Πριν από τις εκλογές του 2019, που ανέδειξαν νικήτρια τη Νέα Δημοκρατία και πρωθυπουργό τον Κυριάκο Μητσοτάκη, όλα τα ευρήματα των δημοσκοπήσεων που προανήγγελλαν τη «γαλάζια» νίκη είχαν προκαλέσει την αντίδραση του κ. Τσίπρα. O οποίος, τελικώς, είχε αναγκαστεί να στείλει ένα απολογητικό SMS για τις προηγούμενες αμφισβητήσεις του όσον αφορά τα ευρήματα των ερευνών που αναδείκνυαν την ήττα του ΣΥΡΙΖΑ.

Οπως όμως τότε, έτσι και τώρα, οι έρευνες για τις τάσεις του εκλογικού σώματος συνεχίζουν να αποκαλύπτουν μια αξιοσημείωτη αντοχή του ΣΥΡΙΖΑ σε σχέση με τη ζημία που ως κυβέρνηση είχε επιφέρει στην ελληνική κοινωνία. Αν το εκλογικό σώμα δεν είχε καταγράψει τη ζημία αυτή της αριστερής διακυβέρνησης, ασφαλώς και δεν θα τη μετουσίωνε σε αρνητική ψήφο για τον κ. Τσίπρα στις προηγούμενες εκλογές.

Αν, μάλιστα, λάβουμε υπόψη και την παλαιότερη παρατήρηση του αρχηγού της αξιωματικής αντιπολίτευσης, ότι «δεν είναι όλοι δικοί μας ψηφοφόροι αυτοί που μας ανέβασαν από το 4,5% στο 36%», προκύπτει ένα σοβαρό, κοινωνιολογικής φύσεως ερώτημα: Τι δεν έχει καταλάβει το τμήμα εκείνο της ελληνικής κοινωνίας που εξακολουθεί -δημοσκοπικά τουλάχιστον- να διατηρεί τη συγκεκριμένη Αριστερά μεταξύ 20% και 24%, όπως δείχνουν οι τελευταίες δημοσκοπήσεις;

Πράγματι, σε τρεις δημοσκοπήσεις μέσα στον Μάιο και σε πέντε τον Απρίλιο τα ποσοστά του ΣΥΡΙΖΑ στην πρόθεση ψήφου κυμαίνονται από 20,1% έως 24,5%.

Σημειώνεται, πάντως, ότι σε κάθε περίπτωση που ανεβαίνουν τα ποσοστά του ΣΥΡΙΖΑ εμφανίζονται ανεβασμένα και αυτά της Ν.Δ., με αποτέλεσμα να παραμένει σημαντικά μεγάλη η διαφορά και να επιβεβαιώνεται το γεγονός ότι το κόμμα αυτό της Αριστεράς δεν μπορεί να καρπωθεί την όποια φυσιολογική φθορά μπορεί να εμφανίζει η κυβέρνηση.

Την παραδοξότητα, για πολλούς, των σχετικά υψηλών ποσοστών του ΣΥΡΙΖΑ ενισχύει και το γεγονός ότι όλα τα επιμέρους ποιοτικά στοιχεία είναι τελείως επιβαρυντικά για το κόμμα της Κουμουνδούρου, ενώ και η αξιολόγηση του κ. Τσίπρα σε ποσοστό απέχει από αυτήν του κ. Μητσοτάκη πολύ περισσότερο από τη διαφορά που καταγράφεται μεταξύ των δύο κομμάτων.

Η απορία αυτή δεν θέλει να αμφισβητήσει ούτε βεβαίως τις δημοσκοπήσεις, που έχουν δικαιωθεί και εκλογικά, αλλά ούτε και την εκλογική βούληση όσων εκφράζονται υπέρ του ΣΥΡΙΖΑ ακόμη.

Η μία εκδοχή είναι -αν θέλουμε να δώσουμε κάποια ερμηνεία- ότι το υπέρ ΣΥΡΙΖΑ τμήμα της κοινωνίας που εξακολουθεί να πιστεύει στο κόμμα αυτό και στον αρχηγό του επιμένει να διακατέχεται από τα λεγόμενα αντιδεξιά σύνδρομα ή δεν συμπαθεί τον σημερινό αρχηγό της Ν.Δ., λ.χ. Ομως τότε, το τμήμα αυτό της ελληνικής κοινωνίας ενδέχεται να κάνει άθελά του και για ξεπερασμένους από τη συγκυρία και την πραγματικότητα ιδεολογικούς λόγους ένα σοβαρό λάθος: βάζει τα συμφέροντά του -τα οποία υπέστησαν ζημίες από την αριστερή διακυβέρνηση- κάτω από συναισθηματισμούς ή ιδεολογικές εμμονές, που, ειδικώς σε περίοδο κρίσεων, ακυρώνονται ακριβώς από την ίδια την κρίση.

Που στηρίζουν τις ελπίδες τους;


Εξίσου παράδοξο είναι ότι οι δημοσκοπικά παραμένοντες στις τάξεις του ΣΥΡΙΖΑ ψηφοφόροι, ενώ δεν δοκιμάζουν μία άλλη λύση -ακόμα και αν δεν μπορεί κανείς να τους εξασφαλίσει ότι η άλλη λύση θα είναι επιτυχημένη-, επιμένουν να στηρίζουν τις ελπίδες τους στην κυβερνητική προοπτική ενός κόμματος που:

  • Απέτυχε να διαχειριστεί κρίσεις που επηρεάζουν άμεσα την κοινωνία, όπως είναι, λ.χ., οι φυσικές καταστροφές σε Δυτική και Ανατολική Αττική, που είχαν εκατόμβη νεκρών.
  • Οδήγησε σε χρεοκοπία μια εμβληματική για την ελληνική οικονομία ΔΕΚΟ, τη ΔΕΗ, με σοβαρούς κινδύνους για την ηλεκτροδότηση της χώρας.
  • Κατόρθωσε να εκτινάξει την εγκληματικότητα, σύμφωνα με τις ετήσιες εκθέσεις της ΕΛ.ΑΣ.
  • Επίσης, κατόρθωσε να διασύρει διεθνώς τη χώρα στην υπόθεση του Μεταναστευτικού.
  • Αφάνισε οικονομικά την ελληνική κοινωνία με σειρά μέτρων και το πρωτοφανές κλείσιμο των τραπεζών με τα capital controls.
Μία τελική ερμηνεία, με βάση πάντοτε τη διατήρηση από μέρους της κοινωνίας αντιδεξιών αντανακλαστικών και ριζοσπαστικών τάσεων, είναι ότι ακόμα και όσοι εξ αυτών θα ήθελαν να κατευθυνθούν σε άλλο κόμμα, κανένας από τους σχηματισμούς που θα μπορούσαν να είναι εναλλακτικές λύσεις γι’ αυτούς δεν τους ικανοποιεί. Γι’ αυτό και το μεν ΚΙΝ.ΑΛ. είναι καθηλωμένο σε ποσοστά, ενώ το ΜέΡΑ25 κινδυνεύει να μην είναι στην επόμενη Βουλή.