ΔΝΤ: Αυξημένοι οι κίνδυνοι λόγω των εκλογών στην Ελλάδα
Στην πρώτη του έκθεση συμπερασμάτων, στο πλαίσιο στο πλαίσιο της μεταμνημονιακής παρακολούθησης, το ΔΝΤ επισημαίνει χαρακτηριστκά πως προτεραιότητα είναι να δημιουργηθεί ο δημοσιονομικός χώρος «για τη μείωση των άμεσων φόρων»
Επιτάχυνση της ανάπτυξης και της απασχόλησης στην Ελλάδα περιμένει φέτος το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο. Ζητεί ωστόσο και πιο γοργό βηματισμό στη μείωση των φόρων και την εξυγίανση των ισολογισμών των τραπεζών, αλλά και περισσότερη ευελιξία στην αγορά εργασίας. Κάνει λόγο για αυξημένους κινδύνους, αδύναμο επενδυτικό κλίμα και εκφάζει ανησυχία για φρένο στη μεταρρυθμιστική προσπάθεια καθώς η χώρα οδεύει προς κάλπες. Επιβεβαιώνει την εκτίμηση για ασθενικούς ρυθμούς της οικονομίας, κοντά στο 1%, σε μεσοπρόθεσμο ορίζοντα.
Στην πρώτη του έκθεση συμπερασμάτων, στο πλαίσιο στο πλαίσιο της μεταμνημονιακής παρακολούθησης, το ΔΝΤ επισημαίνει χαρακτηριστκά πως προτεραιότητα είναι να δημιουργηθεί ο δημοσιονομικός χώρος «για τη μείωση των άμεσων φόρων, την αύξηση των δημόσιων επενδύσεων και των στοχευμένων κοινωνικών δαπανών, την επιτάχυνση της εξυγίανσης των ισολογισμών των τραπεζών, την ενίσχυση της ελαστικότητας της αγοράς εργασίας και της ανταγωνιστικότητας κόστους». Όλα τα παραπάνω, όπως επισημαίνει, θα μπορούσαν επίσης να βοηθήσουν στην άμβλυνση των εντεινόμενων κινδύνων.
Η αποστολή του Ταμείου υπολογίζει ότι η ελληνική οικονομία θα αναπτυχθεί με ρυθμούς 2,4% το 2019 ύστερα από μεγέθυνση του ΑΕΠ κατά 2,1% το 2018, χάρη στις εξαγωγές, τη δυναμική του τουρισμού, αλλά και την ανάκαμψη της κατανάλωσης.
Σημειώνει επίσης ότι η αύξηση των ιδιωτικών καταθέσεων επέτρεψε την περαιτέρω χαλάρωση των capital controls, αλλά χτυπάει καμπανάκι για τις επενδύσεις, των οποίων η αύξηση όπως αναφέρει, παραμένει άτονη. Όσον αφορά στις μεσοπρόθεσμες προοπτικές, βλέπει ρυθμούς ανάπτυξης λίγο πάνω από το 1%. καθώς το παραγωγικό κενό κλείνει, παρά τη σταδιακή μείωση των υψηλών στόχων πρωτογενών πλεονασμάτων που έχουν συμφωνηθεί με τους Ευρωπαίους εταίρους. Το έλλειμμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών αναμένεται να παραμείνει περίπου στα ίδια επίπεδα μεσοπρόθεσμα, αφού επιδεινώθηκε το 2018.
Η μεσοπρόθεσμη ικανότητα αποπληρωμής του δημόσιου χρέους παραμένει ισχυρή, σύμφωνα με το ΔΝΤ, χάρη και στο προληπτικό μαξιλάρι ρευστότητας. Οι στόχοι πρωτογενών πλεονασμάτων αναμένεται να επιτευχθούν και το χρέος αναμένεται να μειωθεί μεσοπρόθεσμα. Ωστόσο, όπως επισημαίνεται, χρειάζεται μια ισχυρή αντίδραση σε όρους πολιτικής για να διασφαλιστεί η ικανότητα αποπληρωμής του χρέους μεσοπρόθεσμα σε περίπτωση πραγματοποίησης σημαντικών κινδύνων.
Όσον αφορά στις τράπεζες, το Ταμείο σχολιάζει πως για να ανοίξουν και πάλι οι στρόφιγγες της χρηματοδότησης προς την πραγματική οικονομία, θα απαιτηθούν άμεσες, ολοκληρωμένες και καλά οργανωμένες δράσεις για την εξυγίανση των ισολογισμών. «Χρειάζονται συντονισμένα βήματα από βασικούς φορείς για την υποστήριξη της ταχύτερης μείωσης των μη εξυπηρετούμενων δανείων» σημειώνει.
Οι αρχές, όπως αναφέρει, θα πρέπει να επανεξετάσουν το σχεδιασμό του νομικού πλαισίου αφερεγγύοτητας υπερχρεωμένων φυσικών προσώπων και νοικοκυριών και να διευκολύνουν την αποδοτική χρήση των ηλεκτρονικών πλειστηριασμών και των εξωδικαστικών μηχανισμών.
Οι δημόσιοι πόροι θα μπορούσαν να υποστηρίξουν προσπάθειες για τη μείωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων σε όρους αγοράς, αλλά η αποτελεσματικότητα μιας τέτοιας στρατηγικής σε σχέση με το κόστος θα πρέπει να υπολογιστεί με έναν ολοκληρωμένο τρόπο, ο οποίος θα λαμβάνει υπόψιν την επίδρασή της στους ισολογισμούς των τραπεζών και του κράτους. Αυτά τα βήματα, σε συνδυασμό με άλλες προσπάθειες όπως η βελτίωση της εσωτερικής διακυβέρνησης, θα βοηθήσουν την επαναφορά της κερδοφορίας και τη δημιουργία μαξιλαριών κεφαλαίου και ρευστότητας. Η απελευθέρωση των μέτρων ελέγχου των κεφαλαιακών ροών θα πρέπει να συνεχιστεί σύμφωνα με τον, βασιζόμενο σε προϋποθέσεις, οδικό χάρτη.
Στην έκθεση συμπερασμάτων επισημαίνεται ότι κίνδυνοι έχουν γίνει πιο έντονοι.« Οι παρακαταθήκες της κρίσης παραμένουν σημαντικές, συμπεριλαμβανομένου του υψηλού δημοσίου χρέους, της επιδείνωσης των ισολογισμών του ιδιωτικού τομέα και της αδύναμης νοοτροπίας πληρωμών. Σε αυτό το πλαίσιο, οι εξωτερικοί κίνδυνοι (όπως μια ενδεχόμενη επιδείνωση της ανάπτυξης των εμπορικών εταίρων, μια ενδεχόμενη απότομη συστολή των παγκόσμιων χρηματοοικονομικών συνθηκών, και μια επιβράδυνση του παγκόσμιου εμπορίου) θα μπορούσαν να παρεμποδίσουν τις εξαγωγές και την ανάπτυξη» προειδοποιεί το ΔΝΤ.
Σημειώνει δε ότι οι επενδύσεις και οι μεσοπρόθεσμες προοπτικές ανάπτυξης και ανταγωνιστικότητας θα μπορούσαν να αποδυναμωθούν από την μεταρρυθμιστική κόπωση (ή την ανατροπή μεταρρυθμίσεων) στο πλαίσιο ενός έτους εκλογών.
Αναφερόμενο προφανώς στις προσφυγές συνταξιούχων και δημοσίων υπαλλήλων, το ΔΝΤ αναφέρει ότι οι δημοσιονομικοί κίνδυνοι προκύπτουν από δικαστικές υποθέσεις σε εξέλιξη. Υπογραμμίζει επίσης ότι οι τράπεζες παραμένουν ευαίσθητες σε ό,τι αφορά τις συνθήκες χρηματοδότησης και τις ρυθμιστικές αλλαγές.
Στην αγορά εργασίας, σύμφωνα με το ΔΝΤ η περισσότερη ευελιξία θα βοηθούσε την άμβλυνση τυχόν αρνητικών επιδράσεων στην ανταγωνιστικότητα και την απασχόληση από μισθολογικές πιέσεις οι οποίες υπερβαίνουν την αύξηση της παραγωγικότητας και από την κατάργηση του υποκατώτατου μισθού. Αυτά τα μέτρα άμβλυνσης θα πρέπει να συμπεριλαμβάνουν δομικές μεταρρυθμίσεις σε άλλους τομείς 3 (συμπεριλαμβανομένων των αγορών προϊόντων), με στόχο την ενίσχυση της παραγωγικότητας και τη μείωση του μη μισθολογικού κόστους.
Το Ταμείο επαναλαμβάνει ότι απαιτείται επανεξισορρόπηση του μείγματος δημοσιονομικής πολιτικής κατά τρόπο φιλικό προς την ανάπτυξη και η προετοιμασία προληπτικών σχεδίων για την αντιμετώπιση δημοσιονομικών κινδύνων. Η επίτευξη υψηλότερης ανάπτυξης με λιγότερους αποκλεισμούς, με την παράλληλη επίτευξη των δημοσιονομικών στόχων που έχουν συμφωνηθεί με τους Ευρωπαϊκούς θεσμούς είναι μια πρόκληση, αλλά μπορεί να διευκολυνθεί από δημοσιονομικά ουδέτερες βελτιώσεις στο μείγμα δημοσιονομικής πολιτικής.
Η κυβέρνηση, τονίζει, θα πρέπει να θέσει ως προτεραιότητα την μείωση των συντελεστών φορολογίας σε μισθούς και κέρδη, η οποία θα χρηματοδοτηθεί από την - προγραμματισμένη για την επόμενη χρονιά- διεύρυνση της φορολογικής βάσης στη φορολογία εισοδήματος φυσικών προσώπων.