ΕΚΤΑΚΤΗ ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
Γεννηματά σε εκδήλωση του ΙΝΣΟΣΙΑΛ: Η τηλεργασία να αποτελέσει σύμμαχο και όχι εχθρό του εργαζομένου
Για την πρόεδρο του Κινήματος Αλλαγής είναι αναγκαίο το Κοινωνικό Συμβόλαιο της Ψηφιακής Εποχής.
Ποιες είναι οι ευκαιρίες που δημιουργεί η ψηφιακή εποχή, αλλά και, ταυτόχρονα, ποιοι είναι οι όροι και οι προϋποθέσεις να αποφευχθούν οι νέοι κίνδυνοι εκμετάλλευσης: στο καυτό αυτό θέμα της νέας εποχής πήρε θέση η Φώφη Γεννηματά, ανοίγοντας το διάλογο, όπως η ίδια επεσήμανε σε παρέμβασή της σε εκδήλωση που διοργάνωσε το νεοσύστατο Ινστιτούτο για τη Σοσιαλδημοκρατία (ΙΝΣΟΣΙΑΛ) με θέμα, «Εργασιακές σχέσεις και δικαιώματα στην εποχή της Τηλεργασίας και της Οικονομίας της Πλατφόρμας». Για την πρόεδρο του Κινήματος Αλλαγής είναι αναγκαίο το Κοινωνικό Συμβόλαιο της Ψηφιακής Εποχής.
Εισαγωγικώς η κυρία Γεννηματά παρουσίασε το ΙΝΣΟΣΙΑΛ ως ένα «εργαστήρι», ανοιχτό σε «όλο το φάσμα των προοδευτικών ιδεών, από το ριζοσπαστικό κέντρο και την ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία, ως την ανανεωτική αριστερά», προσκαλώντας επιστήμονες, ερευνητές, ειδικούς, ανθρώπους με γνώση και ιδέες, που «αισθάνονται ότι ανήκουν στον ευρύτερο προοδευτικό χώρο, να συμβάλλουν σε αυτό ελεύθερα και δημιουργικά, να αξιοποιήσουν αυτή τη ‘στέγη' συνεργασίας και κοινής δράσης. Εμείς δεν θέλουμε έλεγχο της σκέψης, δεν θέτουμε περιορισμούς στην έκφραση των ιδεών, τους καλούμε να παρουσιάσουν τη δουλειά τους», διεμήνυσε χαρακτηριστικά.
Επί του θέματος, η πρόεδρος του Κινήματος Αλλαγής έκανε λόγο για «μια πραγματικότητα που επηρεάζει τις οικονομίες, τις επιχειρήσεις και πρώτα και κύρια τους εργαζόμενους. Που κινδυνεύουν να είναι το πρώτο θύμα των αλλαγών, βιώνοντας την ανασφάλιστη εργασία, την υπερεκμετάλλευση, την αβεβαιότητα και την ανασφάλεια για το μέλλον. Με επόμενο τις μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις που θα υποστούν έναν αθέμιτο ανταγωνισμό σε μια ανοιχτή και ανεξέλεγκτη αγορά».
Όμως, συνέχισε, «δεν μπορούμε να γυρίσουμε στο "πριν". Οι αλλαγές είναι αναπότρεπτες. Η πανδημία τις επιτάχυνε. Οφείλουμε όμως να παρέμβουμε, να επιβάλλουμε κανόνες και ρυθμίσεις τόσο για τα όρια του ανταγωνισμού, όσο και για την προστασία των εργαζόμενων. Και στο πλαίσιο της Ε.Ε. και στο εσωτερικό της χώρας. Με εθνικές πολιτικές, που θα προκύψουν μέσα από το διάλογο των κοινωνικών εταίρων. Προϋπόθεση βέβαια είναι να υπάρχει πολιτική εξουσία με βούληση να προχωρήσει τις αλλαγές», επεσήμανε εξηγώντας ότι «μόνο έτσι θα καταλήξουμε στο αναγκαίο Κοινωνικό Συμβόλαιο της Ψηφιακής Εποχής που θα επιταχύνει την ανάπτυξη, θα τονώσει την ανταγωνιστικότητα των ελληνικών επιχειρήσεων, με εργαζόμενους ασφαλείς, ικανούς να ανταποκριθούν στις νέες συνθήκες, με αξιοπρεπείς αμοιβές και δικαιώματα.
«Η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας δέσμια των συντηρητικών ιδεοληψιών της όχι μόνο δεν ευνοεί τον κοινωνικό διάλογο, αλλά προσπαθεί να εκμεταλλευτεί τη νέα πραγματικότητα ώστε να υπονομεύσει τις συλλογικές διαπραγματεύσεις και να εφαρμόσει ένα μοντέλο φθηνής, ελαστικής και απαξιωμένης εργασίας προς όφελος των λίγων και ισχυρών», ανέφερε εξάλλου στην κριτική της για την κυβέρνηση.
Από την πλευρά του το Κίνημα Αλλαγής ανοίγει το διάλογο «για τις ευκαιρίες που δημιουργεί η ψηφιακή εποχή, ταυτόχρονα θέτει τους όρους και τις προϋποθέσεις να αποφευχθούν οι νέοι κίνδυνοι εκμετάλλευσης». Οι όροι αυτοί είναι:
Κατά την κυρία Γεννηματά, «ο εγκλεισμός και η απομόνωση μπορεί να οδηγήσουν σε προβλήματα κοινωνικοποίησης τους εργαζόμενους, ακόμα και ψυχολογικά προβλήματα.
Από την άλλη η προσβασιμότητα, η αποφυγή συνωστισμού στα τρένα, στο μετρό και στα λεωφορεία, η ευελιξία να εργάζεται κανείς από το σπίτι ακόμα και των διακοπών του ή στο τρένο προς τη διήμερη εξόρμησή του ή από οποιαδήποτε χώρα είναι σημαντικά πλεονεκτήματα.
Πλεονέκτημα και για τη χώρα μας, που μπορεί να προσελκύσει ταλέντα. Γιατί να δουλεύεις, για παράδειγμα, από το βροχερό και κρύο Βορρά, όταν μπορείς να κάνεις το ίδιο από ένα ελληνικό νησί με το λάπτοπ σου; Ή γιατί να αγωνιάς για το ακριβό κόστος ζωής στην Αθήνα, όταν μπορείς να κάνεις το ίδιο από ένα ορεινό ή παραθαλάσσιο χωριό της επαρχίας; Αρκεί να βρουν γρήγορο ίντερνετ και κέντρα δεδομένων (data centers) που θα υποστηρίζουν τις νέες ψηφιακές απαιτήσεις», τόνισε απαντώντας στις προκλήσεις της εποχής.
Και, συμπερασματικώς, «η τηλεργασία δεν πρέπει να εξελιχθεί σε "ατύχημα", "εχθρό" του εργαζόμενου. Εδώ είναι ο δικός μας ρόλος. Εδώ αναδεικνύεται για μια ακόμη φορά η προοδευτική πολιτική που συνδυάζει την πρόοδο της οικονομίας, με την βελτίωση, την αξιοπρέπεια, την ασφάλεια της εργασίας».
Μάλιστα στο διάλογο που ακολούθησε, η Φ. Γεννηματά αναφέρθηκε ειδικότερα στο «σημαντικό εργαλείο» του Ταμείου Ανάκαμψης, εκφράζοντας την ελπίδα να αξιοποιηθούν οι πόροι του για την αντιμετώπιση των παραπάνω προκλήσεων, την αντιμετώπιση των ανισοτήτων. «Για να έχουμε ανάπτυξη με ισχυρή κοινωνική προστασία, όπως λέει το Κίνημα Αλλαγής», σημείωσε εμφατικά η πρόεδρός του.
Στις παρεμβάσεις που προηγήθηκαν, το διάλογο άνοιξε η πρόεδρος του ΙΝΣΟΣΙΑΛ, Εύη Χριστοφιλοπούλου. Αφού κατηγόρησε την κυβέρνηση για φοβικότητα στο θέμα της τηλεργασίας, έθεσε σειρά καίριων ερωτημάτων, όπως: τι είδους απασχολούμενοι είναι όσοι εργάζονται στις νέες μορφές εργασίας. Έκλεισε όμως με τη διαπίστωση ότι υπάρχει φόβος στον κόσμο της εργασίας και αυτός ήταν ο λόγος, όπως κατήγγειλε, που δεν παρενέβησαν εργαζόμενοι στην εκδήλωση του Ινστιτούτου.
Είναι η πρώτη φορά που μπορεί κανείς να είναι οικονομικός μετανάστης, χωρίς να έχει μεταναστεύσει, να είναι δηλαδή ...τηλε-μετανάστης, παρατήρησε, μεταξύ άλλων, η Μαρίλη Μέξη, σύμβουλος του ILO, μια παρατήρηση που αξιοποίησε στο κλείσιμό της η πρόεδρος του Κινήματος Αλλαγής.
Ενώ ο εργατολόγος Γιάννης Καρούζος παρουσίασε μια σειρά από νέες συνθήκες, όπως: ο εργαζόμενος δεν ξέρει τον εργοδότη του, δεν υπάρχει συνδικαλιστική προστασία, η εργασία είναι χωρίς χρόνο και τόπο. «Το εργατικό δίκαιο… τρελαίνεται, η τεχνολογία δεν είναι ουδέτερη», παρατήρησε εξάλλου με καταληκτική διαπίστωση ότι η χώρα μας είναι απούσα από τις αντίστοιχες συζητήσεις στην Ευρώπη.
Από την πλευρά του, ο γενικός διευθυντής του ΙΝΕ ΓΣΕΕ, Χρήστος Γούλας έθεσε ζητήματα όπως αυτό της εντατικοποίησης της εργασίας, απαξίωσης των δεξιοτήτων και προσόντων και, κλείνοντας, επικαλέστηκε πρόσφατες έρευνες της κοινής γνώμης που καταδεικνύουν ότι η πλειοψηφία των εργαζομένων αξιολογεί αρνητικά την τηλεργασία ως προς τα δικαιώματα, το ωράριο, την εργασιακή εξέλιξη κ.ο.κ.
Το κεντρικό θέμα είναι η αβεβαιότητα, υπογράμμισε ο διευθυντής Ερευνών, Ηλίας Κικίλιας στο Εθνικό Κέντρο Κοινωνικών Ερευνών (ΕΚΚΕ). Αβεβαιότητα στο εισόδημα, αβεβαιότητα και στο πόσες ώρες θα εργασθεί τον επόμενο μήνα ή ακόμη και την επόμενη εβδομάδα. Επικαλέστηκε μάλιστα το παράδειγμα εταιρικών κολοσσών που διατηρούν πλέον μόνο έναν πυρήνα μόνιμων εργαζομένων, υψηλής εξειδίκευσης ως επί το πλείστον, και όλοι οι υπόλοιποι εργάζονται ανάλογα με τις συγκυριακές ανάγκες. Η αναλογία δε, είναι 10 μόνιμοι - 90 συγκυριακώς απασχολούμενοι.
Στο Κίνημα Αλλαγής «είμαστε οι πρώτοι που ανοίγουμε τέτοια ζητήματα», επέμεινε, ως τελευταίος ομιλητής, ο Χρήστος Πρωτόπαπας, πρώην υπουργός και πρώην πρόεδρος της ΓΣΕΕ, που διατύπωσε την αγωνία του από τη διαφαινόμενη, περαιτέρω ενίσχυση των πολυεθνικών και μεγάλων επιχειρήσεων έναντι των μικρών, προτείνοντας τη στήριξη μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων μέσω του Ταμείου Ανάκαμψης. «Δεν πρέπει να αφήσουμε να υπάρξει το εύκολο θύμα», είπε επίσης εννοώντας τον εργαζόμενο. Κατά συνέπεια, «ναι» στην ψηφιακή εποχή, αλλά με δίκαιη οικονομία, είναι το δίπτυχο που προέταξε ο Χρ. Πρωτόπαπας και κατέθεσε την πρόταση για οργανωμένο διάλογο μεταξύ ΓΣΕΕ κ.α. συνδικάτων με τις εργοδοτικές οργανώσεις. Με δύο προϋποθέσεις στο διάλογο αυτό: πρώτον, να αντιληφθούν οι εργοδότες ότι ο σεβασμός του εργαζόμενου εξασφαλίζει τη μακροημέρευση της επιχείρησης στην οποία εργάζεται, άλλωστε τα τριτοκοσμικά μοντέλα δεν ταιριάζουν στην Ευρώπη. Και δεύτερον, τα συνδικάτα το ταχύτερο να περιλάβουν αυτούς τους εργαζόμενους στις τάξεις τους, να καταλάβουν κι εκείνοι ότι τα συνδικάτα θα παλέψουν για αυτούς.
Εισαγωγικώς η κυρία Γεννηματά παρουσίασε το ΙΝΣΟΣΙΑΛ ως ένα «εργαστήρι», ανοιχτό σε «όλο το φάσμα των προοδευτικών ιδεών, από το ριζοσπαστικό κέντρο και την ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία, ως την ανανεωτική αριστερά», προσκαλώντας επιστήμονες, ερευνητές, ειδικούς, ανθρώπους με γνώση και ιδέες, που «αισθάνονται ότι ανήκουν στον ευρύτερο προοδευτικό χώρο, να συμβάλλουν σε αυτό ελεύθερα και δημιουργικά, να αξιοποιήσουν αυτή τη ‘στέγη' συνεργασίας και κοινής δράσης. Εμείς δεν θέλουμε έλεγχο της σκέψης, δεν θέτουμε περιορισμούς στην έκφραση των ιδεών, τους καλούμε να παρουσιάσουν τη δουλειά τους», διεμήνυσε χαρακτηριστικά.
Επί του θέματος, η πρόεδρος του Κινήματος Αλλαγής έκανε λόγο για «μια πραγματικότητα που επηρεάζει τις οικονομίες, τις επιχειρήσεις και πρώτα και κύρια τους εργαζόμενους. Που κινδυνεύουν να είναι το πρώτο θύμα των αλλαγών, βιώνοντας την ανασφάλιστη εργασία, την υπερεκμετάλλευση, την αβεβαιότητα και την ανασφάλεια για το μέλλον. Με επόμενο τις μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις που θα υποστούν έναν αθέμιτο ανταγωνισμό σε μια ανοιχτή και ανεξέλεγκτη αγορά».
Όμως, συνέχισε, «δεν μπορούμε να γυρίσουμε στο "πριν". Οι αλλαγές είναι αναπότρεπτες. Η πανδημία τις επιτάχυνε. Οφείλουμε όμως να παρέμβουμε, να επιβάλλουμε κανόνες και ρυθμίσεις τόσο για τα όρια του ανταγωνισμού, όσο και για την προστασία των εργαζόμενων. Και στο πλαίσιο της Ε.Ε. και στο εσωτερικό της χώρας. Με εθνικές πολιτικές, που θα προκύψουν μέσα από το διάλογο των κοινωνικών εταίρων. Προϋπόθεση βέβαια είναι να υπάρχει πολιτική εξουσία με βούληση να προχωρήσει τις αλλαγές», επεσήμανε εξηγώντας ότι «μόνο έτσι θα καταλήξουμε στο αναγκαίο Κοινωνικό Συμβόλαιο της Ψηφιακής Εποχής που θα επιταχύνει την ανάπτυξη, θα τονώσει την ανταγωνιστικότητα των ελληνικών επιχειρήσεων, με εργαζόμενους ασφαλείς, ικανούς να ανταποκριθούν στις νέες συνθήκες, με αξιοπρεπείς αμοιβές και δικαιώματα.
«Η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας δέσμια των συντηρητικών ιδεοληψιών της όχι μόνο δεν ευνοεί τον κοινωνικό διάλογο, αλλά προσπαθεί να εκμεταλλευτεί τη νέα πραγματικότητα ώστε να υπονομεύσει τις συλλογικές διαπραγματεύσεις και να εφαρμόσει ένα μοντέλο φθηνής, ελαστικής και απαξιωμένης εργασίας προς όφελος των λίγων και ισχυρών», ανέφερε εξάλλου στην κριτική της για την κυβέρνηση.
Από την πλευρά του το Κίνημα Αλλαγής ανοίγει το διάλογο «για τις ευκαιρίες που δημιουργεί η ψηφιακή εποχή, ταυτόχρονα θέτει τους όρους και τις προϋποθέσεις να αποφευχθούν οι νέοι κίνδυνοι εκμετάλλευσης». Οι όροι αυτοί είναι:
- «Πρώτο μέλημα για μας είναι μια βαθιά αλλαγή στα συστήματα εκπαίδευσης και κατάρτισης, με στόχο τον "ψηφιακό διαφωτισμό". Με τη σωστή εκπαίδευση οι νέοι και οι εργαζόμενοι να μπορέσουν να αξιοποιήσουν τις νέες συνθήκες και να αποτρέψουν τη νέα διεύρυνση των ανισοτήτων.
- Δεύτερο: να εξασφαλίζεται η συναίνεση του εργαζομένου, όπως προβλέπει και η Ευρωπαϊκή Συμφωνία και όχι να εξαναγκάζεται αυτός σε αλλαγή της μορφής εργασίας του.
- Τρίτον: να τηρούνται απαρέγκλιτα τα εργασιακά και ασφαλιστικά του δικαιώματα. Υπάρχει μείζον ζήτημα με το ωράριο εργασίας. Στην έρευνα της ΓΣΕΕ το 35% των εργαζομένων δήλωσε πως στη διάρκεια του lockdown, δούλεψε περισσότερες ώρες με τηλεργασία από το νόμιμο ωράριο, χωρίς όμως να αναγνωρισθούν υπερωρίες.
- Τέταρτον: ο εργοδότης οφείλει να παρέχει τα μέσα και να καλύπτει το κόστος της επικοινωνίας. Όχι να επιβαρύνει τον εργαζόμενο.
- Πέμπτον: να αντιμετωπισθούν τα προβλήματα στην εξέλιξη του εργαζόμενου που μπορεί να δημιουργήσει η "απουσία" του από το γραφείο.
- Έκτον: να δημιουργηθεί ένα "Παρατηρητήριο Τηλεργασίας" ως προέκταση της Επιθεώρησης Εργασίας, με συμμετοχή εκπροσώπων των Κοινωνικών Εταίρων.
- Έβδομον: να προβλέπεται και φυσική παρουσία του εργαζόμενου στην επιχείρηση μια ή δύο φορές την εβδομάδα».
Κατά την κυρία Γεννηματά, «ο εγκλεισμός και η απομόνωση μπορεί να οδηγήσουν σε προβλήματα κοινωνικοποίησης τους εργαζόμενους, ακόμα και ψυχολογικά προβλήματα.
Από την άλλη η προσβασιμότητα, η αποφυγή συνωστισμού στα τρένα, στο μετρό και στα λεωφορεία, η ευελιξία να εργάζεται κανείς από το σπίτι ακόμα και των διακοπών του ή στο τρένο προς τη διήμερη εξόρμησή του ή από οποιαδήποτε χώρα είναι σημαντικά πλεονεκτήματα.
Πλεονέκτημα και για τη χώρα μας, που μπορεί να προσελκύσει ταλέντα. Γιατί να δουλεύεις, για παράδειγμα, από το βροχερό και κρύο Βορρά, όταν μπορείς να κάνεις το ίδιο από ένα ελληνικό νησί με το λάπτοπ σου; Ή γιατί να αγωνιάς για το ακριβό κόστος ζωής στην Αθήνα, όταν μπορείς να κάνεις το ίδιο από ένα ορεινό ή παραθαλάσσιο χωριό της επαρχίας; Αρκεί να βρουν γρήγορο ίντερνετ και κέντρα δεδομένων (data centers) που θα υποστηρίζουν τις νέες ψηφιακές απαιτήσεις», τόνισε απαντώντας στις προκλήσεις της εποχής.
Και, συμπερασματικώς, «η τηλεργασία δεν πρέπει να εξελιχθεί σε "ατύχημα", "εχθρό" του εργαζόμενου. Εδώ είναι ο δικός μας ρόλος. Εδώ αναδεικνύεται για μια ακόμη φορά η προοδευτική πολιτική που συνδυάζει την πρόοδο της οικονομίας, με την βελτίωση, την αξιοπρέπεια, την ασφάλεια της εργασίας».
Μάλιστα στο διάλογο που ακολούθησε, η Φ. Γεννηματά αναφέρθηκε ειδικότερα στο «σημαντικό εργαλείο» του Ταμείου Ανάκαμψης, εκφράζοντας την ελπίδα να αξιοποιηθούν οι πόροι του για την αντιμετώπιση των παραπάνω προκλήσεων, την αντιμετώπιση των ανισοτήτων. «Για να έχουμε ανάπτυξη με ισχυρή κοινωνική προστασία, όπως λέει το Κίνημα Αλλαγής», σημείωσε εμφατικά η πρόεδρός του.
Στις παρεμβάσεις που προηγήθηκαν, το διάλογο άνοιξε η πρόεδρος του ΙΝΣΟΣΙΑΛ, Εύη Χριστοφιλοπούλου. Αφού κατηγόρησε την κυβέρνηση για φοβικότητα στο θέμα της τηλεργασίας, έθεσε σειρά καίριων ερωτημάτων, όπως: τι είδους απασχολούμενοι είναι όσοι εργάζονται στις νέες μορφές εργασίας. Έκλεισε όμως με τη διαπίστωση ότι υπάρχει φόβος στον κόσμο της εργασίας και αυτός ήταν ο λόγος, όπως κατήγγειλε, που δεν παρενέβησαν εργαζόμενοι στην εκδήλωση του Ινστιτούτου.
Είναι η πρώτη φορά που μπορεί κανείς να είναι οικονομικός μετανάστης, χωρίς να έχει μεταναστεύσει, να είναι δηλαδή ...τηλε-μετανάστης, παρατήρησε, μεταξύ άλλων, η Μαρίλη Μέξη, σύμβουλος του ILO, μια παρατήρηση που αξιοποίησε στο κλείσιμό της η πρόεδρος του Κινήματος Αλλαγής.
Ενώ ο εργατολόγος Γιάννης Καρούζος παρουσίασε μια σειρά από νέες συνθήκες, όπως: ο εργαζόμενος δεν ξέρει τον εργοδότη του, δεν υπάρχει συνδικαλιστική προστασία, η εργασία είναι χωρίς χρόνο και τόπο. «Το εργατικό δίκαιο… τρελαίνεται, η τεχνολογία δεν είναι ουδέτερη», παρατήρησε εξάλλου με καταληκτική διαπίστωση ότι η χώρα μας είναι απούσα από τις αντίστοιχες συζητήσεις στην Ευρώπη.
Από την πλευρά του, ο γενικός διευθυντής του ΙΝΕ ΓΣΕΕ, Χρήστος Γούλας έθεσε ζητήματα όπως αυτό της εντατικοποίησης της εργασίας, απαξίωσης των δεξιοτήτων και προσόντων και, κλείνοντας, επικαλέστηκε πρόσφατες έρευνες της κοινής γνώμης που καταδεικνύουν ότι η πλειοψηφία των εργαζομένων αξιολογεί αρνητικά την τηλεργασία ως προς τα δικαιώματα, το ωράριο, την εργασιακή εξέλιξη κ.ο.κ.
Το κεντρικό θέμα είναι η αβεβαιότητα, υπογράμμισε ο διευθυντής Ερευνών, Ηλίας Κικίλιας στο Εθνικό Κέντρο Κοινωνικών Ερευνών (ΕΚΚΕ). Αβεβαιότητα στο εισόδημα, αβεβαιότητα και στο πόσες ώρες θα εργασθεί τον επόμενο μήνα ή ακόμη και την επόμενη εβδομάδα. Επικαλέστηκε μάλιστα το παράδειγμα εταιρικών κολοσσών που διατηρούν πλέον μόνο έναν πυρήνα μόνιμων εργαζομένων, υψηλής εξειδίκευσης ως επί το πλείστον, και όλοι οι υπόλοιποι εργάζονται ανάλογα με τις συγκυριακές ανάγκες. Η αναλογία δε, είναι 10 μόνιμοι - 90 συγκυριακώς απασχολούμενοι.
Στο Κίνημα Αλλαγής «είμαστε οι πρώτοι που ανοίγουμε τέτοια ζητήματα», επέμεινε, ως τελευταίος ομιλητής, ο Χρήστος Πρωτόπαπας, πρώην υπουργός και πρώην πρόεδρος της ΓΣΕΕ, που διατύπωσε την αγωνία του από τη διαφαινόμενη, περαιτέρω ενίσχυση των πολυεθνικών και μεγάλων επιχειρήσεων έναντι των μικρών, προτείνοντας τη στήριξη μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων μέσω του Ταμείου Ανάκαμψης. «Δεν πρέπει να αφήσουμε να υπάρξει το εύκολο θύμα», είπε επίσης εννοώντας τον εργαζόμενο. Κατά συνέπεια, «ναι» στην ψηφιακή εποχή, αλλά με δίκαιη οικονομία, είναι το δίπτυχο που προέταξε ο Χρ. Πρωτόπαπας και κατέθεσε την πρόταση για οργανωμένο διάλογο μεταξύ ΓΣΕΕ κ.α. συνδικάτων με τις εργοδοτικές οργανώσεις. Με δύο προϋποθέσεις στο διάλογο αυτό: πρώτον, να αντιληφθούν οι εργοδότες ότι ο σεβασμός του εργαζόμενου εξασφαλίζει τη μακροημέρευση της επιχείρησης στην οποία εργάζεται, άλλωστε τα τριτοκοσμικά μοντέλα δεν ταιριάζουν στην Ευρώπη. Και δεύτερον, τα συνδικάτα το ταχύτερο να περιλάβουν αυτούς τους εργαζόμενους στις τάξεις τους, να καταλάβουν κι εκείνοι ότι τα συνδικάτα θα παλέψουν για αυτούς.