Έπειτα από τρεις ανακεφαλαιοποιήσεις, πολλές συγχωνεύσεις και µια «γεµάτη» δεκαετία τεράστιων προβληµάτων για τα τραπεζικά ιδρύµατα, τους δανειολήπτες αλλά και την εθνική οικονοµία, ο γόρδιος δεσµός των «κόκκινων» δανείων φτάνει επιτέλους στη λύση του. Στο τέλος του 2022 το ποσοστό των «κόκκινων» δανείων που θα ταλαιπωρούν τις ελληνικές τράπεζες θα βρίσκεται κοντά στους ευρωπαϊκούς µέσους όρους, µε το συνολικό κόστος της λύσης για το ελληνικό ∆ηµόσιο να µην ξεπερνά τα 4 δισ. ευρώ. Κερασάκι στην τούρτα είναι τα ελάχιστα νέα «κόκκινα» δάνεια που θα προκύψουν ως συνέπεια της πανδηµίας.

Πρόκειται, αναµφίβολα, για µια κοµβική εξέλιξη. Πρώτον, διότι η ίδια η οικονοµία θα σταµατήσει να αιµοδοτεί το τραπεζικό σύστηµα, όπως δηλαδή συνέβη τρεις φορές µε τις αντίστοιχες ανακεφαλαιοποιήσεις (2013, 2014 και 2015). ∆εύτερον, οι τράπεζες θα σταµατήσουν να αποτελούν τροχοπέδη για την ανάπτυξη της οικονοµίας. Αντίθετα, έχοντας ξεπεράσει τον σκόπελο των «κόκκινων» δανείων, θα µπορέσουν να χορηγήσουν δάνεια, διά των οποίων θα τονωθεί η ανάπτυξη.

Το βασικό εργαλείο για την αντιµετώπιση του «Γολγοθά» των «κόκκινων» δανείων ήταν το πρόγραµµα «Ηρακλής». Στις δύο φάσεις του σχεδίου το κράτος θα χορηγήσει εγγυήσεις, οι οποίες σε γενικές γραµµές διασφαλίζουν την αποπληρωµή ενός µέρους από τα «κόκκινα» δάνεια που πουλήθηκαν από τις τράπεζες στις εταιρείες που ανέλαβαν τη διαχείρισή τους. Μέσω αυτής της διαδικασίας έγινε πολύ πιο εύκολη -ενδεχοµένως και δελεαστική- η αγορά των συγκεκριµένων «κόκκινων» δανείων.

Εκτιμήσεις

Το σύνολο του ποσού για το οποίο θα εγγυηθεί το ελληνικό ∆ηµόσιο αγγίζει τα 24 δισ. ευρώ («Ηρακλής» Ι και ΙΙ). Το ελληνικό ∆ηµόσιο εισπράττει αποζηµίωση (εκτιµάται σε περίπου 2,5 δισ. ευρώ) για τους κινδύνους που αναλαµβάνει ως εγγυητής, γεγονός που αποµειώνει ουσιαστικά το ποσό το οποίο διέθεσε. Επιπλέον, οι σύµβουλοι του ελληνικού ∆ηµοσίου έχουν αξιολογήσει τον κίνδυνο και εκτιµούν ότι, µε δεδοµένες τις σηµερινές συνθήκες της οικονοµίας, έχει πιθανότητα να καταπέσει περίπου το 1/4 των εγγυήσεων. Συνυπολογίζοντας όλα αυτά, αρµόδιοι κυβερνητικοί παράγοντες εκτιµούν ότι, στη χειρότερη περίπτωση, το κόστος για το ∆ηµόσιο θα είναι 4 δισ. ευρώ. Τραπεζικοί κύκλοι, ωστόσο, αναφέρουν ότι, αν η οικονοµία συνεχίσει να κινείται ανοδικά µέχρι το 2023 (πράγµα εξαιρετικά πιθανό), δεν θα υπάρχει καθόλου κόστος για τους φορολογουµένους. Στο καλύτερο δυνατό σενάριο, µέσω αυτής της διαδικασίας το ∆ηµόσιο µπορεί ακόµα και να καταγράψει κέρδη, τα οποία θα κατευθυνθούν στη µείωση του χρέους.

Παράλληλα, το όφελος για τις τράπεζες είναι τεράστιο. Τα «κόκκινα» δάνεια έφτασαν στο ζενίθ τον Μάρτιο του 2016, όταν και ήταν συνολικά 107 δισ. ευρώ. Τον ∆εκέµβριο του 2020 είχαν µειωθεί δραστικά, στα 47 δισ. ευρώ, κατά 30% σε σχέση µε ένα έτος πριν. Συνέχιζαν, όµως, να αποτελούν µεγάλο ποσοστό των συνολικών χορηγήσεων, κυρίως λόγω του γεγονότος ότι οι τράπεζες δεν έδιναν εύκολα νέα δάνεια.

Ο στόχος του σχεδίου «Ηρακλής» είναι η µείωση κατά περαιτέρω 30-34 δισ. ευρώ των «κόκκινων» δανείων. Ηδη φέτος θα πέσουν -σύµφωνα µε τις πλέον συντηρητικές εκτιµήσεις- κάτω από τα 35-37 δισ. ευρώ.

Ο στόχος

Εχοντας ήδη τα πρώτα αποτελέσµατα, παράγοντες που παρακολουθούν πολύ στενά τις εξελίξεις εκτιµούν ότι ο στόχος θα έχει επιτευχθεί µέχρι το τέλος του 2022, οπότε το στοκ των «κόκκινων» δανείων θα έχει µειωθεί (µόνο ως επίδραση του «Ηρακλή») σε 12-14 δισ. ευρώ.

Αυτό θα αντικατοπτρίζει ένα ποσοστό µεταξύ 7% και 9% επί των συνολικών χορηγήσεων, ποσοστό που θα βρίσκεται πολύ κοντά στους ευρωπαϊκούς µέσους όρους. Υπενθυµίζεται ότι πριν από την οικονοµική κρίση του 2008 ο µέσος όρος των «κόκκινων» δανείων για τις µεγάλες «δυτικές» τράπεζες ήταν 3%. Ωστόσο η επίπτωση της πανδηµίας εκτιµάται ότι θα διπλασιάσει -τουλάχιστον- τα «κόκκινα» δάνεια των ευρωπαϊκών τραπεζών. Η περίπτωση της Ελλάδας είναι λίγο διαφορετική. Με δεδοµένο ότι τα τελευταία χρόνια η δανειοδότηση των επιχειρήσεων γινόταν µε φειδώ, τραπεζικοί κύκλοι εκτιµούν ότι τα «κόκκινα» δάνεια της πανδηµίας δεν θα ξεπεράσουν τα 4 δισ. ευρώ. Μέγεθος σχεδόν ασήµαντο.

Λίγο πιο επιφυλακτική είναι η εκτίµηση της ΤτΕ, σύµφωνα µε την οποία θα προκύψουν και τα επόµενα χρόνια «κόκκινα» δάνεια εξαιτίας της πανδηµίας και το συνολικό τους ύψος θα φθάσει τα 8 δισ. ευρώ. Απαντες, όµως, συµφωνούν ότι η επίπτωση θα είναι πλήρως αντιµετωπίσιµη. Κυρίως διότι η ίδια η εξυγίανση των τραπεζών θα τους επιτρέψει να χορηγήσουν περισσότερα νέα δάνεια. Συντηρητικές εκτιµήσεις της ΤτΕ αναφέρουν ότι η πιστωτική επέκταση (δηλαδή οι νέες χορηγήσεις) θα ξεπεράσει τα 22 δισεκατοµµύρια ευρώ κατά τα επόµενα τρία χρόνια.

Για τους δανειολήπτες επίσης υπάρχει ένα σηµαντικό όφελος. Το δηµόσιο ταµείο, έχοντας ξεχωρίσει τους στρατηγικούς κακοπληρωτές από εκείνους που έχουν πραγµατική δυσκολία, µπορεί να βοηθά ουσιαστικά τους δεύτερους. Οπως, δηλαδή, έγινε πρόσφατα µε το πρόγραµµα «Γέφυρα», διά του οποίου το ∆ηµόσιο ανέλαβε να πληρώσει δόσεις δανείων επιχειρήσεων που βρέθηκαν πραγµατικά σε δυσκολία.


Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Παραπολιτικά