ΕΚΤΑΚΤΗ ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
Κακλαμάνης: Η καθυστέρηση της ΕΕ στη λήψη αποφάσεων οδηγεί στην απώλεια της εμπιστοσύνης των πολιτών
Τηλεδιάσκεψη των Προέδρων Επιτροπών Ευρωπαϊκών Υποθέσεων των Κοινοβουλίων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, πραγματοποιήθηκε σήμερα, στο πλαίσιο της κροατικής προεδρίας του Συμβουλίου της Ε.Ε., με τη συμμετοχή του Α' Αντιπροέδρου και προέδρου της Επιτροπής Ευρωπαϊκών Υποθέσεων της Βουλής των Ελλήνων, κ. Νικήτα Κακλαμάνη και του αντιπροέδρου της Επιτροπής, κ. Δημήτρη Καιρίδη.
Σύμφωνα με ανακοίνωση της Βουλής, η ημερήσια διάταξη της τηλεδιάσκεψης περιλάμβανε το θέμα της κοινής ευρωπαϊκής απάντησης στην πανδημία του κορονοϊού και τις επιπτώσεις του στο Πολυετές Δημοσιονομικό Πλαίσιο (ΠΔΠ), καθώς και τη Διάσκεψη για το μέλλον της Ευρώπης. Βασικοί εισηγητές ήταν, εκ μέρους της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, οι αντιπρόεδροι κ.κ. Maroš Šefčovič και Dubravka Šuica, αρμόδιοι για τις διοργανικές σχέσεις και τη διερεύνηση προοπτικών, τη Δημοκρατία και τη δημογραφία αντίστοιχα, ενώ, εκ μέρους του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου (ΕΚ), βασικοί εισηγητές ήταν η αντιπρόεδρος κ. Mairead McGuinness και ο εισηγητής του ΕΚ για το Πολυετές Δημοσιονομικό Πλαίσιο (ΠΔΠ), κ. Jan Olbrycht.
Στην τοποθέτησή του ο Α΄ αντιπρόεδρος της Βουλής κ. Νικήτας Κακλαμάνης, επεσήμανε ότι η έλλειψη τόλμης και η καθυστέρηση της Ε.Ε. στη λήψη αποφάσεων οδηγεί αναπόφευκτα στην απώλεια της εμπιστοσύνης των πολιτών της.
Ενόψει της διοργάνωσης της Διάσκεψης για το Μέλλον της Ευρώπης, ο κ. Κακλαμάνης κάλεσε τους συναδέλφους του να αναλογιστούν «ποια Ευρώπη επιθυμούν και οραματίζονται οι πολίτες της: την Ευρώπη της εργασίας, της αλληλεγγύης, των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και της πολιτικής εμβάθυνσης ή την Ευρώπη των αριθμών, των τραπεζών και της κερδοσκοπίας;».
Επικαλούμενος δε τις αρχές της ιδρυτικής διακήρυξης της Ε.Ε., ο κ. Κακλαμάνης εξέφρασε την ανησυχία ότι «αν η Ευρώπη δεν αλλάξει εγκαίρως, προς την κατεύθυνση που λίγο πολύ όλοι οι συνάδελφοι επεσήμαναν στις σημερινές τους τοποθετήσεις, είναι καταδικασμένη να "πεθάνει" πολιτικά».
Τέλος, υπογράμμισε ότι «στον διάλογο για το μέλλον της Ευρώπης, τα εθνικά Κοινοβούλια, ως άμεσοι εκφραστές των Ευρωπαίων πολιτών, οφείλουν να συμμετάσχουν μαχητικά προκειμένου να στρέψουν την Ε.Ε. σε κάποιες αρχές της ιδρυτικής της διακήρυξης που δυστυχώς έχουν ξεχαστεί».
Στην τοποθέτησή του, ο αντιπρόεδρος της Επιτροπής Ευρωπαϊκών Υποθέσεων κ. Δημήτρης Καιρίδης, αναγνώρισε ότι ελήφθησαν γενναίες αποφάσεις προκειμένου να αντιμετωπιστούν οι επιπτώσεις της πανδημίας στην οικονομία, ωστόσο, εξέφρασε τον προβληματισμό του για το ζήτημα της «χαλάρωσης» των προϋποθέσεων για την έγκριση κρατικών ενισχύσεων, «γεγονός που πρόκειται να δώσει μεγάλο προβάδισμα σε χώρες δημοσιονομικά ισχυρές, όπως η Γερμανία», όπως είπε.
Σημείωσε δε ότι για την εκταμίευση ενισχύσεων, θα πρέπει να πληρούνται οι προβλέψεις του Κανονισμού του 2014 περί μη προβληματικότητάς τους, τη στιγμή που οι περισσότερες των ελληνικών επιχειρήσεων είναι μεν βιώσιμες και ενήμερες, αλλά είναι προβληματικές και επομένως δεν χρήζουν αυτής της στήριξης.
Κλείνοντας, ο κ. Καιρίδης υπογράμμισε ότι «η έξαρση της πανδημίας του COVID-19 κατέδειξε την ανάγκη ανάληψης ηγετικού ρόλου της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την αντιμετώπιση αναδυόμενων προκλήσεων ασφαλείας, καθώς ισχυροί παγκόσμιοι παίκτες όπως οι Η.Π.Α. φάνηκε ότι δεν ήταν σε θέση να παρέμβουν αποτελεσματικά».
Σύμφωνα με ανακοίνωση της Βουλής, η ημερήσια διάταξη της τηλεδιάσκεψης περιλάμβανε το θέμα της κοινής ευρωπαϊκής απάντησης στην πανδημία του κορονοϊού και τις επιπτώσεις του στο Πολυετές Δημοσιονομικό Πλαίσιο (ΠΔΠ), καθώς και τη Διάσκεψη για το μέλλον της Ευρώπης. Βασικοί εισηγητές ήταν, εκ μέρους της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, οι αντιπρόεδροι κ.κ. Maroš Šefčovič και Dubravka Šuica, αρμόδιοι για τις διοργανικές σχέσεις και τη διερεύνηση προοπτικών, τη Δημοκρατία και τη δημογραφία αντίστοιχα, ενώ, εκ μέρους του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου (ΕΚ), βασικοί εισηγητές ήταν η αντιπρόεδρος κ. Mairead McGuinness και ο εισηγητής του ΕΚ για το Πολυετές Δημοσιονομικό Πλαίσιο (ΠΔΠ), κ. Jan Olbrycht.
Στην τοποθέτησή του ο Α΄ αντιπρόεδρος της Βουλής κ. Νικήτας Κακλαμάνης, επεσήμανε ότι η έλλειψη τόλμης και η καθυστέρηση της Ε.Ε. στη λήψη αποφάσεων οδηγεί αναπόφευκτα στην απώλεια της εμπιστοσύνης των πολιτών της.
Ενόψει της διοργάνωσης της Διάσκεψης για το Μέλλον της Ευρώπης, ο κ. Κακλαμάνης κάλεσε τους συναδέλφους του να αναλογιστούν «ποια Ευρώπη επιθυμούν και οραματίζονται οι πολίτες της: την Ευρώπη της εργασίας, της αλληλεγγύης, των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και της πολιτικής εμβάθυνσης ή την Ευρώπη των αριθμών, των τραπεζών και της κερδοσκοπίας;».
Επικαλούμενος δε τις αρχές της ιδρυτικής διακήρυξης της Ε.Ε., ο κ. Κακλαμάνης εξέφρασε την ανησυχία ότι «αν η Ευρώπη δεν αλλάξει εγκαίρως, προς την κατεύθυνση που λίγο πολύ όλοι οι συνάδελφοι επεσήμαναν στις σημερινές τους τοποθετήσεις, είναι καταδικασμένη να "πεθάνει" πολιτικά».
Τέλος, υπογράμμισε ότι «στον διάλογο για το μέλλον της Ευρώπης, τα εθνικά Κοινοβούλια, ως άμεσοι εκφραστές των Ευρωπαίων πολιτών, οφείλουν να συμμετάσχουν μαχητικά προκειμένου να στρέψουν την Ε.Ε. σε κάποιες αρχές της ιδρυτικής της διακήρυξης που δυστυχώς έχουν ξεχαστεί».
Στην τοποθέτησή του, ο αντιπρόεδρος της Επιτροπής Ευρωπαϊκών Υποθέσεων κ. Δημήτρης Καιρίδης, αναγνώρισε ότι ελήφθησαν γενναίες αποφάσεις προκειμένου να αντιμετωπιστούν οι επιπτώσεις της πανδημίας στην οικονομία, ωστόσο, εξέφρασε τον προβληματισμό του για το ζήτημα της «χαλάρωσης» των προϋποθέσεων για την έγκριση κρατικών ενισχύσεων, «γεγονός που πρόκειται να δώσει μεγάλο προβάδισμα σε χώρες δημοσιονομικά ισχυρές, όπως η Γερμανία», όπως είπε.
Σημείωσε δε ότι για την εκταμίευση ενισχύσεων, θα πρέπει να πληρούνται οι προβλέψεις του Κανονισμού του 2014 περί μη προβληματικότητάς τους, τη στιγμή που οι περισσότερες των ελληνικών επιχειρήσεων είναι μεν βιώσιμες και ενήμερες, αλλά είναι προβληματικές και επομένως δεν χρήζουν αυτής της στήριξης.
Κλείνοντας, ο κ. Καιρίδης υπογράμμισε ότι «η έξαρση της πανδημίας του COVID-19 κατέδειξε την ανάγκη ανάληψης ηγετικού ρόλου της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την αντιμετώπιση αναδυόμενων προκλήσεων ασφαλείας, καθώς ισχυροί παγκόσμιοι παίκτες όπως οι Η.Π.Α. φάνηκε ότι δεν ήταν σε θέση να παρέμβουν αποτελεσματικά».