ΕΚΤΑΚΤΗ ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
Συμμερίζομαι την αισιοδοξία της κυβέρνησης για την οικονομία, δηλώνει στέλεχος του CDU
«Συμμερίζομαι απολύτως την αισιοδοξία της ελληνικής κυβέρνησης για την οικονομία. Παραμένει, όμως, σημαντικό να συνεχίσει η Ελλάδα τον δρόμο των μεταρρυθμίσεων. Αν μια χώρα είναι σε καλή κατάσταση, τότε είναι ευκολότερο να προσελκύσει ξένες επενδύσεις. Ασφαλώς, όμως, δεν είναι σύμπτωση το γεγονός ότι αυτό το διμερές πανευρωπαϊκό συνέδριο των γερμανικών επιμελητηρίων λαμβάνει χώρα στην Αθήνα. Αποτελεί ένα θετικό μήνυμα προς την Ελλάδα και τους πολίτες της» λέει ο Γκούντερ Κρίχμπαουμ, πρόεδρος της Επιτροπής Ευρωπαϊκών Υποθέσεων της Bundestag, στη συνέντευξή στο Αθηναϊκό-Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων.
«Η κατάσταση στην Ελλάδα έχει βελτιωθεί, έστω και αν η βελτίωση δεν έχει ακόμα αγγίξει όλους τους πολίτες. Χρειάζεται ακόμα υπομονή, διότι η οικονομία σαφώς βελτιώνεται. Η ανοδική τάση υπάρχει -και πρέπει αυτή η ανοδική πορεία να συνεχιστεί για να σταματήσει και η μετανάστευση των νέων, το «brain drain», που είναι πολύ επικίνδυνο για τη χώρα» προσθέτει ο χριστιανοδημοκράτης (CDU) πολιτικός.
Αναφερόμενος στη γεωπολιτική κατάσταση της περιοχή μας ο Κριχμπάουμ υπογραμμίζει ότι «η Ελλάδα έχει κάθε συμφέρον, η περιοχή της να είναι σταθερή και αύριο. Αυτό που γίνεται στην Κύπρο, όπου η Τουρκία κάνει έρευνες για φυσικό αέριο στην κυπριακή ΑΟΖ δεν είναι αποδεκτό και έχει καταδικαστεί από την Ευρώπη. Αυτό δεν συμβάλλει στην σταθερότητα της περιοχής και γι αυτό και έλαβε σαφή θέση».
Εκτιμά πως «η σταθερότητα στην περιοχή εξαρτάται κατά πολύ από την Ελλάδα, η οποία κατάφερε να επιλύσει μια μακροχρόνια διαμάχη με την Βόρεια Μακεδονία» και επισημαίνει: «Μας ενδιαφέρει συνολικά στην Ευρώπη να δημιουργήσουμε συνθήκες σταθερότητας και η απόφαση αυτή ήταν ορθή. Ορισμένοι Έλληνες πολιτικοί επέδειξαν θάρρος, όπως άλλωστε και στη Β. Μακεδονία. Πρέπει πάντα να κοιτάζει κανείς μπροστά, από αυτό ζει η πολιτική».
Στο ερώτημα του ΑΠΕ-ΜΠΕ, εάν έχει σήμερα η Ευρώπη όραμα, απαντά: «Έχουμε και πρέπει να έχουμε όραμα. Όχι μόνον ένα, αλλά περισσότερα. Σε έναν παγκοσμιοποιημένο κόσμο εξαρτάται από μας τους Ευρωπαίους να μην εγκαταλείψουμε τις αξίες μας και την ευημερία μας. Αντιλαμβάνομαι πως το δεύτερο μπορεί να ακούγεται περίεργο στα αυτιά των Ελλήνων, διότι έπρεπε να κάνουν τεράστιες θυσίες. Δεν θα πρέπει να όμως να ξεχνούν ότι καμία άλλη χώρα δεν είχε τόσο μεγάλη υποστήριξη όπως η Ελλάδα».
Τονίζει ότι «βρισκόμαστε εν μέσω μιας μεγάλης εμπορικής διαμάχης μεταξύ των ΗΠΑ και της Κίνας και αυτή η διαμάχη συμπαρασύρει και άλλες χώρες. Και τις ευρωπαϊκές. Εξαρτάται, λοιπόν, από μας να υπεραμυνθούμε του ελεύθερου εμπορίου», όπως επίσης «εξαρτάται από μας να βοηθήσουμε τους άμεσους γείτονές μας στην Αφρική, ώστε να δημιουργηθούν οι προϋποθέσεις για να μπορούν να επιβιώσουν εκεί... Αυτά είναι μερικά από τα οράματα της Ευρώπης».
Τέλος, για το αν υπάρχει κάποιο οικονομικό όραμα και την κριτική που ασκείται αντίθετα στην Κίνα για τις επενδύσεις στην Ευρώπη, ο κ. Κρίχμπαουμ λέει: «Γεγονός είναι ότι οι Κινέζοι αυξάνουν την επιρροή τους στην Ευρώπη, όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά και στις βαλκανικές χώρες. Γεγονός παραμένει, επίσης, ότι οι εμπορικές σχέσεις μεταξύ των ευρωπαϊκών κρατών παραμένουν πολύ ισχυρές και όσο και να μιλάμε για την Κίνα ή τις ΗΠΑ, χωρίς την ΕΕ και τις εμπορικές σχέσεις εντός της ενιαίας αγοράς, όλα θα ήταν πολύ χειρότερα. Πρόκειται για μια εξέλιξη την οποία θα αντιμετωπίσει πιθανόν η Βρετανία εάν αποχωρήσει από την ΕΕ».
«Η κατάσταση στην Ελλάδα έχει βελτιωθεί, έστω και αν η βελτίωση δεν έχει ακόμα αγγίξει όλους τους πολίτες. Χρειάζεται ακόμα υπομονή, διότι η οικονομία σαφώς βελτιώνεται. Η ανοδική τάση υπάρχει -και πρέπει αυτή η ανοδική πορεία να συνεχιστεί για να σταματήσει και η μετανάστευση των νέων, το «brain drain», που είναι πολύ επικίνδυνο για τη χώρα» προσθέτει ο χριστιανοδημοκράτης (CDU) πολιτικός.
Αναφερόμενος στη γεωπολιτική κατάσταση της περιοχή μας ο Κριχμπάουμ υπογραμμίζει ότι «η Ελλάδα έχει κάθε συμφέρον, η περιοχή της να είναι σταθερή και αύριο. Αυτό που γίνεται στην Κύπρο, όπου η Τουρκία κάνει έρευνες για φυσικό αέριο στην κυπριακή ΑΟΖ δεν είναι αποδεκτό και έχει καταδικαστεί από την Ευρώπη. Αυτό δεν συμβάλλει στην σταθερότητα της περιοχής και γι αυτό και έλαβε σαφή θέση».
Εκτιμά πως «η σταθερότητα στην περιοχή εξαρτάται κατά πολύ από την Ελλάδα, η οποία κατάφερε να επιλύσει μια μακροχρόνια διαμάχη με την Βόρεια Μακεδονία» και επισημαίνει: «Μας ενδιαφέρει συνολικά στην Ευρώπη να δημιουργήσουμε συνθήκες σταθερότητας και η απόφαση αυτή ήταν ορθή. Ορισμένοι Έλληνες πολιτικοί επέδειξαν θάρρος, όπως άλλωστε και στη Β. Μακεδονία. Πρέπει πάντα να κοιτάζει κανείς μπροστά, από αυτό ζει η πολιτική».
Στο ερώτημα του ΑΠΕ-ΜΠΕ, εάν έχει σήμερα η Ευρώπη όραμα, απαντά: «Έχουμε και πρέπει να έχουμε όραμα. Όχι μόνον ένα, αλλά περισσότερα. Σε έναν παγκοσμιοποιημένο κόσμο εξαρτάται από μας τους Ευρωπαίους να μην εγκαταλείψουμε τις αξίες μας και την ευημερία μας. Αντιλαμβάνομαι πως το δεύτερο μπορεί να ακούγεται περίεργο στα αυτιά των Ελλήνων, διότι έπρεπε να κάνουν τεράστιες θυσίες. Δεν θα πρέπει να όμως να ξεχνούν ότι καμία άλλη χώρα δεν είχε τόσο μεγάλη υποστήριξη όπως η Ελλάδα».
Τονίζει ότι «βρισκόμαστε εν μέσω μιας μεγάλης εμπορικής διαμάχης μεταξύ των ΗΠΑ και της Κίνας και αυτή η διαμάχη συμπαρασύρει και άλλες χώρες. Και τις ευρωπαϊκές. Εξαρτάται, λοιπόν, από μας να υπεραμυνθούμε του ελεύθερου εμπορίου», όπως επίσης «εξαρτάται από μας να βοηθήσουμε τους άμεσους γείτονές μας στην Αφρική, ώστε να δημιουργηθούν οι προϋποθέσεις για να μπορούν να επιβιώσουν εκεί... Αυτά είναι μερικά από τα οράματα της Ευρώπης».
Τέλος, για το αν υπάρχει κάποιο οικονομικό όραμα και την κριτική που ασκείται αντίθετα στην Κίνα για τις επενδύσεις στην Ευρώπη, ο κ. Κρίχμπαουμ λέει: «Γεγονός είναι ότι οι Κινέζοι αυξάνουν την επιρροή τους στην Ευρώπη, όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά και στις βαλκανικές χώρες. Γεγονός παραμένει, επίσης, ότι οι εμπορικές σχέσεις μεταξύ των ευρωπαϊκών κρατών παραμένουν πολύ ισχυρές και όσο και να μιλάμε για την Κίνα ή τις ΗΠΑ, χωρίς την ΕΕ και τις εμπορικές σχέσεις εντός της ενιαίας αγοράς, όλα θα ήταν πολύ χειρότερα. Πρόκειται για μια εξέλιξη την οποία θα αντιμετωπίσει πιθανόν η Βρετανία εάν αποχωρήσει από την ΕΕ».