ΕΚΤΑΚΤΗ ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
Βαρβιτσιώτης: Η Ευρώπη να αρθρώσει μία ενιαία, ισχυρή φωνή
Τι είπε ο αναπληρωτής υπουργός Εξωτερικών για την ημέρα της Ευρώπης
«Η Ευρώπη πρέπει να χρησιμοποιήσει τα μαθήματα της κρίσης του ευρώ και να ενισχύσει τον υπερεθνικό της χαρακτήρα» προτάσσει στο άρθρο του στα Νέα Σαββατοκύριακο για την Ημέρα της Ευρώπης, ο αναπληρωτής υπουργός Εξωτερικών Μιλτιάδης Βαρβιτσιώτης.
«Σήμερα, 9 Μαΐου γιορτάζει η Ευρώπη. Όταν πριν από 70 χρόνια ο Ρομπέρ Σουμάν οραματίστηκε αυτό τον κοινό χώρο ειρήνης, ασφάλειας και συνεργασίας των λαών μετά τη φρίκη του Β' Παγκοσμίου Πολέμου ίσως να μην μπορούσε να φανταστεί ότι στα 70 χρόνια που ακολούθησαν, η Ευρωπαϊκή Ένωση θα κατάφερνε να αποτελεί σήμερα ένα Δημιούργημα που όμοιό του δεν έχει καταγραφεί διαχρονικά στην πολιτική ιστορία» σημειώνει ο κ. Βαρβιτσιώτης και προσθέτει: «Μέσα σε αυτές τις επτά δεκαετίες διαμόρφωσε μια ενιαία αγορά 500 εκατομμυρίων, καταλαμβάνοντας τη δεύτερη θέση της μεγαλύτερης οικονομίας παγκοσμίως, δημιούργησε το δικό της ισχυρό νόμισμα, και ενοποίησε μια ήπειρο με αρκετές διαφορές πολιτικά, οικονομικά και πολιτισμικά».
Παράλληλα, ο αναπληρωτής υπουργός Εξωτερικών επισημαίνει ότι οι «Πατέρες της Ένωσης» μάλλον θα προβληματίζονταν σοβαρά από τη διαχείριση των απανωτών κρίσεων της τελευταίας δεκαετίας (χρηματοπιστωτικής, προσφυγικής, Brexit, και λαϊκισμού). Υπογραμμίζει περαιτέρω πως «ακόμη περισσότερο, ίσως απογοητεύονταν με την αντιμετώπιση της πανδημίας του κορονοϊού, που τείνει να μετατραπεί σε κρίση ταυτότητας κι αλληλεγγύης».
Εστιάζοντας στις επιπτώσεις της πανδημίας, ο κ. Βαρβιτσιώτης παρατηρεί ότι η τρέχουσα κρίση δε μοιάζει με τις προηγούμενες. «Ούτε ως προς τα μεγέθη, ούτε ως προς την ένταση, ούτε ως προς το εύρος των διαφαινόμενων επιπτώσεων της. Θα πληγούν εκατομμύρια άνθρωποι, οι περισσότερες εθνικές οικονομίες, ακόμη και οι πιο ισχυρές, θα βρεθούν ευάλωτες και εξασθενημένες, χωρίς ορατό χρονικό ορίζοντα ανάκαμψης».
Ως προς αυτό αντιτάσσει την ανάγκη για καινοτόμα σκέψη, τολμηρές πρωτοβουλίες και ισχυρή πολιτική απόφαση.
Ωστόσο, διαπιστώνει πως προς το παρόν η Ευρώπη φαίνεται να σπαταλά χρόνο και πόρους σε ατέρμονες συγκρούσεις και κοντόφθαλμους εσωτερικούς διχασμούς. Τα καταστρεπτικά χαρακώματα «Βορείων» και «Νοτίων», «Δυτικών» και «Ανατολικών», «προνοητικών» και «τεμπέληδων», «τσιγκούνηδων» και «φιλόδοξων», δεν πρέπει να έχουν θέση στον ευρωπαϊκό διάλογο, υπογραμμίζει και διαμηνύει ότι στην καρδιά κάθε Ευρωπαίου πρέπει να γίνει ξεκάθαρο ότι είναι ισχυρότερος εντός της Ένωσης, παρά εκτός. Η αναθεώρηση προς τα πάνω του Ευρωπαϊκού Προϋπολογισμού θα είναι προς το συμφέρον όλων, καταδεικνύει. «Η Ευρώπη πρέπει να χρησιμοποιήσει τα μαθήματα της κρίσης του ευρώ και να ενισχύσει τον υπερεθνικό της χαρακτήρα. Να αναρωτηθεί, τελικά, όπως έκανε το 1983 ο Κωνσταντίνος Καραμανλής ενώπιον του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου "θέλουμε ή δεν θέλουμε την Ένωση της Ευρώπης;"» τόνισε με έμφαση και εξήγησε πως «αν δεν εξασφαλίσει αυτή την ουσιαστική συνοχή, το "ενωσιακό πείραμα" θα αποτύχει. «Αν όχι σε αυτή, ίσως στην επόμενη κρίση. Στο μέλλον, προβλήματα όλο και πιο σύνθετα κι απρόβλεπτα θα θέτουν σε δοκιμασία τα συλλογικά αντανακλαστικά της» επισήμανε.
Ειδικότερα, αναφέρεται στην κλιματική αλλαγή, στην αύξηση των μεταναστευτικές ροών και στις «ραγδαίες επαναστάσεις σε πεδία προηγμένης τεχνολογίας και τεχνητής νοημοσύνης και διερωτάται: Πώς θα αντιδράσει; Με ποια εργαλεία και ποιες πολιτικές; Πώς θα χρηματοδοτήσει τις λύσεις; Με πόσες και ποιες θεσμικές φωνές θα εκφραστεί; Πώς θα οχυρωθεί, ώστε να αποδειχθεί μια βιώσιμη και ανθεκτική στις κρίσεις Ένωση;
Καταληκτικά στο άρθρο του, ο Μ. Βαρβιτσιώτης αφού υπενθυμίζει ότι πριν χρόνια ο Δημήτρης Τσάτσος είχε χαρακτηρίσει το ενωσιακό φαινόμενο «Ευρωπαϊκή Συμπολιτεία», τονίζει ότι τώρα, ίσως ήρθε η ώρα, να δικαιωθεί αυτός ο χαρακτηρισμός μέσα από τη συμπόρευση, συνεργασία και συν-δημιουργία των κρατών - μελών.
«Σήμερα, 9 Μαΐου γιορτάζει η Ευρώπη. Όταν πριν από 70 χρόνια ο Ρομπέρ Σουμάν οραματίστηκε αυτό τον κοινό χώρο ειρήνης, ασφάλειας και συνεργασίας των λαών μετά τη φρίκη του Β' Παγκοσμίου Πολέμου ίσως να μην μπορούσε να φανταστεί ότι στα 70 χρόνια που ακολούθησαν, η Ευρωπαϊκή Ένωση θα κατάφερνε να αποτελεί σήμερα ένα Δημιούργημα που όμοιό του δεν έχει καταγραφεί διαχρονικά στην πολιτική ιστορία» σημειώνει ο κ. Βαρβιτσιώτης και προσθέτει: «Μέσα σε αυτές τις επτά δεκαετίες διαμόρφωσε μια ενιαία αγορά 500 εκατομμυρίων, καταλαμβάνοντας τη δεύτερη θέση της μεγαλύτερης οικονομίας παγκοσμίως, δημιούργησε το δικό της ισχυρό νόμισμα, και ενοποίησε μια ήπειρο με αρκετές διαφορές πολιτικά, οικονομικά και πολιτισμικά».
Παράλληλα, ο αναπληρωτής υπουργός Εξωτερικών επισημαίνει ότι οι «Πατέρες της Ένωσης» μάλλον θα προβληματίζονταν σοβαρά από τη διαχείριση των απανωτών κρίσεων της τελευταίας δεκαετίας (χρηματοπιστωτικής, προσφυγικής, Brexit, και λαϊκισμού). Υπογραμμίζει περαιτέρω πως «ακόμη περισσότερο, ίσως απογοητεύονταν με την αντιμετώπιση της πανδημίας του κορονοϊού, που τείνει να μετατραπεί σε κρίση ταυτότητας κι αλληλεγγύης».
Εστιάζοντας στις επιπτώσεις της πανδημίας, ο κ. Βαρβιτσιώτης παρατηρεί ότι η τρέχουσα κρίση δε μοιάζει με τις προηγούμενες. «Ούτε ως προς τα μεγέθη, ούτε ως προς την ένταση, ούτε ως προς το εύρος των διαφαινόμενων επιπτώσεων της. Θα πληγούν εκατομμύρια άνθρωποι, οι περισσότερες εθνικές οικονομίες, ακόμη και οι πιο ισχυρές, θα βρεθούν ευάλωτες και εξασθενημένες, χωρίς ορατό χρονικό ορίζοντα ανάκαμψης».
Ως προς αυτό αντιτάσσει την ανάγκη για καινοτόμα σκέψη, τολμηρές πρωτοβουλίες και ισχυρή πολιτική απόφαση.
Ωστόσο, διαπιστώνει πως προς το παρόν η Ευρώπη φαίνεται να σπαταλά χρόνο και πόρους σε ατέρμονες συγκρούσεις και κοντόφθαλμους εσωτερικούς διχασμούς. Τα καταστρεπτικά χαρακώματα «Βορείων» και «Νοτίων», «Δυτικών» και «Ανατολικών», «προνοητικών» και «τεμπέληδων», «τσιγκούνηδων» και «φιλόδοξων», δεν πρέπει να έχουν θέση στον ευρωπαϊκό διάλογο, υπογραμμίζει και διαμηνύει ότι στην καρδιά κάθε Ευρωπαίου πρέπει να γίνει ξεκάθαρο ότι είναι ισχυρότερος εντός της Ένωσης, παρά εκτός. Η αναθεώρηση προς τα πάνω του Ευρωπαϊκού Προϋπολογισμού θα είναι προς το συμφέρον όλων, καταδεικνύει. «Η Ευρώπη πρέπει να χρησιμοποιήσει τα μαθήματα της κρίσης του ευρώ και να ενισχύσει τον υπερεθνικό της χαρακτήρα. Να αναρωτηθεί, τελικά, όπως έκανε το 1983 ο Κωνσταντίνος Καραμανλής ενώπιον του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου "θέλουμε ή δεν θέλουμε την Ένωση της Ευρώπης;"» τόνισε με έμφαση και εξήγησε πως «αν δεν εξασφαλίσει αυτή την ουσιαστική συνοχή, το "ενωσιακό πείραμα" θα αποτύχει. «Αν όχι σε αυτή, ίσως στην επόμενη κρίση. Στο μέλλον, προβλήματα όλο και πιο σύνθετα κι απρόβλεπτα θα θέτουν σε δοκιμασία τα συλλογικά αντανακλαστικά της» επισήμανε.
Ειδικότερα, αναφέρεται στην κλιματική αλλαγή, στην αύξηση των μεταναστευτικές ροών και στις «ραγδαίες επαναστάσεις σε πεδία προηγμένης τεχνολογίας και τεχνητής νοημοσύνης και διερωτάται: Πώς θα αντιδράσει; Με ποια εργαλεία και ποιες πολιτικές; Πώς θα χρηματοδοτήσει τις λύσεις; Με πόσες και ποιες θεσμικές φωνές θα εκφραστεί; Πώς θα οχυρωθεί, ώστε να αποδειχθεί μια βιώσιμη και ανθεκτική στις κρίσεις Ένωση;
Καταληκτικά στο άρθρο του, ο Μ. Βαρβιτσιώτης αφού υπενθυμίζει ότι πριν χρόνια ο Δημήτρης Τσάτσος είχε χαρακτηρίσει το ενωσιακό φαινόμενο «Ευρωπαϊκή Συμπολιτεία», τονίζει ότι τώρα, ίσως ήρθε η ώρα, να δικαιωθεί αυτός ο χαρακτηρισμός μέσα από τη συμπόρευση, συνεργασία και συν-δημιουργία των κρατών - μελών.