Όπως ανακοινώθηκε, παρακολούθησε τη δοξολογία στο μητροπολιτικό ναό Φανερωμένης, κατέθεσε στεφάνι στο Μνημείο Ηρώων στην πλατεία Υψηλών Αλωνίων και μετέβη στο Λαογραφικό Μουσείο της περιοχής.
«Μέσα στην πληρότητα αυτών των ημερών», είπε ο υπουργός, «στη διάρκεια και στην εξέλιξη του αγώνα μας να ενδυναμώσουμε τις Ένοπλες Δυνάμεις και το αποτρεπτικό τους στοιχείο και τη δυνατότητά μας να υπερασπιζόμαστε τα κυριαρχικά δικαιώματά μας, ίσως μου διέφυγε η ιστορική βαρύτητα του γεγονότος που εορτάζουμε σήμερα στο Αίγιο».
Τόνισε ότι αποτελεί «ιδιαίτερη τιμή και χαρά, η παρουσία μου σήμερα στον εορτασμό της επετείου της συνέλευσης της Βοστίτσας, καθώς φέτος συμπληρώνονται 200 χρόνια από την κήρυξη της ελληνικής επανάστασης, η οποία έθεσε τις βάσεις για την απελευθέρωση της πατρίδας και τη δημιουργία του σύγχρονου ελληνικού κράτους εδώ στην αχαϊκή πολιτεία, την Πελοπόννησο, τόπο άλλωστε καταγωγής εμού και της οικογένειάς μου κι αυτό έχει τη δική του σημασία τουλάχιστον για μένα».
Αναφερόμενος στη συνέλευση της Βοστίτσας, υπογράμμισε ότι «αποτελεί εθνικό γεγονός με ξεχωριστό ιστορικό βάρος και όχι απλώς μια περιορισμένη σύναξη για την προετοιμασία ενός ακόμα τοπικού επαναστατικού κινήματος στα χρόνια της Τουρκοκρατίας, όπως πολλά που είχαν προηγηθεί και είχαν καταπνιγεί στο αίμα. Αποτέλεσε την πρώτη συντονιστική συνάντηση Ελλήνων στην Πελοπόννησο και μπορεί να θεωρηθεί το πρώτο σημαντικό επαναστατικό γεγονός που έδωσε το έναυσμα για την έναρξη στις 25 Μαρτίου του ένοπλου εθνικοαπελευθερωτικού Αγώνα και την επιτυχημένη εδραίωσή του αρχικά στο Μοριά και στον υπόλοιπο ελλαδικό χώρο στη συνέχεια».
«Ήταν», συνέχισε ο ίδιος, «το σημείο της ιστορικής πορείας του ελληνικού έθνους όπου ο κλήρος δεν αρκέστηκε στο ρόλο του πνευματικού καθοδηγητή, αλλά ανέλαβε ενεργό ρόλο στις προπαρασκευαστικές επαναστατικές διαδικασίες. Έχοντας φροντίσει και να παραμείνει άσβεστη η φλόγα του Ελληνισμού στους αιώνες του οθωμανικού ζυγού, τώρα στέκεται δίπλα στο λαό ευλογώντας τον ένοπλο αγώνα και μαχόμενος άλλωστε υπέρ πίστεως και πατρίδος».
«Εξέχοντες προεστοί του Μοριά όπως ο Ασημάκης Φωτήλας, ο Ανδρέας Λόντος, οι Ανδρέας και ο Ασημάκης Ζαΐμης, καθώς και ηγετικές μορφές του Κλήρου όπως ο Παλαιών Πατρών Γερμανός, ο Παπαφλέσσας Γρηγόριος Δικαίος, και ο Αμβρόσιος Φραντζής, καθώς και άλλα σημαντικά μέλη της Φιλικής Εταιρείας παρευρέθηκαν στη Συνέλευση αψηφώντας τον κίνδυνο να γίνουν αντιληπτοί από το οθωμανικό καθεστώς, αναλαμβάνοντας το ρίσκο διότι η φλόγα της ψυχής, η επιθυμία για αποτίναξη του οθωμανικού ζυγού υπερίσχυσε κάθε άλλου ενδοιασμού» πρόσθεσε ο υπουργός Εθνικής Άμυνας.
«Οι περισσότεροι από αυτούς», επεσήμανε ο Ν. Παναγιωτόπουλος, «συμμετείχαν ενεργά στην επανάσταση και στη συνέχεια είτε διαδραμάτισαν σημαντικό ρόλο στην πολιτική ζωή του νεοσύστατου ελληνικού κράτους, όπως ο Ανδρέας Ζαΐμης ή έδωσαν τη ζωή τους για τον αγώνα όπως ο ηρωικός Παπαφλέσσας στο Μανιάκι».
«Όλοι οι συμμετέχοντες στη συνέλευση αποφάσισαν να συνεισφέρουν οικονομικά στον αγώνα για την προμήθεια όπλων και πολεμοφοδίων και ταυτόχρονα διέταξαν να γίνει περιοδεία εκπροσώπου σε ολόκληρη την Πελοπόννησο για συλλογή χρηματικών συνεισφορών. Η συνέλευση δεν ξεκίνησε με τους καλύτερους οιωνούς. Υπήρξαν έντονες διαφωνίες και επιφυλάξεις αναφορικά με την εξασφάλιση ξένης βοήθειας και την υποστήριξη βέβαια από τις μεγάλες δυνάμεις της εποχής καθώς και την ωριμότητα των συνθηκών για την έναρξη του αγώνα. Τελικά όμως η ανάγκη του Ελληνισμού για ελευθερία και εθνική παλιγγενεσία υπερίσχυσε των αμφιβολιών και σηματοδοτήθηκε η έναρξη του αγώνα για την απελευθέρωση του γένους την 25η Μαρτίου» είπε ο υπουργός.
«Προκειμένου να κατανοήσουμε το μέγεθος αυτού του εγχειρήματος, αλλά και την επικινδυνότητά του, θα σας προέτρεπα νοερά να έρθουμε στη θέση αυτών των ανθρώπων εκείνη την ώρα. Να αισθανθούμε την αγωνία τους αλλά και την επιθυμία τους, την αδημονία τους αλλά και την ανάγκη να κινηθούν λογικά προετοιμάζοντας διακριτικά ό,τι έμελλε να εξελιχθεί, ενδεχομένως τους ενδοιασμούς και τους φόβους κάποιων από αυτούς, αλλά και την άσβεστη φλόγα της ψυχής. Μιας φλόγας που υπερίσχυσε κάθε άλλου ενδοιασμού και τελικά με την επίγνωση της εθνικής τους συνείδησης, αλλά και της πίστης τους -όπως αυτή υποβοηθήθηκε για αιώνες από την εκκλησία- να πάρουν τη μεγάλη απόφαση και να ξεκινήσουν τελικά τις προπαρασκευαστικές διαδικασίες για την Επανάσταση, για την αποτίναξη του οθωμανικού ζυγού. Αυτό νομίζω, αν το αποπειραθούμε με όρους ενσυναίσθησης, θα μπορέσουμε να καταλάβουμε καλύτερα πόσο σπουδαίο ήταν, πόσο μεγάλο, πόσο παράτολμο, πόσο εθνικά δίκαιο ήταν» συμπλήρωσε ο Ν. Παναγιωτόπουλος.
«Η συνέλευση της Βοστίτσας αφήνει σημαντικά πράγματα ως ιστορική παρακαταθήκη, μας δείχνει ότι, όταν οι συνθήκες το απαιτούν, οι Έλληνες λειτουργούν συνολικά και τελικά επικρατεί η εθνική ομοψυχία και για το γνήσιο συμφέρον της πατρίδας παρά τις αντιδικίες, παρά τις αντικρουόμενες απόψεις. Τελικά υπερνικά η μεγάλη ανάγκη, η μεγάλη φλόγα της ψυχής. Επίσης η διαχρονική πίστη του λαού μας σε ανώτερα ιδανικά, αξίες και παραδόσεις, μάς δίνει το σθένος να αγνοήσουμε τους κινδύνους, αλλά και τις θυσίες που απαιτούνται προκειμένου να υπερασπιστούμε την πατρίδα μας» υπογράμμισε ο υπουργός Εθνικής Άμυνας.
Όσο για τη σημερινή επέτειο, ανέφερε ότι «μας γεμίζει υπερηφάνεια» καθώς «αποτελεί φωτεινό παράδειγμα για το ήθος, την αξιοπρέπεια και τις διαχρονικές αξίες των προγόνων μας οι οποίοι μετά από τέσσερις αιώνες υπόδουλου βίου, αποφάσισαν να αγωνιστούν μέχρις εσχάτων εναντίον ενός υπέρτερου αντιπάλου, μιας από τις υπερδυνάμεις της εποχής, με μοναδικό τους σύνθημα “Ελευθερία ή Θάνατος”. Αυτό το παράδειγμα πρέπει να ακολουθούμε κι εμείς ως γνήσιοι απόγονοί τους και να συνεχίζουμε να ενστερνιζόμαστε τις υπέρτατες αξίες της Δημοκρατίας και της Ελευθερίας, με μοναδικό γνώμονα το συμφέρον του έθνους και την ευημερία της πατρίδος μας».