Με τον τίτλο «Πώς ο έλληνας πρωθυπουργός επεξεργάζεται, παρά τον κορονοϊό, τη μεταρρυθμιστική ατζέντα του» , η γερμανική οικονομική εφημερίδα Handelsblatt αναφέρεται στις προκλήσεις που επίκεινται κατά το δεύτερο μισό της τετραετίας, τονίζοντας ωστόσο ότι ο πρωθυπουργός «δύο χρόνια μετά την εκλογή του, είναι πιο εδραιωμένος παρά ποτέ».

«Σίγουρα ο Μητσοτάκης δεν είχε φανταστεί έτσι τη θητεία του, όταν πριν από δύο χρόνια, στις 8 Ιουλίου 2019, παρουσίαζε το υπουργικό του συμβούλιο. Η μία κατάσταση έκτακτης ανάγκης διαδεχόταν την άλλη: πρώτα η προσφυγική κρίση στα ελληνοτουρκικά σύνορα, μετά η σύγκρουση με την Τουρκία για τα κοιτάσματα φυσικού αερίου στη Μεσόγειο. Η διαμάχη έφερε πέρυσι το καλοκαίρι τους δύο εχθρευόμενους γείτονες στα πρόθυρα πολέμου», αναφέρει η εφημερίδα και υπογραμμίζει ότι σ’ όλα αυτά προστέθηκε το συνεχές άγχος για την πανδημία του νέου κορονοϊού. «Η πανδημία έπληξε την Ελλάδα σε μια ιδιαίτερα δύσκολη φάση: Η χώρα είχε μόλις αρχίσει να ανακάμπτει από τις συνέπειες της δεκαετούς κρίσης χρέους και της πλέον μακροχρόνιας ύφεσης της μεταπολεμικής περιόδου. Τα lockdowns έριξαν τους Έλληνες και πάλι στην ύφεση. Το 2020 η οικονομία συρρικνώθηκε κατά 8%» του ΑΕΠ, εξηγεί.

Παρά τις οικονομικές αναταράξεις, συνεχίζει ο συντάκτης, «η Ελλάδα σήμερα στέκει σήμερα πολιτικά πιο σταθερά από οποτεδήποτε στα τελευταία δέκα χρόνια». Κανείς δε μιλάει πλέον για Grexit, επισημαίνει. «Η μονοκομματική κυβέρνηση του Μητσοτάκη στηρίζεται σε απόλυτη πλειοψηφία 158 εδρών από το σύνολο των 300 στη Βουλή», εξηγεί και αναφέρει ότι «η νέα σταθερότητα αντικατοπτρίζεται και στις δημοσκοπήσεις», με τη Νέα Δημοκρατία να διευρύνει το προβάδισμά της έναντι του ΣΥΡΙΖΑ στο 16%, διπλασιάζοντας την απόσταση μετά τις εκλογές του 2019. «Ένας από τους λόγους είναι πιθανόν η διαχείριση της κρίσης του κορονοϊού. Η Ελλάδα αντιμετώπισε καλύτερα την πανδημία από πολλές άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Μέσα σε λίγους μήνες, η κυβέρνηση τριπλασίασε τον αριθμό των κλινών στις εντατικές. Για την καλά οργανωμένη εμβολιαστική καμπάνια της η Ελλάδα εισέπραξε διεθνώς πολλούς επαίνους», προσθέτει και αναφέρεται στην μεταρρυθμιστική ατζέντα την οποία επεξεργάζεται ο πρωθυπουργός, παρά την πανδημία, με στόχο την ανακούφιση των επιχειρήσεων και των μεσαίων εισοδημάτων, κάνοντας λόγο για την επίσπευση της απολιγνιτοποίησης, την μεταρρύθμιση της εργατικής νομοθεσίας, τις επικείμενες μεταρρυθμίσεις στις συντάξεις και στην παιδεία.

«Αλλά και στην προσωπική σύγκριση με τον προκάτοχό του της ριζοσπαστικής αριστεράς Αλέξη Τσίπρα, ο Μητσοτάκης παίρνει καλή βαθμολογία», επισημαίνει ο δημοσιογράφος και αναφέρεται σε πρόσφατη δημοσκόπηση, στην οποία το 53,4% δήλωσε ότι ο Κυριάκος Μητσοτάκης είναι καταλληλότερος πρωθυπουργός, έναντι 25,8% που επέλεξε τον αντίπαλό του. «Ακόμα και ο ένας στους πέντε ψηφοφόρους του ΣΥΡΙΖΑ θεωρεί τον συντηρητικό Μητσοτάκη καλύτερο πρωθυπουργό. Αυτό δείχνει ότι πατάει σε ευρεία βάση», σημειώνει η γερμανική εφημερίδα και αναλύει τις καταβολές της οικογένειας του πρωθυπουργού και το βιογραφικό του ιδίου.

«Μερικοί θεώρησαν τον Μητσοτάκη εκπρόσωπο της παλιάς, παρωχημένης πολιτικής ελίτ. Ο ίδιος θεωρεί τον εαυτό του εκσυγχρονιστή. Άνοιξε την προηγουμένως αυστηρά συντηρητική ΝΔ στο κέντρο. Ορισμένοι από τους στενότερους συμβούλους του προέρχονται από την ελληνική σοσιαλδημοκρατία. Οι συνεργάτες του περιγράφουν τον Μητσοτάκη ως ‘απαιτητικό ομαδικό παίκτη’. Ο πρόεδρος - λένε - δεν χαρίζεται στον εαυτό του, απαιτεί όμως πολλά κι από εκείνους που συνεργάζονται με αυτόν», συνεχίζει το άρθρο και στα πλεονεκτήματα του κ. Μητσοτάκη, σε ό,τι αφορά τη διεθνή εικόνα, συγκαταλέγει τις σπουδές του στα Πανεπιστήμια Harvard και Stanford, τα αγγλικά χωρίς προφορά, την άπταιστη γνώση γαλλικών και γερμανικών.

Για το δεύτερο ήμισυ της θητείας της κυβέρνησης, ο συντάκτης του δημοσιεύματος εκτιμά ότι θα μπορούσε να αποδειχθεί ακόμη πιο απαιτητικό από το πρώτο, λόγω των οικονομικών συνεπειών της πανδημίας και εξηγεί ότι ο πρωθυπουργός στηρίζει τις ελπίδες του για ανάκαμψη της οικονομίας στο πρόγραμμα «Greece 2.0», με έργα που θα υλοποιηθούν με κεφάλαια από το ευρωπαϊκό ταμείο Ανασυγκρότησης, από το οποίο η Ελλάδα αναμένει 30,5 δισεκατομμύρια ευρώ. Μια από τις μεγαλύτερες προκλήσεις θα είναι η μείωση του ακόμη πολύ υψηλού ποσοστού ανεργίας (16%), αναφέρει ο δημοσιογράφος και καταλήγει ότι «από αυτό θα εξαρτηθεί σημαντικά το αν ο Μητσοτάκης θα μπορέσει να υπερασπιστεί την ηγεσία του τα επόμενα δύο χρόνια, μέχρι τις επόμενες εκλογές του 2023».