ΕΚΤΑΚΤΗ ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
Πρόεδρος της Δημοκρατίας: Τα παιχνίδια και το παρασκήνιο των επιλογών των υποψηφίων στα χρόνια της Μεταπολίτευσης
Είναι δυνατόν ένα αξίωμα, έστω και τύποις ανώτατο, διότι αυτός που το ασκεί δεν έχει ουσιαστικές αρμοδιότητες, να προκαλεί έντονο πολιτικό ενδιαφέρον και κομματικούς διαγκωνισμούς;
Κάτι δηλαδή που συμβαίνει σήμερα στην πολιτική σκηνή;
Μιλάμε βεβαίως για τον θεσμό του Προέδρου της Δημοκρατίας. Η συνήθης απάντηση έχει ως βάση επιχειρηματολογίας τον συμβολικό χαρακτήρα του Προέδρου ως στοιχείου ενότητας του έθνους.
Κάτι πολύ σχετικό πάντοτε, διότι δεν αρκεί το προσωπικό κύρος του ονόματος σε ένα πολίτευμα, καθώς το αξίωμα ως ρυθμιστικό πολιτειακών ισορροπιών απαιτεί και την πολιτική βαρύτητα του ονόματος. Σε ένα πολίτευμα, το οποίο ο Ανδρέας Παπανδρέου, διά των συνταγματικών αλλαγών που επέφερε, μετέτρεψε στην ουσία σε πρωθυπουργοκεντρικό.
Πράγματι, με εξαίρεση τον Κωνσταντίνο Καραμανλή, κανείς άλλος Πρόεδρος της Δημοκρατίας και με περιορισμένες σε μεγάλο βαθμό τις παρεμβατικές αρμοδιότητές του στα πολιτικά πράγματα δεν θα μπορούσε να είναι πραγματικός ρυθμιστής του πολιτεύματος. Τουλάχιστον σύμφωνα με την εκτίμηση έμπειρων πολιτικών παρατηρητών.
Ο λόγος απλός... Ηταν τόσο μεγάλο και ευρύ το πολιτικό κύρος του ιδρυτή της Ν.Δ., με αντίστοιχη απήχηση στην ελληνική κοινωνία, ώστε απλώς μία κουβέντα του ή ένας υπαινιγμός του αρκούσαν για να δημιουργήσουν μείζον πολιτικό και πολιτειακό ζήτημα. Και, βεβαίως, πρόβλημα στην όποια κυβέρνηση.
Τούτων δοθέντων, έχει τελικώς πολύ μικρή σημασία η όλη συζήτηση για το πρόσωπο του Προέδρου, που συντηρεί μεν την πολιτική παραφιλολογία των ΜΜΕ, αλλά συγχρόνως αποπροσανατολίζει από τη στροφή της προσοχής σε ζητήματα προοπτικής που έχουν μεγαλύτερη σημασία για χώρες που έχουν εξέλθει από σοβαρή κρίση.
Δεδομένης πάντως της συζήτησης που γίνεται γύρω από το πρόσωπο που θα επιλεγεί για την προσεχή πενταετή προεδρική θητεία και των ζυμώσεων που φαίνεται ότι γίνονται μεταξύ των κομμάτων προκειμένου να επιτευχθεί η μεγαλύτερη κοινοβουλευτική πλειοψηφία στην ανάδειξη του νέου Προέδρου, πρέπει να παρατηρηθεί το εξής: ότι στις περισσότερες επιλογές υποψηφίων, στα χρόνια της Μεταπολίτευσης, υπήρξε έντονο το στοιχείο και της πολιτικής σκοπιμότητας.
ΥΠΟΛΟΓΙΣΜΟΙ
Εξαίρεση μπορεί να χαρακτηριστεί η εκλογή στη θέση του Προέδρου της Δημοκρατίας, λίγους μήνες μετά την πτώση της δικτατορίας και μετά το δημοψήφισμα της 8ης Δεκεμβρίου του 1974 για την καθιέρωση του πολιτεύματος της Αβασίλευτης Δημοκρατίας, του Μιχάλη Στασινόπουλου.
Ούτως ή άλλως, ήταν εξαρχής αποφασισμένη η προσωρινή θητεία του Στασινόπουλου, ο οποίος εξελέγη στις 18 του ίδιου μήνα. Τον Μιχάλη Στασινόπουλο, ο οποίος έμεινε στην Προεδρία μέχρι τις 19 Ιουνίου του 1975, διαδέχθηκε ο Κωνσταντίνος Τσάτσος. Είχε προηγηθεί η ψήφιση του νέου Συντάγματος, το οποίο καθιέρωνε την Προεδρευομένη Κοινοβουλευτική Δημοκρατία.
Ο Μιχάλης Στασινόπουλος έγινε ο πρώτος ΠτΔ της Μεταπολίτευσης.
Μετά την ψήφιση του πρώτου αυτού Συντάγματος της Μεταπολίτευσης, η Βουλή συνεδρίασε για να εκλέξει τον νέο Πρόεδρο της Δημοκρατίας, όπως προβλεπόταν από τον άρτι ψηφισθέντα νέο Καταστατικό Χάρτη της χώρας, που αντικαθιστούσε τόσο το Σύνταγμα του 1952 όσο και εκείνο της δικτατορίας.
Ο Κ. Τσάτσος, ο οποίος είχε προεδρεύσει και της επιτροπής σύνταξης του νέου Συντάγματος, εκ των στενοτέρων συνεργατών του Καραμανλή, είχε επιλεγεί ως υποψήφιος και χάριν συγκεκριμένης πολιτικής σκοπιμότητας.
Διότι, όπως εκ των υστέρων απεδείχθη, θα διευκόλυνε διά της παραιτήσεώς του τη μετάβαση του Κωνσταντίνου Καραμανλή από την πρωθυπουργία της χώρας στο ανώτατο πολιτειακό αξίωμα.
Όντως, τον Τσάτσο διαδέχθηκε ο Καραμανλής, ο οποίος παρέμεινε στη θέση του μέχρι το 1985, οπότε, ληγούσης της θητείας του, διαδραματίστηκε και η πλέον επεισοδιακή και ιδιαίτερης πολιτικής σκοπιμότητας ανάδειξη στον προεδρικό θώκο του Χρήστου Σαρτζετάκη. Το παρασκήνιο της εποχής, έντονο και μεγάλο.
ΕΓΧΡΩΜΟΙ... ΧΕΙΡΙΣΜΟΙ
Οι φήμες της εποχής και οι σχετικές εκδοχές ανέφεραν ότι ο Ανδρέας Παπανδρέου ξεγέλασε τον Καραμανλή, ενώ είχε διαδώσει πως θα πρότεινε ανανέωση της θητείας του, ότι τον παρέσυρε ο Μένιος Κουτσόγιωργας και ότι η επιλογή Σαρτζετάκη ήταν συγκεκριμένης σκοπιμότητας, επειδή ο συγκεκριμένος υποψήφιος είχε συνδεθεί ως ανακριτής με την πολιτικά πολύκροτη υπόθεση της δολοφονίας του Γρηγόρη Λαμπράκη.
Κι έτσι ο Ανδρέας Παπανδρέου ήθελε να δώσει διαπιστευτήρια δημοκρατικής προσήλωσης προς έναν λαό που δεν σταμάτησε να κολακεύει.
Επίσης, παρά τα περί του αντιθέτου λεγόμενα, ο Καραμανλής λέγεται ότι γνώριζε τις προθέσεις του Ανδρέα και αντιλαμβανόταν τη σκοπιμότητα της επιλογής, στο πλαίσιο των γνωστών πολιτικών παιγνίων της συγκεκριμένης πολιτικής περιόδου.
Η πραγματικότητα κατέγραψε, πάντως, την παραίτηση Καραμανλή. Στην ψηφοφορία για την ανάδειξη Σαρτζετάκη σημειώθηκαν τα εξής αξιοπερίεργα: Κατά την πρώτη άκαρπη ψηφοφορία βρέθηκαν δύο λιγότερες ψήφοι σε σχέση με τον αριθμό της Κοινοβουλευτικής Ομάδας του ΠΑΣΟΚ, ενώ κατά τη δεύτερη ψηφοφορία είχαν διανεμηθεί έγχρωμα ψηφοδέλτια με το όνομα του κ. Σαρτζετάκη, ώστε να ελεγχθούν οι διαρροές.
Από την πλευρά της Ν.Δ. η αντίδραση ήταν σφοδρότατη για τη διαδικασία αυτή, με αποτέλεσμα ο τότε βουλευτής του κόμματος Ελευθέριος Καλογιάννης να πάρει την κάλπη από τη Βουλή και να τη μεταφέρει στα γραφεία της Ν.Δ. Εκτοτε ο βουλευτής αποκαλούνταν σκωπτικά στους πολιτικούς κύκλους και... Καλπογιάννης.
Ο Λευτέρης Καλογιάννης με την κάλπη στον ώμο τον ταραχώδη Μάρτιο του 1985.
Παράλληλα, η τρίτη ψηφοφορία, κατά την οποία εξελέγη ο κ. Σαρτζετάκης, είχε αποτελέσει αντικείμενο έντονων διαφωνιών μεταξύ των πλέον έγκριτων συνταγματολόγων της χώρας. Ο λόγος ήταν ότι η 180ή ψήφος, με την οποία είχε εκλεγεί ο κ. Σαρτζετάκης, ανήκε στον τότε πρόεδρο της Βουλής, Γιάννη Αλευρά.
Ομως ο Αλευράς είχε διατελέσει, ως εκ της θέσεώς του, προσωρινός Πρόεδρος της Δημοκρατίας μετά την παραίτηση Καραμανλή, και επομένως δεν νομιμοποιούνταν να ψηφίσει! Η λήξη της θητείας Σαρτζετάκη το 1990 αποτέλεσε την αφορμή ώστε η προεδρική εκλογή να οδηγήσει, σύμφωνα άλλωστε με την επιταγή του ισχύοντος Συντάγματος, σε βουλευτικές εκλογές.
Σαρτζετάκης και Παπανδρέου στις εξέδρες κατά
τη διάρκεια του Ευρωμπάσκετ του ’87
Από το 1989 η χώρα είχε οικουμενική κυβέρνηση υπό τον Ξενοφώντα Ζολώτα. Ο προταθείς εκ νέου από το ΠΑΣΟΚ κ. Σαρτζετάκης δεν κατορθώνει να εκλεγεί, όπως και ο προταθείς κατά τη δεύτερη ψηφοφορία, Γιάννης Αλευράς. Η Βουλή διαλύεται, γίνονται εκλογές και εκλέγεται η Ν.Δ. υπό τον Κώστα Μητσοτάκη.
Προτείνεται από τη Ν.Δ. ως υποψήφιος ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, προκειμένου να αποκατασταθεί η πολιτική αδικία που είχε διαπράξει το ΠΑΣΟΚ προς το πρόσωπό του. Εκλέγεται, τελικώς, με 153 ψήφους.
Οι δύο επόμενοι Πρόεδροι της Δημοκρατίας αντιπροσωπεύουν μία άλλη πολιτική σκοπιμότητα, που έχει να κάνει κυρίως με την απόδειξη ότι το πολιτικό σύστημα έχει ωριμάσει και μπορεί να κάνει υπερβάσεις.
Παράδοση υπέρβασης
Το 1995, μετά την κανονική λήξη της θητείας Καραμανλή, εκλέγεται ο Κωστής Στεφανόπουλος. Το ενδιαφέρον στοιχείο της εκλογής εκείνης είναι ότι προτείνεται από ένα δεξιό κόμμα, την Πολιτική Ανοιξη του Αντώνη Σαμαρά, και στηρίζεται από το ΠΑΣΟΚ που κυβερνά πάλι τη χώρα από το 1993.
Ο Κωστής Στεφανόπουλος προτάθηκε από την Πολιτική Ανοιξη
του Αντώνη Σαμαρά και στηρίχθηκε από το ΠΑΣΟΚ
Πέραν όμως της υπερβάσεως, όπως τονίστηκε, δεν πρέπει να παραγνωρίζεται και το γεγονός ότι το κυβερνών ΠΑΣΟΚ δεν ήθελε να πάει η χώρα σε εκλογές. Ο Στεφανόπουλος επανεκλέγεται και το 2000, αυτήν τη φορά και με ψήφους της Ν.Δ., η οποία την πρώτη φορά είχε κατεβάσει δικό της υποψήφιο (τον Θανάση Τσαλδάρη).
Ούτως ή άλλως, επρόκειτο να έχουμε στο ίδιο έτος εκλογές και ο νέος πρόεδρος (από το 1997) της Ν.Δ., ο Κώστας Καραμανλής, δεν ήθελε να εκβιάσει πρόωρη προσφυγή στις κάλπες.
Άλλωστε, ο Στεφανόπουλος προερχόταν από τη Ν.Δ. και υπήρξε και εκ των στενών συνεργατών του ιδρυτή του κόμματος.
Η σκοπιμότητα της επιλογής από την κυβέρνηση της Ν.Δ. του διαδόχου του Στεφανόπουλου έγκειτο στο ότι η τότε κυβέρνηση, πέρα από τη συνέχιση της παράδοσης όπου τα κόμματα κάνουν υπερβάσεις, τουλάχιστον ως προς το ανώτατο πολιτειακό αξίωμα, είχε και έναν πρόσθετο λόγο: Είχε περάσει μόλις ένας χρόνος από την ανάδειξη της Ν.Δ. στην κυβέρνηση και επομένως δεν υπήρχε λόγος να ξαναπάμε σε κάλπες λόγω μη εκλογής Προέδρου.
Ο στενός συνεργάτης του Ανδρέα, Κάρολος Παπούλιας, ο οποίος
επανεξελέγη το 2010 με
κυβέρνηση Γιώργου Παπανδρέου, αλλά ψηφίστηκε
και από τη Ν.Δ.
Επελέγη έτσι ο στενός συνεργάτης του Ανδρέα, ο Κάρολος Παπούλιας, ο οποίος επανεξελέγη το 2010 με κυβέρνηση Γιώργου Παπανδρέου, αλλά ψηφισθείς και από τη Νέα Δημοκρατία.
Η «παράδοση» αυτή συνεχίστηκε και το 2015, όταν μετά τη διάλυση της Βουλής, που προκάλεσε σκοπίμως ο Αλέξης Τσίπρας μη ψηφίζοντας τον προταθέντα από τη νεοδημοκρατική κυβέρνηση Σταύρο Δήμα, η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ πρότεινε τον προερχόμενο από τη Ν.Δ. Προκόπη Παυλόπουλο, ο οποίος εξελέγη και με ψήφους της Ν.Δ., καταψηφισθείς μόνον από τον Κυριάκο Μητσοτάκη.
Η κυβέρνηση του Αλέξη Τσίπρα επέλεξε για
Πρόεδρο της Δημοκρατίας τον προερχόμενο
από τη Ν.Δ., Προκόπη Παυλόπουλο.
Κάτι δηλαδή που συμβαίνει σήμερα στην πολιτική σκηνή;
Μιλάμε βεβαίως για τον θεσμό του Προέδρου της Δημοκρατίας. Η συνήθης απάντηση έχει ως βάση επιχειρηματολογίας τον συμβολικό χαρακτήρα του Προέδρου ως στοιχείου ενότητας του έθνους.
Κάτι πολύ σχετικό πάντοτε, διότι δεν αρκεί το προσωπικό κύρος του ονόματος σε ένα πολίτευμα, καθώς το αξίωμα ως ρυθμιστικό πολιτειακών ισορροπιών απαιτεί και την πολιτική βαρύτητα του ονόματος. Σε ένα πολίτευμα, το οποίο ο Ανδρέας Παπανδρέου, διά των συνταγματικών αλλαγών που επέφερε, μετέτρεψε στην ουσία σε πρωθυπουργοκεντρικό.
Πράγματι, με εξαίρεση τον Κωνσταντίνο Καραμανλή, κανείς άλλος Πρόεδρος της Δημοκρατίας και με περιορισμένες σε μεγάλο βαθμό τις παρεμβατικές αρμοδιότητές του στα πολιτικά πράγματα δεν θα μπορούσε να είναι πραγματικός ρυθμιστής του πολιτεύματος. Τουλάχιστον σύμφωνα με την εκτίμηση έμπειρων πολιτικών παρατηρητών.
Ο λόγος απλός... Ηταν τόσο μεγάλο και ευρύ το πολιτικό κύρος του ιδρυτή της Ν.Δ., με αντίστοιχη απήχηση στην ελληνική κοινωνία, ώστε απλώς μία κουβέντα του ή ένας υπαινιγμός του αρκούσαν για να δημιουργήσουν μείζον πολιτικό και πολιτειακό ζήτημα. Και, βεβαίως, πρόβλημα στην όποια κυβέρνηση.
Τούτων δοθέντων, έχει τελικώς πολύ μικρή σημασία η όλη συζήτηση για το πρόσωπο του Προέδρου, που συντηρεί μεν την πολιτική παραφιλολογία των ΜΜΕ, αλλά συγχρόνως αποπροσανατολίζει από τη στροφή της προσοχής σε ζητήματα προοπτικής που έχουν μεγαλύτερη σημασία για χώρες που έχουν εξέλθει από σοβαρή κρίση.
Δεδομένης πάντως της συζήτησης που γίνεται γύρω από το πρόσωπο που θα επιλεγεί για την προσεχή πενταετή προεδρική θητεία και των ζυμώσεων που φαίνεται ότι γίνονται μεταξύ των κομμάτων προκειμένου να επιτευχθεί η μεγαλύτερη κοινοβουλευτική πλειοψηφία στην ανάδειξη του νέου Προέδρου, πρέπει να παρατηρηθεί το εξής: ότι στις περισσότερες επιλογές υποψηφίων, στα χρόνια της Μεταπολίτευσης, υπήρξε έντονο το στοιχείο και της πολιτικής σκοπιμότητας.
ΥΠΟΛΟΓΙΣΜΟΙ
Εξαίρεση μπορεί να χαρακτηριστεί η εκλογή στη θέση του Προέδρου της Δημοκρατίας, λίγους μήνες μετά την πτώση της δικτατορίας και μετά το δημοψήφισμα της 8ης Δεκεμβρίου του 1974 για την καθιέρωση του πολιτεύματος της Αβασίλευτης Δημοκρατίας, του Μιχάλη Στασινόπουλου.
Ούτως ή άλλως, ήταν εξαρχής αποφασισμένη η προσωρινή θητεία του Στασινόπουλου, ο οποίος εξελέγη στις 18 του ίδιου μήνα. Τον Μιχάλη Στασινόπουλο, ο οποίος έμεινε στην Προεδρία μέχρι τις 19 Ιουνίου του 1975, διαδέχθηκε ο Κωνσταντίνος Τσάτσος. Είχε προηγηθεί η ψήφιση του νέου Συντάγματος, το οποίο καθιέρωνε την Προεδρευομένη Κοινοβουλευτική Δημοκρατία.
Μετά την ψήφιση του πρώτου αυτού Συντάγματος της Μεταπολίτευσης, η Βουλή συνεδρίασε για να εκλέξει τον νέο Πρόεδρο της Δημοκρατίας, όπως προβλεπόταν από τον άρτι ψηφισθέντα νέο Καταστατικό Χάρτη της χώρας, που αντικαθιστούσε τόσο το Σύνταγμα του 1952 όσο και εκείνο της δικτατορίας.
Ο Κ. Τσάτσος, ο οποίος είχε προεδρεύσει και της επιτροπής σύνταξης του νέου Συντάγματος, εκ των στενοτέρων συνεργατών του Καραμανλή, είχε επιλεγεί ως υποψήφιος και χάριν συγκεκριμένης πολιτικής σκοπιμότητας.
Διότι, όπως εκ των υστέρων απεδείχθη, θα διευκόλυνε διά της παραιτήσεώς του τη μετάβαση του Κωνσταντίνου Καραμανλή από την πρωθυπουργία της χώρας στο ανώτατο πολιτειακό αξίωμα.
Όντως, τον Τσάτσο διαδέχθηκε ο Καραμανλής, ο οποίος παρέμεινε στη θέση του μέχρι το 1985, οπότε, ληγούσης της θητείας του, διαδραματίστηκε και η πλέον επεισοδιακή και ιδιαίτερης πολιτικής σκοπιμότητας ανάδειξη στον προεδρικό θώκο του Χρήστου Σαρτζετάκη. Το παρασκήνιο της εποχής, έντονο και μεγάλο.
ΕΓΧΡΩΜΟΙ... ΧΕΙΡΙΣΜΟΙ
Οι φήμες της εποχής και οι σχετικές εκδοχές ανέφεραν ότι ο Ανδρέας Παπανδρέου ξεγέλασε τον Καραμανλή, ενώ είχε διαδώσει πως θα πρότεινε ανανέωση της θητείας του, ότι τον παρέσυρε ο Μένιος Κουτσόγιωργας και ότι η επιλογή Σαρτζετάκη ήταν συγκεκριμένης σκοπιμότητας, επειδή ο συγκεκριμένος υποψήφιος είχε συνδεθεί ως ανακριτής με την πολιτικά πολύκροτη υπόθεση της δολοφονίας του Γρηγόρη Λαμπράκη.
Κι έτσι ο Ανδρέας Παπανδρέου ήθελε να δώσει διαπιστευτήρια δημοκρατικής προσήλωσης προς έναν λαό που δεν σταμάτησε να κολακεύει.
Επίσης, παρά τα περί του αντιθέτου λεγόμενα, ο Καραμανλής λέγεται ότι γνώριζε τις προθέσεις του Ανδρέα και αντιλαμβανόταν τη σκοπιμότητα της επιλογής, στο πλαίσιο των γνωστών πολιτικών παιγνίων της συγκεκριμένης πολιτικής περιόδου.
Η πραγματικότητα κατέγραψε, πάντως, την παραίτηση Καραμανλή. Στην ψηφοφορία για την ανάδειξη Σαρτζετάκη σημειώθηκαν τα εξής αξιοπερίεργα: Κατά την πρώτη άκαρπη ψηφοφορία βρέθηκαν δύο λιγότερες ψήφοι σε σχέση με τον αριθμό της Κοινοβουλευτικής Ομάδας του ΠΑΣΟΚ, ενώ κατά τη δεύτερη ψηφοφορία είχαν διανεμηθεί έγχρωμα ψηφοδέλτια με το όνομα του κ. Σαρτζετάκη, ώστε να ελεγχθούν οι διαρροές.
Από την πλευρά της Ν.Δ. η αντίδραση ήταν σφοδρότατη για τη διαδικασία αυτή, με αποτέλεσμα ο τότε βουλευτής του κόμματος Ελευθέριος Καλογιάννης να πάρει την κάλπη από τη Βουλή και να τη μεταφέρει στα γραφεία της Ν.Δ. Εκτοτε ο βουλευτής αποκαλούνταν σκωπτικά στους πολιτικούς κύκλους και... Καλπογιάννης.
Παράλληλα, η τρίτη ψηφοφορία, κατά την οποία εξελέγη ο κ. Σαρτζετάκης, είχε αποτελέσει αντικείμενο έντονων διαφωνιών μεταξύ των πλέον έγκριτων συνταγματολόγων της χώρας. Ο λόγος ήταν ότι η 180ή ψήφος, με την οποία είχε εκλεγεί ο κ. Σαρτζετάκης, ανήκε στον τότε πρόεδρο της Βουλής, Γιάννη Αλευρά.
Ομως ο Αλευράς είχε διατελέσει, ως εκ της θέσεώς του, προσωρινός Πρόεδρος της Δημοκρατίας μετά την παραίτηση Καραμανλή, και επομένως δεν νομιμοποιούνταν να ψηφίσει! Η λήξη της θητείας Σαρτζετάκη το 1990 αποτέλεσε την αφορμή ώστε η προεδρική εκλογή να οδηγήσει, σύμφωνα άλλωστε με την επιταγή του ισχύοντος Συντάγματος, σε βουλευτικές εκλογές.
Από το 1989 η χώρα είχε οικουμενική κυβέρνηση υπό τον Ξενοφώντα Ζολώτα. Ο προταθείς εκ νέου από το ΠΑΣΟΚ κ. Σαρτζετάκης δεν κατορθώνει να εκλεγεί, όπως και ο προταθείς κατά τη δεύτερη ψηφοφορία, Γιάννης Αλευράς. Η Βουλή διαλύεται, γίνονται εκλογές και εκλέγεται η Ν.Δ. υπό τον Κώστα Μητσοτάκη.
Προτείνεται από τη Ν.Δ. ως υποψήφιος ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, προκειμένου να αποκατασταθεί η πολιτική αδικία που είχε διαπράξει το ΠΑΣΟΚ προς το πρόσωπό του. Εκλέγεται, τελικώς, με 153 ψήφους.
Οι δύο επόμενοι Πρόεδροι της Δημοκρατίας αντιπροσωπεύουν μία άλλη πολιτική σκοπιμότητα, που έχει να κάνει κυρίως με την απόδειξη ότι το πολιτικό σύστημα έχει ωριμάσει και μπορεί να κάνει υπερβάσεις.
Παράδοση υπέρβασης
Το 1995, μετά την κανονική λήξη της θητείας Καραμανλή, εκλέγεται ο Κωστής Στεφανόπουλος. Το ενδιαφέρον στοιχείο της εκλογής εκείνης είναι ότι προτείνεται από ένα δεξιό κόμμα, την Πολιτική Ανοιξη του Αντώνη Σαμαρά, και στηρίζεται από το ΠΑΣΟΚ που κυβερνά πάλι τη χώρα από το 1993.
Πέραν όμως της υπερβάσεως, όπως τονίστηκε, δεν πρέπει να παραγνωρίζεται και το γεγονός ότι το κυβερνών ΠΑΣΟΚ δεν ήθελε να πάει η χώρα σε εκλογές. Ο Στεφανόπουλος επανεκλέγεται και το 2000, αυτήν τη φορά και με ψήφους της Ν.Δ., η οποία την πρώτη φορά είχε κατεβάσει δικό της υποψήφιο (τον Θανάση Τσαλδάρη).
Ούτως ή άλλως, επρόκειτο να έχουμε στο ίδιο έτος εκλογές και ο νέος πρόεδρος (από το 1997) της Ν.Δ., ο Κώστας Καραμανλής, δεν ήθελε να εκβιάσει πρόωρη προσφυγή στις κάλπες.
Άλλωστε, ο Στεφανόπουλος προερχόταν από τη Ν.Δ. και υπήρξε και εκ των στενών συνεργατών του ιδρυτή του κόμματος.
Η σκοπιμότητα της επιλογής από την κυβέρνηση της Ν.Δ. του διαδόχου του Στεφανόπουλου έγκειτο στο ότι η τότε κυβέρνηση, πέρα από τη συνέχιση της παράδοσης όπου τα κόμματα κάνουν υπερβάσεις, τουλάχιστον ως προς το ανώτατο πολιτειακό αξίωμα, είχε και έναν πρόσθετο λόγο: Είχε περάσει μόλις ένας χρόνος από την ανάδειξη της Ν.Δ. στην κυβέρνηση και επομένως δεν υπήρχε λόγος να ξαναπάμε σε κάλπες λόγω μη εκλογής Προέδρου.
Επελέγη έτσι ο στενός συνεργάτης του Ανδρέα, ο Κάρολος Παπούλιας, ο οποίος επανεξελέγη το 2010 με κυβέρνηση Γιώργου Παπανδρέου, αλλά ψηφισθείς και από τη Νέα Δημοκρατία.
Η «παράδοση» αυτή συνεχίστηκε και το 2015, όταν μετά τη διάλυση της Βουλής, που προκάλεσε σκοπίμως ο Αλέξης Τσίπρας μη ψηφίζοντας τον προταθέντα από τη νεοδημοκρατική κυβέρνηση Σταύρο Δήμα, η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ πρότεινε τον προερχόμενο από τη Ν.Δ. Προκόπη Παυλόπουλο, ο οποίος εξελέγη και με ψήφους της Ν.Δ., καταψηφισθείς μόνον από τον Κυριάκο Μητσοτάκη.