Foreign Policy: Ισχυρή διπλωματική δύναμη η Ελλάδα στην Ανατολική Μεσόγειο
Πώς οι προκλήσεις Ερντογάν και η εκλογή Μπάιντεν έφεραν πιο κοντά Αθήνα και Ουάσινγκτον
Ως μια ισχυρή διπλωματική δύναμη παρουσιάζει την Αθήνα το περιοδικό Foreign Policy παρουσιάζοντας την στάση της χώρας μας απέναντι στην Ανατολική Μεσόγειο. Το άρθρο που δημοσιεύεται περιέχει διθυραμβικά σχόλια για την εξωτερική πολιτική της χώρας μας, την οποία κα υμνεί κάνοντας αναφορές στην αντιμετώπιση των προκλήσεων της Τουρκίας, στην προσέγγιση με την Αίγυπτο αλλά στις πρωτοβουλίες για ειρήνευση στην περιοχή της Παλαιστίνης.
Το αμερικανικό περιοδικό με ειδίκευση στις διεθνείς σχέσεις καταπιάνεται με μία σειρά διπλωματικών κινήσεων της Αθήνας σημειώνοντας χαρακτηριστικά πως η Ελλάδα κάνει επαναφορά στην γεωπολιτική σκακιέρα της ανατολικής Μεσογείου.
Όπως αναφέρει, ο Νίκος Δένδιας, επέστρεψε πρόσφατα από ειρηνευτική αποστολή στο Ισραήλ και την Παλαιστίνη, την ώρα που ο πρωθυπουργός είχε επισκεφτεί την βόρεια Αφρική. Οι κινήσεις αυτές όπως αναφέρει το Foreign Policy, αποτελούν μόνο μικρές πτυχές μίας «ξέφρενης διπλωματικής χρονιάς» για την Ελλάδα. Όπως λέει το περιοδικό, «τον Απρίλιο, για παράδειγμα, η Ελλάδα δάνεισε πυραύλους στη Σαουδική Αραβία, ενώ ο Έλληνας πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης βρέθηκε στην Τρίπολη για να αποκαταστήσει τις διπλωματικές σχέσεις με τη Λιβύη. Ο Νίκος Δένδιας και άλλοι Έλληνες αξιωματούχοι έχουν επίσης πραγματοποιήσει αμέτρητες συζητήσεις με την Αίγυπτο, την Ιορδανία, την Κύπρο και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα».
Διπλωματικό μπαράζ
Το διπλωματικό μπαράζ της Αθήνας ωστόσο δεν στέκεται μόνο στην Ανατολή, αλλά και στην Ευρώπη. Όπως σημειώνει το Foreign Policy, οι σχέσεις με άλλα ευρωπαϊκά κράτη είναι επίσης καλές, με «τη Γαλλία να γίνεται ιδιαίτερα βασικός εταίρος ασφαλείας καθώς συμφώνησε να εφοδιάσει την Αθήνα με πολεμικά αεροπλάνα τον Ιανουάριο και προσέφερε πολεμικά πλοία τον Μάρτιο».
Ιδιαίτερη αναφορά γίνεται και στις σχέσεις με τις ΗΠΑ με το περιοδικό να φιλοξενεί δηλώσεις του υπουργού Εθνικής Άμυνας, Νίκου Παναγιωτόπουλου, ο οποίος χαρακτήρισε τις σχέσεις με τις Ηνωμένες Πολιτείες ως «υψηλό όλων των εποχών». Όμως, η σαφής εστίαση της διπλωματικής ενέργειας της Ελλάδας, όπως τονίζει το Foreign Policy, είναι στη Μεσόγειο.
«Υπάρχει σίγουρα μια νέα 'όρεξη' στην Αθήνα για την περιοχή», δήλωσε ο Ιωάννης Ν. Γρηγοριάδης, επικεφαλής του προγράμματος της Τουρκίας στο Ελληνικό Ίδρυμα Ευρωπαϊκής και Εξωτερικής Πολιτικής στην Αθήνα. «Η Ελλάδα ανακτά την επιρροή της σε μια περιοχή που αγνοεί εδώ και χρόνια» λέει. Πίσω από αυτόν τον νεοαποκτηθέντα ακτιβισμό υπάρχει μια ιδιαίτερα παλιά ανησυχία: η Τουρκία, σημείωνεται.
Η ελληνοτουρκική αντιπαλότητα
Αν και η ελληνοτουρκική αντιπαλότητα και καχυποψία έχουν μακρά ιστορία, το Foreign Policy λέει πως πρέπει να πάμε μόλις δύο δεκαετίες πίσω για να δούμε μία εποχή στην οποία οι σχέσεις των δύο χωρών ήταν κάτι παραπάνω από καλές. «Αφού η Αθήνα και η Κωνσταντινούπολη υπέστησαν τρομερούς σεισμούς το 1999, και οι δύο χώρες εκμεταλλεύτηκαν την ευκαιρία για διπλωματία σεισμών. Ξεκίνησε μια περίοδος προσέγγισης, με το εμπόριο να αυξάνεται και η Ελλάδα να υποστηρίζει την Τουρκία στην φιλοδοξία της να ενταχθεί στην Ευρωπαϊκή Ένωση», αναφέρει το δημοσίευμα.
Ωστόσο τα τελευταία χρόνια οι εντάσεις μεταξύ Αθήνας και Άγκυρας είναι έντονες. Μία σειρά από διαφορετικά ζητήματα που προέκυψαν πέρσι, λειτούργησαν ως «αφύπνιση για την ελληνική διπλωματία», δήλωσε χαρακτηριστικά ο Δημήτριος Τριανταφύλλου, διευθυντής του Κέντρου Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών στο Πανεπιστήμιο Kadir Has της Κωνσταντινούπολης.
Οι όποιες συνομιλίες είχαν οι δύο χώρες σταμάτησαν το 2016, όταν και όπως υπενθυμίζει το Foreign Policy, ο Τούρκος πρόεδρος, Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, αμφισβήτησε δημοσίως τη Συνθήκη της Λωζάννης του 1923, τη διεθνή συμφωνία που έθεσε τα όρια της σύγχρονης Τουρκίας.
Η τοποθετήσεις αυτές έδωσαν τον τόνο για το τι θα ακολουθούσε αφού πλέον η Άγκυρα αμφισβητούσε ευθέως τα θαλάσσια σύνορα της χώρας μας αλλά και της Κύπρου.
Η πρόκληση της Άγκυρας
«Το τελευταίο καρφί στο φέρετρο της όποιας ελληνοτουρκικής προσέγγισης είχε επιζήσει μπήκε τον Φεβρουάριο του 2020», όταν η Τουρκία άνοιξε τα χερσαία σύνορά της με την Ελλάδα στους πρόσφυγες, λέει το περιοδικό. «Αυτό γύρισε πράγματι μπούμερανγκ στην Άγκυρα. Δημιούργησε την εντύπωση στην Ελλάδα, ακόμη και μεταξύ των μετριοπαθέστερων Ελλήνων ότι η Τουρκία επιχειρούσε έφοδο στα σύνορα», λέει ο κ. Τριανταφύλλου.
Η κυβέρνηση Μητσοτάκη αντιλήφθηκε αυτή τη στάση της ελληνικής κοινής γνώμης και αντέδρασε αρχίζοντας να οικοδομεί και να αναπτύσσει σχέσεις με περιφερειακές δυνάμεις που επίσης ανησυχούν για την τουρκική πολιτική κι ένα από τα αποτελέσματα αυτών των προσπαθειών της Αθήνας ήταν το Ενεργειακό Φόρουμ Ανατολικής Μεσογείου με τη σύμπραξη Κύπρου, Αιγύπτου, Γαλλίας, Ελλάδας, Ισραήλ, Ιταλίας, Ιορδανίας και Παλαιστινιακής Αρχής, την ΕΕ και τις ΗΠΑ με καθεστώς παρατηρητή και τα ΗΑΕ ως υποψήφιο μέλος. «Αν και το φόρουμ αυτό αφορά κυρίως στην εκμετάλλευση του φυσικού αερίου της Ανατολικής Μεσογείου, έστειλε στην Άγκυρα το μήνυμα ότι η Ελλάδα (και η Κύπρος) δεν είναι μόνες τους», σημειώνει το Foreign Policy.
Οι κινήσεις Μητσοτάκη
Την ίδια ώρα, η κυβέρνηση Μητσοτάκη βρήκε βηματισμό σε ένα ακόμα ζήτημα που προκαλούσε προβλήματα στην περιοχή της Μεσογείου. Στις αρχές Απριλίου επίσης, ο πρωθυπουργός επισκέφθηκε την Τρίπολη και αποκατέστησε τις διπλωματικές σχέσεις με τη Λιβύη. «Παράλληλα, ξεκίνησε μια συζήτηση με την προσωρινή κυβέρνηση της Λιβύης σχετικά με το αμφιλεγόμενο τουρκολυβικό μνημόνιο του 2019», λέει το περιοδικό και συμπληρώνει πως οι δύο πλευρές Συμφώνησαν να πραγματοποιήσουν περαιτέρω συνομιλίες για το θέμα.
Παράλληλα, το αμερικανικό περιοδικό σημειώνει πως η Αθήνα εργάζεται για την ανάπτυξη της σχέσης της με το Παρίσι, το οποίο έχει θεωρήσει την Τουρκία ως απειλή για την περιφερειακή σταθερότητα -και για την εγχώρια ασφάλεια-, καθώς η Γαλλία ανησυχεί για την Τουρκία ότι προκαλεί τους μουσουλμάνους της Γαλλίας. Το 2020, η Γαλλία συμφώνησε να πουλήσει μαχητικά αεροσκάφη Rafale και ναυτικές φρεγάτες στην Ελλάδα και από τότε έχει συμμετάσχει σε πολλές κοινές στρατιωτικές ασκήσεις.
Ο ρόλος των ΗΠΑ
Επίσης, δεν θα μπορούσε να μην γίνει αναφορά στην εκλογή του Τζο Μπάιντεν στην προεδρία των ΗΠΑ η οποία και έδωσε ώθηση στις σχέσεις μεταξύ Ελλάδας και Ηνωμένων Πολιτειών. Όπως λέει το Foreign Policy, «ο νέος πρόεδρος αναμένεται να είναι πιο αυστηρός απέναντι στην Τουρκία. Για παράδειγμα, μετά τις εκλογές, ο Μπάιντεν δεν τηλεφώνησε καν στον Ερντογάν μέχρι τις 23 Απριλίου, και μόνο τότε για να πει στον Τούρκο ηγέτη ότι επρόκειτο να αναγνωρίσει τη γενοκτονία των Αρμενίων».
Σημειώνεται επίσης πως μια νέα διμερής συμφωνία στρατιωτικής συνεργασίας πρόκειται να υπογραφεί μεταξύ της Αθήνας και της Ουάσινγκτον αυτό το καλοκαίρι, με τη βάση των ΗΠΑ στον κόλπο της Σούδας στην Κρήτη να αναμένεται να επεκταθεί. «Όλα αυτά έχουν ενθουσιάσει την Αθήνα και έδωσαν ένα μήνυμα ότι η ΕΕ και οι ΗΠΑ βλέπουν σήμερα την Ελλάδα ως πλήρες μέλος του συλλόγου», δήλωσε ο Ian Lesser, αντιπρόεδρος του German Marshall Fund στις Βρυξέλλες.
Σύμφωνα με τον κ. Γρηγοριάδη η Ελλάδα κατάφερε να κάνει αυτές τις κινήσεις «λόγω των αποτυχιών της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής. Πριν από χρόνια θα ήταν πολύ πιο δύσκολο για την Αίγυπτο ή το Ισραήλ να συμπράξουν με την Ελλάδα υπό το φόβο της αποξένωσης της Τουρκίας».