«Είναι ψευδές ότι, στο πλαίσιο της διευθέτησης του χρόνου εργασίας, οι εργαζόμενοι θα εργάζονται επί 13 ώρες την ημέρα » διευκρινίζει το υπουργείο Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων, με αφορμή σημερινά δημοσιεύματα, σχετικά με τις ρυθμίσεις του νομοσχεδίου για την Προστασία της Εργασίας.

Ειδικότερα, το υπουργείο Εργασίας αναφέρει σε ανακοίνωσή του τα εξής:

«- Είναι σαφές από την ήδη ισχύουσα νομοθεσία ότι στην περίοδο αυξημένης απασχόλησης, δηλαδή στις ημέρες που ο εργαζόμενος θα απασχοληθεί πάνω από 8 ώρες (και έως 10), απαγορεύεται η εκτέλεση υπερωριών. Υπενθυμίζεται ότι η μόνη αλλαγή που εισάγεται στο σύστημα της διευθέτησης με το νομοσχέδιο, είναι ότι θα μπορεί να εφαρμόζεται και, μετά από αίτηση του εργαζομένου, προκειμένου να εξασφαλίζει, αν το θέλει, περισσότερες ημέρες άδειας, 4ήμερη απασχόληση, κ.λπ. Παρόμοια ρύθμιση ισχύει και από την Οδηγία 2019/1158 της 20ής Ιουνίου 2019, που είχε υπογραφεί από την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ.

- Υπογραμμίζεται για μια ακόμη φορά ότι, σε περίπτωση απόλυσης του εργαζομένου, μετά τη λήξη της περιόδου διευθέτησης, που περιλαμβάνει αυξημένη απασχόληση (π.χ. 2 ώρες επιπλέον ημερησίως), προβλέπεται ρητά ότι οι επιπλέον ώρες εργασίας που δεν αντισταθμίστηκαν με μειωμένη απασχόληση θα πληρωθούν ως υπερωρίες. Υπενθυμίζεται ότι απαγορεύεται και είναι άκυρη απόλυση εργαζομένου, επειδή αρνήθηκε την εφαρμογή της διευθέτησης.

- Η άδεια άνευ αποδοχών δεν προβλεπόταν ως τώρα από διάταξη νόμου, αλλά εφαρμοζόταν, κατόπιν συμφωνίας μεταξύ εργοδότη και εργαζομένου. Το νομοσχέδιο επαναλαμβάνει ότι η άδεια άνευ αποδοχών χορηγείται, κατόπιν συμφωνίας των δύο μερών. Το νομοσχέδιο για λόγους αποτελεσματικότερης λειτουργίας και διαφάνειας του συστήματος "ΕΡΓΑΝΗ" δίνει σαφέστερη θεσμική υπόσταση στην άδεια άνευ αποδοχών και προβλέπει ότι επιπλέον ότι θα αναρτάται στο "ΕΡΓΑΝΗ".

Ορίζεται επίσης ρητά ότι, "μετά τη λήξη της άδειας άνευ αποδοχών, αναβιώνουν τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις των μερών εκ της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας".

- Για πολλοστή φορά, υπενθυμίζεται ότι το πλήθος των επιτρεπόμενων υπερωριών αυξάνεται στις 150 ώρες το χρόνο για όλους τους κλάδους (από 96 που είναι σήμερα στη βιομηχανία και 120 στους λοιπούς κλάδους) και ταυτόχρονα:

Στο πλαίσιο της διευθέτησης του χρόνου εργασίας, η μία από τις δύο ώρες επιπλέον ημερήσιας απασχόλησης θα αφαιρείται από το πλαφόν των 150 ωρών.

Οι υπερωρίες για τις οποίες δεν τηρούνται οι προϋποθέσεις του νόμου θα αμείβονται στο εξής με προσαύξηση 120% αντί για 80%.
  • Η δυνατότητα υπέρβασης του μέγιστου ετήσιου ορίου υπερωριών με άδεια του υπουργείου, προβλέπεται ήδη. Τέτοιες άδειες χορηγήθηκαν και επί ΣΥΡΙΖΑ.
  •  Για τη μερική απασχόληση σημειώνεται ότι ήδη προβλέπεται από τη νομοθεσία η δυνατότητα του μερικώς απασχολούμενου να απασχοληθεί μέχρι πλήρες 8ωρο και να αμειφθεί με προσαύξηση 12% για κάθε ώρα επιπλέον των συμφωνημένων. Π.χ. αν έχει συμφωνήσει 4ωρο, μπορεί να εργαστεί έως 8 ώρες συνολικά και για τις 5η, 6η, 7η και 8η ώρα, θα πάρει προσαύξηση 12%. Το νέο στοιχείο είναι ότι οι επιπλέον ώρες δεν πρέπει αναγκαστικά να είναι συνεχόμενες με τις αρχικές. Για παράδειγμα, κατά τον τρόπο αυτό, ένας μερικώς απασχολούμενος που δουλεύει από τις 12 μ. έως τις 4 μ.μ., θα μπορεί να εργαστεί π.χ. και από τις 8 μ.μ. ως τις 11 μ.μ., με προσαυξημένη αμοιβή και χωρίς να υπερβεί το ημερήσιο 8ωρο. Έτσι, διευκολύνονται οι επιχειρήσεις στην κάλυψη των αναγκών τους και κερδίζουν περισσότερα χρήματα οι μερικώς απασχολούμενοι.
  • Σε σχέση με την προστασία από απολύσεις τονίζεται ότι η μεγάλη πλειονότητα των απολύσεων που φτάνουν στα δικαστήρια αφορούν περιπτώσεις άσκησης νόμιμου δικαιώματος του εργαζομένου. Με το νομοσχέδιο γίνεται ένα μεγάλο βήμα προστασίας των εργαζομένων, καθώς προβλέπεται ρητά ότι οι απολύσεις αυτές είναι άκυρες.
Είναι περιττό εξάλλου να επισημάνουμε ότι δεν υπάρχουν κρυφές διατάξεις του νομοσχεδίου, δεδομένου ότι το πλήρες κείμενο έχει παρουσιαστεί επισήμως και έχει αναρτηθεί σε δημόσια διαβούλευση.

Στο πλαίσιο της διαβούλευσης, το υπουργείο Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων είναι ανοιχτό σε προτάσεις για βελτίωση των διατάξεων, οι οποίες, όμως, θα πρέπει να στηρίζονται σε πραγματικά δεδομένα και όχι σε fake news».