του Γιώργου Κατσίγιαννη - Εφημερίδα Παραπολιτικά

Την περίοδο που ο ΣΥΡΙΖΑ με τη Χρυσή Αυγή «μοιράζονταν» την πλατεία Συντάγματος για να ενθαρρύνουν από διαφορετική σκοπιά το κίνημα των «Αγανακτισμένων», το μοναδικό κόμμα που απείχε συνειδητά από αυτό το «κακόγουστο συναπάντημα» ήταν το ΚΚΕ. Το Κομμουνιστικό Κόμμα επανειλημμένως είχε καταγγείλει όσα διαδραματίζονταν, θεωρώντας ότι επρόκειτο για ένα ραντεβού στα τυφλά από «απολίτικες» και «αντιδραστικές» δυνάμεις, που σταδιακά το μόνο που θα πετύχαιναν ήταν να «νομιμοποιήσουν» την ήττα της εργατικής τάξης και των συμφερόντων του ελληνικού λαού.

Η διαφοροποίηση αυτή του ΚΚΕ εκείνη την περίοδο του «κόστισε» στις εκλογικές αναμετρήσεις που ακολούθησαν από το 2012 και μετά, καθώς, με την άρνησή του να ακολουθήσει τον «ετερόκλητο» κινηματικό συρμό της πλατείας Συντάγματος, δέχτηκε σφοδρή επίθεση από τον ανερχόμενο τότε Αλ. Τσίπρα. Ωστόσο, εκ των υστέρων το Κομμουνιστικό Κόμμα δικαιώθηκε από τις ίδιες τις εξελίξεις, με αποτέλεσμα σήμερα όχι μόνο να βρίσκεται σε πλεονεκτική θέση στον χώρο της εργατικής τάξης και των κοινωνικών αγώνων, αλλά και να αναδεικνύεται σε απειλή για την κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ.

Οπως προκύπτει και από τα μηνύματα των δημοσκοπήσεων, σημαντικός αριθμός «αριστερών» ψηφοφόρων «επαναπατρίζεται» στις τάξεις του Περισσού, κυρίως αυτοί που είχαν δυσανασχετήσει επειδή η ηγεσία του κόμματος δεν είχε ανταποκριθεί στο προσκλητήριο του Αλ. Τσίπρα στις τελευταίες εκλογές για τη συγκρότηση μιας κυβέρνησης της Αριστεράς. Ωστόσο, και στο Μέγαρο Μαξίμου «διαβάζοντας» τις δημοσκοπήσεις αντιλαμβάνονται ότι δεν χάνουν μόνο τους «ψηφοφόρους» που είχαν κερδίσει στις τελευταίες εκλογές από το ΚΚΕ, αλλά διαπιστώνουν «αριθμητικές απώλειες» και από την παραδοσιακή εκλογική δεξαμενή του ΣΥΡΙΖΑ. Δηλαδή, δεν «αυτομολούν» προς τα κόμματα του Π. Λαφαζάνη ή της Ζ. Κωνσταντοπούλου, αλλά προς το ΚΚΕ. Ο Περισσός, παρά το γεγονός ότι δεν υιοθετεί τα επικοινωνιακά χούγια των «αστικών» κομμάτων για να «πολιτεύεται» στον δημόσιο βίο με «δημοσκοπικούς» όρους, «λαμβάνει» από όλες τις εταιρείες αναφορές σχετικά με τη δυναμική της απήχησής του στην κοινωνία και κινείται αναλόγως, εντός και εκτός Βουλής.

Τις τελευταίες ημέρες είναι αισθητή η αποτελεσματική επιστροφή του ΚΚΕ στο μέτωπο των κοινωνικών αγώνων και αυτό φάνηκε στην τελευταία διαδήλωση των συνταξιούχων στο κέντρο της Αθήνας, όπου στελέχη του ΠΑΜΕ και κορυφαίοι κομματικοί παράγοντες του Περισσού κατάφεραν με την «αγωνιστική δράση τους» να προκαλέσουν κρίση στο εσωτερικό της κυβέρνησης και παραλίγο να αναγκάσουν τον πρωθυπουργό να θέσει εκτός κυβερνήσεως τον αναπληρωτή υπουργό Προστασίας του Πολίτη, Ν. Τόσκα.

Σύμφωνα με τις πληροφορίες, η διπλή αντεπίθεση που σχεδιάζει το ΚΚΕ, σε κοινοβουλευτικό επίπεδο, με κεντρικό πρωταγωνιστή τον γραμματέα του κόμματος, Δ. Κουτσούμπα, ο οποίος «αλωνίζει» όλη την περιφέρεια και καταγγέλλει τον Αλ. Τσίπρα για «εξαπάτηση του ελληνικού λαού, προκειμένου να εξυπηρετήσει το βρώμικο παιχνίδι των δανειστών», και σε συνδικαλιστικό με το ΠΑΜΕ, που οργανώνει παντού κινητοποιήσεις, θα κορυφωθεί στις 17 του μηνός, με μεγαλειώδη συγκέντρωση στο Σύνταγμα, η οποία θα έχει κεντρικό σύνθημα την «κατάργηση των αντεργατικών νόμων».

Αξίζει να σημειωθεί ότι η δυναμική αντεπίθεση του Περισσού σε πολιτικό και κοινωνικό επίπεδο έρχεται να υποκαταστήσει την προφανή ανεπάρκεια που παρατηρείται σε κοινοβουλευτικό και συνδικαλιστικό επίπεδο από τους αντίστοιχους κομματικούς σχηματισμούς και τους εκπροσώπους τους στα συνδικάτα, κυρίως στη ΓΣΕΕ και την ΑΔΕΔΥ, που τα τελευταία χρόνια παρουσιάζουν σημάδια «αγωνιστικής παρακμής».

Είδε νωρίς το «έργο» με τους «Αγανακτισμένους» στο Σύνταγμα

Η ανάλυση που είχε κάνει το ΚΚΕ για το κίνημα των «Αγανακτισμένων», που πλέον δεν υφίσταται, στην πλατεία Συντάγματος, ήταν η εξής: «Στην πλατεία Συντάγματος στήθηκε ένα γερό παιχνίδι με έπαθλο συνειδήσεις που αναζητούσαν στα τυφλά διέξοδο, που άγονταν από μικροαστική ανυπομονησία, ανθρώπων πραγματικά οργισμένων, όχι όμως αποφασισμένων για την ανάγκη να μετουσιώσουν την οργή τους σε ταξική πάλη.

Οι συνειδήσεις αυτές χειραγωγήθηκαν και τελικά ενσωματώθηκαν από δυνάμεις που παρενέβαιναν σχεδιασμένα, για να κοντρολάρουν την αγανάκτηση και να εκτονωθεί ανώδυνα για το σύστημα. Κερδισμένη μεταξύ άλλων βγήκε η Χρυσή Αυγή. Μέρος της πλατείας αποτέλεσε σωστό εκκολαπτήριο των φασιστικών της απόψεων, με αλαλαγμούς όπως: “Να καεί, να καεί το μπ... η Βουλή», οι “300 στου Γουδή”, “Κλέφτες, κλέφτες” κ.λπ., που αναπαράγονταν στο πανελλήνιο από τα ΜΜΕ.

Εκεί συναντούσε κανείς να ξεσηκώνουν με τέτοια συνθήματα το πλήθος, ανθρώπους σκοτεινών μηχανισμών και θυλάκων, γνωστούς εθνικιστές, μέλη ειδικών ομάδων φιλάθλων, που τα Σαββατοκύριακα απαντώνται στα γήπεδα και τις άλλες μέρες μπράβοι σε νυκτερινά κέντρα. Το “πάνω μέρος” της πλατείας, που τσουβάλιαζε αυθαίρετα, οξύνοντας τα πιο αντιδραστικά, εθνικιστικά αντανακλαστικά ανώριμων πολιτικά συνειδήσεων, δεν θα υπήρχε χωρίς το “κάτω μέρος” της πλατείας, στο οποίο κυριαρχούσαν οι δυνάμεις του οπορτουνισμού.

Κάτω από ένα “αντιμνημονιακό περίβλημα” χωρούσε κάθε καρυδιάς καρύδι. Οχι μόνο συσκότιζαν τα ταξικά χαρακτηριστικά της επίθεσης, αλλά και καλλιεργούσαν τη λογική ότι ο εργάτης μπορεί να βρεθεί δίπλα-δίπλα με τον εργοδότη του, ενάντια στην “κλεπτοκρατία”, τη Μέρκελ και τους “300 της Βουλής”. Αυτή η “αντιμνημονιακή ρητορική” συνέβαλε στη διαμόρφωση ενός αντιδραστικού ρεύματος. Λειτούργησε σαν κολυμβήθρα του Σιλωάμ, όπου ξεπλύθηκαν αντιδραστικές δυνάμεις για να πλασαριστούν σαν αντισυστημική δύναμη. Το “όλοι μαζί” ενάντια στα μνημόνια έγινε παραπέτασμα πίσω από το οποίο κρύφτηκαν δυνάμεις που ψάρευαν σε θολά νερά, υπηρετώντας σκοπιμότητες εχθρικές προς τα συμφέροντα του λαού, όπως η Χρυσή Αυγή».