ΕΚΤΑΚΤΗ ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
Η Αθήνα μετράει τον Μπάιντεν -Οι προσδοκίες και οι θέσεις της ελληνικής κυβέρνησης µετά την αλλαγή σκυτάλης στις ΗΠΑ
Ο Τραµπ φεύγει, ο Μπάιντεν έρχεται, η Αθήνα περιµένει. Επικίνδυνα µακρύς είναι, όµως, ο χρόνος αναµονής «νέων» εξελίξεων στην Aνατολική Μεσόγειο και στο Αιγαίο, µε τον Ερντογάν να µη βάζει φρένο στις επιθετικές φιλοδοξίες του και µε τον απερχόµενο πρόεδρο, Ντ. Τραµπ, στον Λευκό Οίκο έως τον Ιανουάριο. Περιµένει τον νέο πρόεδρο των ΗΠΑ και η Ευρωπαϊκή Ενωση, που επιθυµεί «ανανεωµένες» διατλαντικές σχέσεις µε την Ουάσινγκτον. Το Βερολίνο δεν θέλει το «κακό» του Ερντογάν, αλλά υποχρεώνεται να συµπαρίσταται στον πόλεµο της Γαλλίας µε το ριζοσπαστικό Ισλάµ, που στηρίζει ο Τούρκος «χαλίφης».
Σε αυτό το σύνθετο τοπίο, η ελληνική διπλωµατία µετράει ήδη τα συν και τα πλην της έως σήµερα πολιτικής των ΗΠΑ έναντι της συµµάχου της, Ελλάδας. Οι κ.κ. Μητσοτάκης και ∆ένδιας µετρούν επίσης ενδεχόµενα κέρδη και ζηµίες που θα έφερναν στην Αθήνα οι επιλογές της προεδρίας Μπάιντεν σε ό,τι αφορά τον ρόλο του ΝΑΤΟ και τις σχέσεις ΗΠΑ - Τουρκίας.
ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
Από διπλωµατικές πηγές αναφέρεται ότι η κυβέρνηση σηµειώνει πως ο απερχόµενος Ντόναλντ Τραµπ είχε πολλά ζητήµατα «µπερδεµένα» στο µυαλό του. Είχε σε χαµηλή εκτίµηση το ΝΑΤΟ και τους, κατ’ αυτόν, «µπαταχτσήδες» Ευρωπαίους συµµάχους και είχε προσωπικά καλές σχέσεις µε τον Ερντογάν, παρότι ο Τούρκος πρόεδρος συνεργαζόταν στρατιωτικά µε τον Ρώσο πρόεδρο, Βλ. Πούτιν, τον οποίο ο Λευκός Οίκος παγίως απεχθάνεται.
Αυτά συνδέονταν και µε την κατ’ αρχήν επιλογή Τραµπ να «αποσύρεται» από στρατηγικά καίριες περιοχές του κόσµου, όπως και η Μεσόγειος, αλλά και να στηρίζει εκεί στρατηγικές συµµαχίες, όπως η «3+1». Σε όλο το διάστηµα της προεδρίας Τραµπ λεγόταν στα διπλωµατικά παρασκήνια ότι το «βαθύ» Στ. Ντιπάρτµεντ είχε τις δικές του απόψεις για την πολιτική Ερντογάν στη Μεσόγειο. Σε αυτή την αµερικανική «τραµπάλα» και µε κακές τις σχέσεις του Τραµπ µε το Βερολίνο, η Αθήνα επιχειρούσε τις δικές της κινήσεις.
Από την άλλη πλευρά, η περίοδος Τραµπ αφήνει πίσω της µια σειρά σηµαντικών στρατιωτικών συνεργασιών µε τις ΗΠΑ και παροχής διευκολύνσεων στις αµερικανικές δυνάµεις επί ελληνικών εδαφών, µε «διαδρόµους» από την Κρήτη έως και τη Μαύρη Θάλασσα. Αφήνει πίσω της µια κοινή στρατηγική αντίληψη µε την Ελλάδα για τα ∆υτικά Βαλκάνια, µια κοινή στάση έναντι της Ρωσίας και κοινές εκτιµήσεις της σηµασίας που έχει το Ισραήλ στην Ανατολική Μεσόγειο ως σύµµαχος της Ελλάδας και της Κύπρου και ως δύναµη προσέλκυσης του αραβικού κόσµου στο µέτωπο της µεσογειακής ασφάλειας.
Στο διάστηµα αυτό, η περίοδος Τραµπ διατήρησε στην Αθήνα έναν πρωτοφανώς δραστήριο και «επικοινωνιακό» Αµερικανό πρεσβευτή, τον κ. Πάιατ, που έχει περίπου «εξαφανίσει» τις άλλες δυτικές πρεσβείες και ενθάρρυνε επιτυχώς τις επενδυτικές δραστηριότητες µεγάλων εταιρειών των ΗΠΑ στην Ελλάδα, ιδιαίτερα στον τεχνολογικό τοµέα και στη ναυπήγηση σκαφών του Πολεµικού Ναυτικού στα ελληνικά ναυπηγεία.
ΟΙ ΕΚΤΙΜΗΣΕΙΣ
Από όλα αυτά τα σηµαντικά, τι µπορεί να αλλάξει η ανάληψη της προεδρίας των ΗΠΑ από τον κ. Μπάιντεν; Μάλλον τίποτε, εκτιµά η ελληνική διπλωµατία. Κανένας λόγος δεν συντρέχει για να συµβεί κάτι τέτοιο. Η πολιτική στάση που ελπίζεται από την Αθήνα ότι θα κρατήσει ο Τζο Μπάιντεν απέναντι στον Ταγίπ Ερντογάν, τον φίλο του απερχόµενου κ. Τραµπ, µπορεί, όντως, να αλλάξει κάποια δυσµενή για την ελληνική πλευρά δεδοµένα σε ό,τι αφορά τον βαθµό επιθετικότητας της Αγκυρας προς Ελλάδα και Κύπρο. Αλλά, από εκεί και πέρα, οι κ.κ. Κυρ. Μητσοτάκης και Ν. ∆ένδιας κρατούν στις ελληνοαµερικανικές σχέσεις το σηµαντικό στοιχείο, που είναι η σταθερή προτροπή της Ουάσινγκτον για διάλογο µε την Τουρκία. Οι ΗΠΑ πάντοτε υποστήριζαν -και ο κ. Μπάιντεν το ίδιο- ότι ναι µεν η Τουρκία παρανοµεί στη Μεσόγειο, αφού κινείται εκτός ∆ιεθνούς ∆ικαίου, αλλά ο διάλογος είναι «η µόνη λύση» (την ίδια θέση υποστηρίζει και το Βερολίνο).
Κι αν ο κ. Τραµπ αδιαφορούσε για τη «συνοχή» του ΝΑΤΟ, τι µπορεί να σηµάνει για την Ελλάδα µια διαφορετική άποψη του νέου προέδρου; Τα ερωτήµατα αυτά τίθενται στο υπουργείο Εξωτερικών, µε τον Ντόναλντ Τραµπ ακόµη ένοικο του Λευκού Οίκου και τον Ερντογάν να ετοιµάζεται να παραστεί στον ενταφιασµό της ιδέας για «οµοσπονδιακή» λύση στην Κύπρο και να ξεκινήσει πανηγυρικά την πολιτική της οριστικής «λύσης» των δύο ξεχωριστών κρατών στο νησί.
Οι πιο έµπειροι διπλωµάτες αντιλαµβάνονται, βεβαίως, ότι αυτή η κίνηση θα αποτελέσει την ολοκλήρωση της απόφασης του Νοεµβρίου του 1983 να «ιδρύσει» η Τουρκία, επί των ηµερών του Ραούφ Ντενκτάς, την «Τουρκική ∆ηµοκρατία της Βόρειας Κύπρου». Ο ΟΗΕ καταδίκασε τότε µε εξαιρετικά αυστηρή γλώσσα εκείνη την απόφαση, που όµως ποτέ δεν εµπόδισε την Τουρκία να «αναγνωρίζει» έκτοτε στην Κύπρο µια «διοίκηση της Νότιας Κύπρου». Τώρα, η Αθήνα και η Λευκωσία θα ξεκινήσουν µια νέα και δύσκολη πορεία, στην οποία η προεδρία των ΗΠΑ, σηµερινή ή αυριανή, τον Ιανουάριο, θα έχει να παίξει σηµαντικό ρόλο, όσο κι αν δεν περιλαµβάνονται στις «εγγυήτριες» δυνάµεις της νήσου.
Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Παραπολιτικά το Σάββατο 14 Νοεμβρίου
Σε αυτό το σύνθετο τοπίο, η ελληνική διπλωµατία µετράει ήδη τα συν και τα πλην της έως σήµερα πολιτικής των ΗΠΑ έναντι της συµµάχου της, Ελλάδας. Οι κ.κ. Μητσοτάκης και ∆ένδιας µετρούν επίσης ενδεχόµενα κέρδη και ζηµίες που θα έφερναν στην Αθήνα οι επιλογές της προεδρίας Μπάιντεν σε ό,τι αφορά τον ρόλο του ΝΑΤΟ και τις σχέσεις ΗΠΑ - Τουρκίας.
ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
Από διπλωµατικές πηγές αναφέρεται ότι η κυβέρνηση σηµειώνει πως ο απερχόµενος Ντόναλντ Τραµπ είχε πολλά ζητήµατα «µπερδεµένα» στο µυαλό του. Είχε σε χαµηλή εκτίµηση το ΝΑΤΟ και τους, κατ’ αυτόν, «µπαταχτσήδες» Ευρωπαίους συµµάχους και είχε προσωπικά καλές σχέσεις µε τον Ερντογάν, παρότι ο Τούρκος πρόεδρος συνεργαζόταν στρατιωτικά µε τον Ρώσο πρόεδρο, Βλ. Πούτιν, τον οποίο ο Λευκός Οίκος παγίως απεχθάνεται.
Ο άξονας Ουάσινγκτον - Βρυξελλών και οι επόμενες κινήσεις του υπουργού Εξωτερικών, Νίκου Δένδια
Αυτά συνδέονταν και µε την κατ’ αρχήν επιλογή Τραµπ να «αποσύρεται» από στρατηγικά καίριες περιοχές του κόσµου, όπως και η Μεσόγειος, αλλά και να στηρίζει εκεί στρατηγικές συµµαχίες, όπως η «3+1». Σε όλο το διάστηµα της προεδρίας Τραµπ λεγόταν στα διπλωµατικά παρασκήνια ότι το «βαθύ» Στ. Ντιπάρτµεντ είχε τις δικές του απόψεις για την πολιτική Ερντογάν στη Μεσόγειο. Σε αυτή την αµερικανική «τραµπάλα» και µε κακές τις σχέσεις του Τραµπ µε το Βερολίνο, η Αθήνα επιχειρούσε τις δικές της κινήσεις.
Από την άλλη πλευρά, η περίοδος Τραµπ αφήνει πίσω της µια σειρά σηµαντικών στρατιωτικών συνεργασιών µε τις ΗΠΑ και παροχής διευκολύνσεων στις αµερικανικές δυνάµεις επί ελληνικών εδαφών, µε «διαδρόµους» από την Κρήτη έως και τη Μαύρη Θάλασσα. Αφήνει πίσω της µια κοινή στρατηγική αντίληψη µε την Ελλάδα για τα ∆υτικά Βαλκάνια, µια κοινή στάση έναντι της Ρωσίας και κοινές εκτιµήσεις της σηµασίας που έχει το Ισραήλ στην Ανατολική Μεσόγειο ως σύµµαχος της Ελλάδας και της Κύπρου και ως δύναµη προσέλκυσης του αραβικού κόσµου στο µέτωπο της µεσογειακής ασφάλειας.
Στο διάστηµα αυτό, η περίοδος Τραµπ διατήρησε στην Αθήνα έναν πρωτοφανώς δραστήριο και «επικοινωνιακό» Αµερικανό πρεσβευτή, τον κ. Πάιατ, που έχει περίπου «εξαφανίσει» τις άλλες δυτικές πρεσβείες και ενθάρρυνε επιτυχώς τις επενδυτικές δραστηριότητες µεγάλων εταιρειών των ΗΠΑ στην Ελλάδα, ιδιαίτερα στον τεχνολογικό τοµέα και στη ναυπήγηση σκαφών του Πολεµικού Ναυτικού στα ελληνικά ναυπηγεία.
ΟΙ ΕΚΤΙΜΗΣΕΙΣ
Από όλα αυτά τα σηµαντικά, τι µπορεί να αλλάξει η ανάληψη της προεδρίας των ΗΠΑ από τον κ. Μπάιντεν; Μάλλον τίποτε, εκτιµά η ελληνική διπλωµατία. Κανένας λόγος δεν συντρέχει για να συµβεί κάτι τέτοιο. Η πολιτική στάση που ελπίζεται από την Αθήνα ότι θα κρατήσει ο Τζο Μπάιντεν απέναντι στον Ταγίπ Ερντογάν, τον φίλο του απερχόµενου κ. Τραµπ, µπορεί, όντως, να αλλάξει κάποια δυσµενή για την ελληνική πλευρά δεδοµένα σε ό,τι αφορά τον βαθµό επιθετικότητας της Αγκυρας προς Ελλάδα και Κύπρο. Αλλά, από εκεί και πέρα, οι κ.κ. Κυρ. Μητσοτάκης και Ν. ∆ένδιας κρατούν στις ελληνοαµερικανικές σχέσεις το σηµαντικό στοιχείο, που είναι η σταθερή προτροπή της Ουάσινγκτον για διάλογο µε την Τουρκία. Οι ΗΠΑ πάντοτε υποστήριζαν -και ο κ. Μπάιντεν το ίδιο- ότι ναι µεν η Τουρκία παρανοµεί στη Μεσόγειο, αφού κινείται εκτός ∆ιεθνούς ∆ικαίου, αλλά ο διάλογος είναι «η µόνη λύση» (την ίδια θέση υποστηρίζει και το Βερολίνο).
Κι αν ο κ. Τραµπ αδιαφορούσε για τη «συνοχή» του ΝΑΤΟ, τι µπορεί να σηµάνει για την Ελλάδα µια διαφορετική άποψη του νέου προέδρου; Τα ερωτήµατα αυτά τίθενται στο υπουργείο Εξωτερικών, µε τον Ντόναλντ Τραµπ ακόµη ένοικο του Λευκού Οίκου και τον Ερντογάν να ετοιµάζεται να παραστεί στον ενταφιασµό της ιδέας για «οµοσπονδιακή» λύση στην Κύπρο και να ξεκινήσει πανηγυρικά την πολιτική της οριστικής «λύσης» των δύο ξεχωριστών κρατών στο νησί.
Οι πιο έµπειροι διπλωµάτες αντιλαµβάνονται, βεβαίως, ότι αυτή η κίνηση θα αποτελέσει την ολοκλήρωση της απόφασης του Νοεµβρίου του 1983 να «ιδρύσει» η Τουρκία, επί των ηµερών του Ραούφ Ντενκτάς, την «Τουρκική ∆ηµοκρατία της Βόρειας Κύπρου». Ο ΟΗΕ καταδίκασε τότε µε εξαιρετικά αυστηρή γλώσσα εκείνη την απόφαση, που όµως ποτέ δεν εµπόδισε την Τουρκία να «αναγνωρίζει» έκτοτε στην Κύπρο µια «διοίκηση της Νότιας Κύπρου». Τώρα, η Αθήνα και η Λευκωσία θα ξεκινήσουν µια νέα και δύσκολη πορεία, στην οποία η προεδρία των ΗΠΑ, σηµερινή ή αυριανή, τον Ιανουάριο, θα έχει να παίξει σηµαντικό ρόλο, όσο κι αν δεν περιλαµβάνονται στις «εγγυήτριες» δυνάµεις της νήσου.
Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Παραπολιτικά το Σάββατο 14 Νοεμβρίου