνο) περιορίζουν γενικά και σημαντικά τη δημοσιονομική κυριαρχία των κρατών- μελών της. Συγκροτούν ένα περιβάλλον αυξημένης αμοιβαίας εποπτείας που δεν επιτρέπει εξαιρέσεις. Εκτός τούτου οι χώρες που ολοκλήρωσαν αντίστοιχα προγράμματα δημοσιονομικής προσαρμογής συνέχισαν να αποτελούν αντικείμενο οικονομικής παρακολούθησης (βλέπε ενδεικτικά τις τακτικές Post-Programme Surveillance Reports της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την Πορτογαλία)".
Μάλλον ανέφικτα τα πρωτογενή πλεονάσματα
«Έχουμε δεσμευθεί σε σειρά συγκεκριμένων δημοσιονομικών στόχων για τα χρόνια μετά το 2018 (πρωτογενή πλεονάσματα και μέτρα στο ασφαλιστικό σύστημα το 2019 και στη φορολογία το 2020 συνολικά της τάξης του 2% ΑΕΠ προκειμένου να επιτευχθούν οι στόχοι πρωτογενών πλεονασμάτων 3,5% ΑΕΠ!). Στη συνέχεια, η χώρα θα πρέπει να διατηρήσει υψηλά (και μάλλον ανέφικτα) πρωτογενή πλεονάσματα της τάξης του 2% μέχρι το 2060! Βέβαια μπορεί να διευρυνθεί ο λεγόμενος «δημοσιονομικός χώρος», ουσιαστικά δηλαδή να χαλαρώσει η περιοριστική πολιτική προσαρμογής, αν αναθεωρηθούν οι δεσμεύσεις για πρωτογενή πλεονάσματα, αλλά αυτό δεν είναι διόλου βέβαιο».
Κατά την εκτίμηση του Γραφείου Προ\ϋπολογισμού «δεν έχει αποκατασταθεί εκείνη η εμπιστοσύνη της οικονομίας (…) Ορισμένες μεταρρυθμίσεις υλοποιούνται, αλλά γενικά διαπιστώνουμε βραδύτητα».
«Συναφώς, κρίσιμες αποφάσεις έχουν μετατεθεί για το 2018. Από τις δημοσιονομικές επιδόσεις ως τότε θα εξαρτηθεί αν θα χρειασθούν νέα μέτρα το 2018 και αν θα ενεργοποιηθούν νωρίτερα τα προβλεπόμενα για το 2019 -2020 μέτρα (περικοπές στις συντάξεις και μείωση του αφορολόγητου). Ανησυχία, ωστόσο, προκαλούν τα έσοδα από τη φορολογία» καταλήγει η έκθεση.
Ανάπτυξη 1,8%
Οι βραχυπρόθεσμες προοπτικές ανάπτυξης βελτιώθηκαν. Η Ελλάδα φαίνεται ότι βγαίνει από την κρίση. Για το 2017 αναμένεται σύμφωνα με τις κυβερνητικές προβλέψεις ότι η οικονομία θα επιστρέψει σε θετικούς ρυθμούς μεγέθυνσης 1,8% ενώ για το 2018 προβλέπει ρυθμό μεγέθυνσης 2,4%.