ΕΚΤΑΚΤΗ ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
Οι αλλαγές του ΣΥΡΙΖΑ στον Ποινικό Κώδικα ευνοούν τη Χρυσή Αυγή: Οι Χρυσαυγίτες θα μπορούν να είναι ξανά υποψήφιοι - Μειώθηκαν τα έτη κάθειρξης
Ευνοϊκότερη μεταχείριση των καταδικασθέντων στελεχών του νεοναζιστικού μορφώματος της Χρυσής Αυγής προβλέπει ο νέος Ποινικός Κώδικας που ψήφισε η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ λίγες ημέρες πριν τη διάλυση της Βουλής για την διεξαγωγή εθνικών εκλογών,τον Ιούνιο του 2019.
Οι αλλαγές που προώθησε η τότε κυβέρνηση προβλέπουν λιγότερα έτη κάθειρξης όπως επίσης και την διατήρηση των πολιτικών δικαιωμάτων ακόμα και μετά την τελεσίδικη καταδίκη, γεγονός στο οποίο αναφέρθηκε μετά την ανακοίνωση της παραίτησης του από την Κεντρική Επιτροπή του ΣΥΡΙΖΑ, και ο Σταύρος Κοντονής, καταγγέλοντας τον ίδιο τον Αλέξη Τσίπρα για την αλλαγή στον Ποινικό Κώδικα.
Με τα νέα αυτά τα δεδομένα οι Νίκος Μιχαλολιάκος, Ηλίας Κασιδιάρης και τα υπόλοιπα στελέχη που βαρύνονται με το αδίκημα της διεύθυνσης εγκληματικής οργάνωσης θα μπορούν να μετέχουν στις επόμενες εκλογές και πιθανότατα θα διατηρούσαν την βουλευτικής τους έδρα στην δυσάρεστη περίπτωση που η Χρυσή Αυγή παρέμενε εως σήμερα κοινοβουλευτικό κόμμα.
Με τον προηγούμενο Ποινικό Κώδικα που ίσχυε έως τον Ιούνιο του 2019 το πλαίσιο ποινής για διεύθυνση εγκληματικής οργάνωσης ήταν 10 εως 20 έτη ενώ η τελεσίδικη καταδίκη απέφερε 10ετή στέρηση πολιτικών δικαιωμάτων που σημαίνει έκπτωση από το αξίωμα για βουλευτές, απαγόρευση συμμετοχής σε εκλογικές διαδικασίες κ.α.
Με τον νέο Ποινικό Κώδικα που ψήφισε ο ΣΥΡΙΖΑ το πλαίσιο ποινής περιορίστηκε σε 5 εως 15 έτη ενώ το επίμαχο αδίκημα εξαιρέθηκε από την λίστα των εγκλημάτων που αποφέρει στέρηση πολιτικών δικαιωμάτων που σημαίνει ελεύθερη συμμετοχή σε εκλογές. Αναφορικά με το αν οι υπαίτιοι μπορούν να διατηρούν το αξίωμά τους (σ.σ. όπως στην περίπτωση του ευρωβουλευτή Ι. Λαγού) η κατάσταση χαρακτηρίζεται από νομική ασάφεια. Το άρθρο 60 του νέου ΠΚ αναφέρει: «Αν ο υπαίτιος καταδικάστηκε σε ποινή κάθειρξης, το δικαστήριο μπορεί να επιβάλει αποστέρηση της δημόσιας θέσης ή του δημόσιου ή αυτοδιοικητικού αξιώματος που κατέχει εφόσον η πράξη του συνιστά βαριά παράβαση των καθηκόντων του».
Ο ΣΥΡΙΖΑ μέσω πηγών εξακολουθεί να υποστηρίζει σήμερα πως οι ποινές στέρησης των πολιτικών δικαιωμάτων είναι παρωχημένες και ορθώς καταργήθηκαν.
Στον νέο ΠΚ διατηρήθηκε ο θεσμός της αποστέρησης δημοσίων θέσεων και δημοσίων ή αυτοδιοικητικών αξιωμάτων, στην περίπτωση που υφίσταται καταδίκη σε ποινή κάθειρξης.
Ως προς το δικαίωμα του εκλέγειν σε βουλευτικές εκλογές η επιβολή ποινής αποστέρησης θεωρήθηκε παρωχημένη στο πλαίσιο μιας σύγχρονης, ταχείας ποινικής δίκης, κατά τα ευρωπαϊκά πρότυπα, που επικεντρώνεται στα ζητήματα της αναζήτησης της ποινικής ευθύνης και στην επιβολή της κύριας ποινής.
Έτσι, επελέγη η λύση να μην επιβάλει την αποστέρηση δικαιωμάτων το ίδιο το δικαστήριο, αλλά αυτή να επέρχεται, επί τη βάσει πάντως της απόφασης του δικαστηρίου, αυτοδίκαια, δυνάμει της ειδικής εκλογικής νομοθεσίας.
Όπως ειδικότερα διατυπώνεται στην αιτιολογική έκθεση του ν.ΠΚ, επαφίεται στην ειδική εκλογική νομοθεσία να καθορίσει τέτοιες απαγορεύσεις, αφού «το άρθρο 51 παρ. 3 του Συντάγματος προβλέπει ότι ο νόμος δεν μπορεί να περιορίσει το εκλογικό δικαίωμα παρά μόνο […] ως συνέπεια αμετάκλητης καταδίκης για ορισμένα εγκλήματα. Τα εγκλήματα αυτά ορίζονται στην εκλογική νομοθεσία και η καταδίκη για τα ίδια αυτά εγκλήματα αποτελεί ταυτόχρονα κώλυμα εκλογιμότητας, σύμφωνα με το άρθρο 55 Συντάγματος. Ανάλογα ισχύουν και για τη συμμετοχή στις αυτοδιοικητικές εκλογές ή για την άσκηση οποιουδήποτε άλλου πολιτικού δικαιώματος. Παρέλκει επομένως οποιαδήποτε άλλη σχετική πρόβλεψη».
Πρέπει σίγουρα να σημειωθεί ότι το αρχικό νομοσχέδιο Ποινικών Κωδίκων που κατέθεσε η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ προέβλεπε ακόμα ευνοϊκότερες ρυθμίσεις για όσους μετέχουν ή διευθύνουν εγκληματική οργάνωση ωστόσο διορθώθηκαν μετά από θύελλα αντιδράσεων της τότε αντιπολίτευσης, δικαστικών ενώσεων, ενώσεων για τα δικαιώματα του ανθρώπου, αντιφασιστικών κινημάτων ακόμα και τις νεολαίας ΣΥΡΙΖΑ. Ειδικότερα για το βασικό αδίκημα της εγκληματικής οργάνωσης που ήταν γνωστό τότε ότι βάραινε τα μέλη της Χρυσής Αυγής ο ΣΥΡΙΖΑ πρότεινε επιβολή μισής ποινής 5 εως 10 έτη αντί 10 εως 20 που ίσχυε.
Οι αλλαγές που προώθησε η τότε κυβέρνηση προβλέπουν λιγότερα έτη κάθειρξης όπως επίσης και την διατήρηση των πολιτικών δικαιωμάτων ακόμα και μετά την τελεσίδικη καταδίκη, γεγονός στο οποίο αναφέρθηκε μετά την ανακοίνωση της παραίτησης του από την Κεντρική Επιτροπή του ΣΥΡΙΖΑ, και ο Σταύρος Κοντονής, καταγγέλοντας τον ίδιο τον Αλέξη Τσίπρα για την αλλαγή στον Ποινικό Κώδικα.
Με τα νέα αυτά τα δεδομένα οι Νίκος Μιχαλολιάκος, Ηλίας Κασιδιάρης και τα υπόλοιπα στελέχη που βαρύνονται με το αδίκημα της διεύθυνσης εγκληματικής οργάνωσης θα μπορούν να μετέχουν στις επόμενες εκλογές και πιθανότατα θα διατηρούσαν την βουλευτικής τους έδρα στην δυσάρεστη περίπτωση που η Χρυσή Αυγή παρέμενε εως σήμερα κοινοβουλευτικό κόμμα.
Με τον προηγούμενο Ποινικό Κώδικα που ίσχυε έως τον Ιούνιο του 2019 το πλαίσιο ποινής για διεύθυνση εγκληματικής οργάνωσης ήταν 10 εως 20 έτη ενώ η τελεσίδικη καταδίκη απέφερε 10ετή στέρηση πολιτικών δικαιωμάτων που σημαίνει έκπτωση από το αξίωμα για βουλευτές, απαγόρευση συμμετοχής σε εκλογικές διαδικασίες κ.α.
Με τον νέο Ποινικό Κώδικα που ψήφισε ο ΣΥΡΙΖΑ το πλαίσιο ποινής περιορίστηκε σε 5 εως 15 έτη ενώ το επίμαχο αδίκημα εξαιρέθηκε από την λίστα των εγκλημάτων που αποφέρει στέρηση πολιτικών δικαιωμάτων που σημαίνει ελεύθερη συμμετοχή σε εκλογές. Αναφορικά με το αν οι υπαίτιοι μπορούν να διατηρούν το αξίωμά τους (σ.σ. όπως στην περίπτωση του ευρωβουλευτή Ι. Λαγού) η κατάσταση χαρακτηρίζεται από νομική ασάφεια. Το άρθρο 60 του νέου ΠΚ αναφέρει: «Αν ο υπαίτιος καταδικάστηκε σε ποινή κάθειρξης, το δικαστήριο μπορεί να επιβάλει αποστέρηση της δημόσιας θέσης ή του δημόσιου ή αυτοδιοικητικού αξιώματος που κατέχει εφόσον η πράξη του συνιστά βαριά παράβαση των καθηκόντων του».
Ο ΣΥΡΙΖΑ μέσω πηγών εξακολουθεί να υποστηρίζει σήμερα πως οι ποινές στέρησης των πολιτικών δικαιωμάτων είναι παρωχημένες και ορθώς καταργήθηκαν.
Στον νέο ΠΚ διατηρήθηκε ο θεσμός της αποστέρησης δημοσίων θέσεων και δημοσίων ή αυτοδιοικητικών αξιωμάτων, στην περίπτωση που υφίσταται καταδίκη σε ποινή κάθειρξης.
Ως προς το δικαίωμα του εκλέγειν σε βουλευτικές εκλογές η επιβολή ποινής αποστέρησης θεωρήθηκε παρωχημένη στο πλαίσιο μιας σύγχρονης, ταχείας ποινικής δίκης, κατά τα ευρωπαϊκά πρότυπα, που επικεντρώνεται στα ζητήματα της αναζήτησης της ποινικής ευθύνης και στην επιβολή της κύριας ποινής.
Έτσι, επελέγη η λύση να μην επιβάλει την αποστέρηση δικαιωμάτων το ίδιο το δικαστήριο, αλλά αυτή να επέρχεται, επί τη βάσει πάντως της απόφασης του δικαστηρίου, αυτοδίκαια, δυνάμει της ειδικής εκλογικής νομοθεσίας.
Όπως ειδικότερα διατυπώνεται στην αιτιολογική έκθεση του ν.ΠΚ, επαφίεται στην ειδική εκλογική νομοθεσία να καθορίσει τέτοιες απαγορεύσεις, αφού «το άρθρο 51 παρ. 3 του Συντάγματος προβλέπει ότι ο νόμος δεν μπορεί να περιορίσει το εκλογικό δικαίωμα παρά μόνο […] ως συνέπεια αμετάκλητης καταδίκης για ορισμένα εγκλήματα. Τα εγκλήματα αυτά ορίζονται στην εκλογική νομοθεσία και η καταδίκη για τα ίδια αυτά εγκλήματα αποτελεί ταυτόχρονα κώλυμα εκλογιμότητας, σύμφωνα με το άρθρο 55 Συντάγματος. Ανάλογα ισχύουν και για τη συμμετοχή στις αυτοδιοικητικές εκλογές ή για την άσκηση οποιουδήποτε άλλου πολιτικού δικαιώματος. Παρέλκει επομένως οποιαδήποτε άλλη σχετική πρόβλεψη».
Πρέπει σίγουρα να σημειωθεί ότι το αρχικό νομοσχέδιο Ποινικών Κωδίκων που κατέθεσε η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ προέβλεπε ακόμα ευνοϊκότερες ρυθμίσεις για όσους μετέχουν ή διευθύνουν εγκληματική οργάνωση ωστόσο διορθώθηκαν μετά από θύελλα αντιδράσεων της τότε αντιπολίτευσης, δικαστικών ενώσεων, ενώσεων για τα δικαιώματα του ανθρώπου, αντιφασιστικών κινημάτων ακόμα και τις νεολαίας ΣΥΡΙΖΑ. Ειδικότερα για το βασικό αδίκημα της εγκληματικής οργάνωσης που ήταν γνωστό τότε ότι βάραινε τα μέλη της Χρυσής Αυγής ο ΣΥΡΙΖΑ πρότεινε επιβολή μισής ποινής 5 εως 10 έτη αντί 10 εως 20 που ίσχυε.