ΕΚΤΑΚΤΗ ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
Γιώργος Κατρούγκαλος στα Παραπολιτικά για ελληνοτουρκικά: Να συνεχίσουμε την πίεση
Η Χάγη αποτελούσε ήδη από τη δεκαετία του 1970 την εθνική θέση για την επίλυση της διαφοράς με την Τουρκία, με αρχική πρόταση αυτή του Κωνσταντίνου Καραμανλή προς τον Ντεμιρέλ το 1976, για κοινή παραπομπή της στο ∆ικαστήριο. Η απάντηση της Τουρκίας, μετά την αρχική αποδοχή της πρότασης, που αναιρέθηκε στη συνέχεια, ήταν συνεκμετάλλευση χωρίς προηγούμενη νομική οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας (δεν υπήρχε τότε η έννοια της ΑΟΖ). Ηδη λοιπόν από αυτό το αρχετυπικό δίπολο, Χάγη - Συνεκμετάλλευση, αντανακλώνται οι διαφορετικές στρατηγικές των δύο πλευρών. Η δική μας βασιζόταν πάντα στο ∆ιεθνές ∆ίκαιο, όπως διαμορφώθηκε πληρέστερα από τη ∆ιεθνή Συνθήκη για το ∆ίκαιο της Θάλασσας του 1982. Η αντίληψη της Τουρκίας είναι ότι η λύση θα πρέπει να βρεθεί όχι με αναφορά σε ένα σύστημα κανόνων δικαίου, αλλά βάσει του συσχετισμού δύναμης.
Ο κ. Μητσοτάκης, παρά τις συνεχείς παροτρύνσεις μας, άργησε ιδιαίτερα να διεκδικήσει παρόμοιες κυρώσεις. Εστω και καθυστερημένα, η διπλωματία μας πρέπει να συνεχίσει να ασκεί πίεση προς την Τουρκία, ούτως ώστε αυτή να αντιληφθεί ότι τίποτα δεν θα κερδίσει και πολλά έχει να χάσει, αν συνεχίσει τις παράνομες μονομερείς ενέργειες. Παράλληλα, πρέπει να είναι και συνείδηση και της δικής μας πλευράς ότι ο μόνος ρεαλιστικός τρόπος επίλυσης της διαφοράς είναι ο βασισμένος στο ∆ιεθνές ∆ίκαιο διάλογος για υφαλοκρηπίδα και ΑΟΖ. Για να παραφράσω τον Τζέιμς Τζόις: «Είναι μακριά η Χάγη; Εξαρτάται από το από πού ξεκινάς».
Η αντίληψη της Τουρκίας είναι ότι η λύση θα πρέπει να βρεθεί όχι με αναφορά σε ένα σύστημα κανόνων δικαίου, αλλά βάσει του συσχετισμού δύναμηςΕίναι ρεαλιστική όμως η προοπτική της επανέναρξης των διερευνητικών επαφών και της Χάγης; Γιατί να τη δεχθεί η Τουρκία και να μη συνεχίσει τις επιθετικές της κινήσεις, σήμερα μάλιστα που οι φιλοδοξίες της είναι ακόμη πιο μεγαλεπήβολες από ό,τι στο παρελθόν; Κάτι τέτοιο μπορεί να γίνει μόνον εάν αντιληφθεί ότι είναι αδιέξοδη η συνέχιση της προκλητικότητάς της και της επιφέρει σημαντικό κόστος, όχι απλώς διπλωματικό, αλλά και οικονομικό. Εχουμε εξαρχής αναλύσει τη στρατηγική που θα έπρεπε να ακολουθήσει η κυβέρνηση, αντί να αντιδρά απλώς αμυντικά και αντανακλαστικά στην επόμενη επιθετική τουρκική κίνηση: οι ελληνικές κόκκινες γραμμές πρέπει να γίνουν ευρωπαϊκές, μέσω μιας διττής πολιτικής, που ασκεί πίεση με την απειλή ισχυρών κυρώσεων για την αποτροπή των παράνομων μεθοδεύσεων της Τουρκίας, σε συνδυασμό με μια θετική ατζέντα, εφόσον επιστρέψει στο τραπέζι του διαλόγου.
Ο κ. Μητσοτάκης, παρά τις συνεχείς παροτρύνσεις μας, άργησε ιδιαίτερα να διεκδικήσει παρόμοιες κυρώσεις. Εστω και καθυστερημένα, η διπλωματία μας πρέπει να συνεχίσει να ασκεί πίεση προς την Τουρκία, ούτως ώστε αυτή να αντιληφθεί ότι τίποτα δεν θα κερδίσει και πολλά έχει να χάσει, αν συνεχίσει τις παράνομες μονομερείς ενέργειες. Παράλληλα, πρέπει να είναι και συνείδηση και της δικής μας πλευράς ότι ο μόνος ρεαλιστικός τρόπος επίλυσης της διαφοράς είναι ο βασισμένος στο ∆ιεθνές ∆ίκαιο διάλογος για υφαλοκρηπίδα και ΑΟΖ. Για να παραφράσω τον Τζέιμς Τζόις: «Είναι μακριά η Χάγη; Εξαρτάται από το από πού ξεκινάς».