Μια παρόμοια φράση της Μελίνας Μερκούρη - ελαφρά παραλλαγμένη - με την οποία απευθυνόταν στον Ανδρέα Παπανδρέου , τότε που το ΠΑΣΟΚ είχε χάσει τη λάμψη του και φαινόταν ότι θα ηττηθεί στις εκλογές του 1989,  χρησιμοποίησε ο ευρωβουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ, Στέλιος Κούλογλου, θέλοντας να κρούσει τον κώδωνα του κινδύνου για τη δημοσκοπική καθήλωση του κόμματος της αξιωματικής αντιπολίτευσης, αλλά και την αδυναμία της να κερδίσει ακόμη και από τη φυσιολογική φθορά των δύο χρόνων διακυβέρνησης.

Με αφορμή τις δημοσκοπήσεις, ο ευρωβουλευτής σε άρθρο του στο tvxs αναφέρει μεταξύ άλλων ότι «το σκάφος δεν έχει σταθερή πορεία» καθώς και ότι «Η κατάσταση είναι εξαιρετικά κρίσιμη, γιατί ο ΣΥΡΙΖΑ μπορεί σταδιακά να απολέσει τη θέση του, ως εναλλακτική λύση. Είτε θα προχωρήσει σε ριζική επανεκκίνηση ή αναπόφευκτα κάποιος άλλος σχηματισμός θα καλύψει το κενό».

«Ο ΣΥΡΙΖΑ έχει αρχίσει να μην αρέσει ήδη από το 2016, αλλά το 32% του 2019 θόλωσε την εικόνα. Από τότε, δύο χρόνια χωρίς τις αναγκαίες ριζοσπαστικές αλλαγές και με ένα είδος κομματικού lockdown, έχουν πλέον ξεκαθαρίσει το τοπίο» αναφέρει μεταξύ άλλων, προσθέτοντας πως «Η κυβέρνηση φθείρεται δυσανάλογα λίγο, συγκριτικά με τα λάθη και τις παλινωδίες της. Και από την όποια φθορά, δεν κερδίζει ο ΣΥΡΙΖΑ».

«Η τελευταία δημοσκόπηση της Prorata στην ΕφΣυν, επιβεβαιώνει ότι ξέρουμε από όλες τις μετρήσεις. Η διαφορά της ΝΔ σταθεροποιείται», σημειώνει δίνοντας έμφαση στα ποιοτικά στοιχεία που κατά διαστήματα επικαλείται επισήμως ο ΣΥΡΙΖΑ αλλά με διαφορετική ανάγνωση.

Ολόκληρο το άρθρο του Στέλιου Κούλογλου

Ηφράση του τίτλου- χωρίς το ερωτηματικό- ανήκει στη Μελίνα Μερκούρη και απευθυνόταν στον Ανδρέα Παπανδρέου, τότε που το ΠΑΣΟΚ είχε χάσει τη λάμψη του και φαινόταν ότι θα ηττηθεί στις εκλογές του 1989. Οι συγκρίσεις που κατά καιρούς γίνονται ανάμεσα στο ΠΑΣΟΚ του τότε και τον σημερινό ΣΥΡΙΖΑ και τους ηγέτες τους δεν στέκουν, για χίλιους λόγους. Μήπως η φράση της Μελίνας έχει κάποια σχέση;

Ο ΣΥΡΙΖΑ έχει αρχίσει να μην αρέσει ήδη από το 2016, αλλά το 32% του 2019 θόλωσε την εικόνα. Από τότε, δύο χρόνια χωρίς τις αναγκαίες ριζοσπαστικές αλλαγές και με ένα είδος κομματικού lockdown, έχουν πλέον ξεκαθαρίσει το τοπίο. Η κυβέρνηση φθείρεται δυσανάλογα λίγο, συγκριτικά με τα λάθη και τις παλινωδίες της. Και από την όποια φθορά, δεν κερδίζει ο ΣΥΡΙΖΑ. Η τελευταία δημοσκόπηση της Prorata στην ΕφΣυν, επιβεβαιώνει ότι ξέρουμε από όλες τις μετρήσεις. Η διαφορά της ΝΔ σταθεροποιείται.

Είναι γεγονός ότι η πανδημία ενίσχυσε το μητσοτακικό στρατόπεδο και έφερε σε αμηχανία την αντιπολίτευση. Είναι επίσης σωστό ότι διεθνώς, αριστερά και κεντροαριστερά έχουν απώλειες και από αυτήν την άποψη τα περισσότερα ευρωπαϊκά κόμματα θα ζήλευαν τα σημερινά δημοσκοπικά ποσοστά του ΣΥΡΙΖΑ, αν και εμφανίζονται μειωμένα από τα εκλογικά.

Πέρα όμως από την πρόθεση ψήφου, που συχνά μπερδεύει, πρέπει να δούμε τα ποιοτικά στοιχεία. Η ΝΔ προηγείται και σήμερα, στις μετρήσεις, στην ικανότητα για την επίλυση προβλημάτων, που ευνοούσαν πάντα την αριστερά: υγεία, εκπαίδευση, κοινωνική ασφάλιση. Αυτό το φαινόμενο εντάθηκε τα τελευταία χρόνια της διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ, για την οποία δεν έχει γίνει ουσιαστικός απολογισμός.

Το αντι-Σύριζα μέτωπο ενισχύθηκε πολύ από τα ΜΜΕ, αλλά η βασική ευθύνη ανήκει , πέρα από τους εξαναγκασμούς των μνημονίων, στον τρόπο που κυβερνήθηκε η χώρα. Ούτε αυτό έχει εξεταστεί. Οι αδυναμίες δεν έχουν εντοπιστεί και τα καλά που έγιναν δεν έχουν επαρκώς αναδειχθεί. Είναι το επικοινωνιακό Βατερλό που λέγαμε.

Η ευκαιρία μιας μεγάλης, ανοιχτής ανασυγκρότησης των οργανωμένων δυνάμεων του κόμματος και των συμμάχων του μετά την εκλογική ήττα, χάθηκε επίσης. Εν μέσω πανδημίας και κυβερνητικών αθλιοτήτων στο ΕΣΥ, γίνονται εκλογές σε νοσοκομεία εκατοντάδων υγειονομικών και ο ΣΥΡΙΖΑ δεν κερδίζει ούτε το 5%, αν και έχει διοικήσει τα νοσοκομεία- ή μπορεί ακριβώς επειδή έχει διοικήσει. Ελάχιστες είναι οι προσπάθειες για την εξεύρεση στελεχών σε τοπικό επίπεδο, με ορίζοντα τις επόμενες αυτοδιοικητικές εκλογές. Υποψήφιοι προσκείμενοι στον ΣΥΡΙΖΑ, που έφεραν ικανοποιητικά εκλογικά ποσοστά στις τελευταίες εκλογές, έχουν εγκαταλειφθεί.

Η παραπάνω φωτογραφία είναι από οργάνωση του ΣΥΡΙΖΑ που στεγάζεται στο κεντρικότερο σημείο της πόλης, έξω από την Εθνική Τράπεζα. Το ενημερωτικό ταμπλό, που έχει στηθεί έξω από τα γραφεία, στο πιο πολυσύχναστο μέρος, ανανεώνεται κάθε τετράμηνο- και αν. Η φωτογραφία αυτή, που τραβήχτηκε στις 20 Φεβρουαρίου του 2021, αναφέρεται σε μια παρέμβαση του Οκτωβρίου του 2020!

Δεν ξέρω τι έγινε στη συγκεκριμένη οργάνωση. Αλλά σε πολλές άλλες, τα μέλη τους πήραν πρόσφατα μέρος σε εσωκομματικές διεργασίες, που συχνά θύμιζαν τη φραξιονιστική πάλη χωρίς αρχές που διαβάζαμε ότι ταλάνιζε στο ΚΚΕ 100 χρόνια πριν, παρά μια συντροφική, γόνιμη ανταλλαγή απόψεων για το μέλλον του ΣΥΡΙΖΑ, το πρόγραμμα του και το αναγκαίο άνοιγμα στην κοινωνία και τους άξιους ανθρώπους εκτός κόμματος. Τα θαύματα, όπως αυτό του 2015, σπάνια επαναλαμβάνονται: χρειάζονται γερές βάσεις στην κοινωνία, όχι μόνο για να κερδίσεις τις εκλογές αλλά και να μπορέσεις να κυβερνήσεις.

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η άνοδος του ΣΥΡΙΖΑ στην εξουσία δεν θα είχε υπάρξει χωρίς τη χαρισματική φυσιογνωμία του προέδρου του, o οποίος αναγνωρίζεται διεθνώς, από φίλους και αντίπαλους. Η ίδια η Μέρκελ τρέφει για τον ίδιο ιδιαίτερη εκτίμηση, όχι για τις απόψεις του αλλά για την προσωπικότητα και την εντιμότητα του. Και το ίδιο συχνά ακούς από άλλους ξένους ηγέτες.

Ο Αλέξης Τσίπρας πήρε ένα κόμμα του 3%, πολλαπλασίασε το εκλογικό ποσοστό του και το έφερε στην κυβέρνηση. Κριτικές προς το πρόσωπο του διατυπώνονται , αλλά η ηγετική του θέση δεν αμφισβητείται από κανένα. Και αυτό το ζηλευτό για κάθε κόμμα προνόμιο, δεν έχει αξιοποιηθεί στην κατεύθυνση της δημιουργίας μιας στιβαρής ηγετικής ομάδας, με τα καλύτερα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ και της Προοδευτικής Συμμαχίας.

Ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ, που είχε αρχίσει να σπαταλά πολιτικό κεφάλαιο-κάτι εύκολα εξηγήσιμο λόγω της συνθηκολόγησης του 2015- έχασε ακόμη περισσότερο τα 2 τελευταία χρόνια. Το σκάφος δεν έχει σταθερή πορεία και ψάχνεται. Μια σειρά από ευκαιρίες για επίδειξη ηγετικού προφίλ χάθηκαν. Είναι άδικο για τον Α. Τσίπρα, που έχει ξεχωριστές πολιτικές ικανότητες και ακεραιότητα χαρακτήρα, να υστερεί τόσο σε «καταλληλότητα πρωθυπουργού» από τον Κ.Μητσοτάκη. Αλλά αυτή είναι η πραγματικότητα.

Στο μεταξύ, ο αντίπαλος έχει την πλήρη υποστήριξη της άρχουσας τάξης, που θέλει να τελειώσει με τη μεταπολίτευση και να αναδιοργανώσει το κοινωνικό σκηνικό. Αυτή η ειδικού -στρατηγικού- σκοπού κυβέρνηση Μητσοτάκη, έχει για αυτό τον λόγο πρόγραμμα και στόχους, ισχυρό ενημερωτικό επιτελείο και δουλεύει σκληρά και επαγγελματικά. Δεν στηρίζεται σε ερασιτεχνικές προσπάθειες ή στο φιλότιμο κάποιων στελεχών. Το μειωμένο ωράριο και η εβδομάδα πέντε εργάσιμων είναι διεκδίκηση για τους απλούς εργαζόμενους, όχι για μια αποφασισμένη πολιτική ομάδα που θέλει να επιστρέψει στην εξουσία.

Η κατάσταση είναι εξαιρετικά κρίσιμη, γιατί ο ΣΥΡΙΖΑ μπορεί σταδιακά να απολέσει τη θέση του, ως εναλλακτική λύση. Είτε θα προχωρήσει σε ριζική επανεκκίνηση ή αναπόφευκτα κάποιος άλλος σχηματισμός θα καλύψει το κενό.

Το νέο πρόγραμμα που εγκρίθηκε στην πρόσφατη Συνδιάσκεψη είναι προς τη σωστή κατεύθυνση, αλλά δεν αρκεί. Χρειάζονται κινήσεις επανάκτησης της αξιοπιστίας και ενίσχυσης του προφίλ του προέδρου του, ο οποίος με τη σειρά του πρέπει να δείξει καθαρά στους πολίτες πώς σχεδιάζει να κυβερνήσει και με ποιο, ανανεωμένο, πολιτικό προσωπικό.

Οι πρόσφατες μαζικές συγκεντρώσεις στις οποίες μίλησε ο Α. Τσίπρας, δείχνουν ότι μια σημαντική μερίδα πολιτών βλέπει πάντα στην αριστερά τη μοναδική ελπίδα για μια δικαιότερη και πιο δημοκρατική κοινωνία. Κανείς δεν έχει το δικαίωμα να τους απογοητεύσει. O ΣΥΡΙΖΑ και ο πρόεδρος του εξακολουθούν λοιπόν να αρέσουν σε μια μερίδα ψηφοφόρων, όπως άλλωστε και το ΠΑΣΟΚ που κέρδισε το 1989 το 39%. Αλλά αυτοί οι πολίτες δεν συγκροτούν την απαραίτητη πλειοψηφία που «έστω και με ένα ψήφο» θα κερδίσει τις επόμενες εκλογές και θα αποτελέσει τη βάση μιας προοδευτικής διακυβέρνησης.

Σε όλες τις μετρήσεις οι ψηφοφόροι δηλώνουν ότι θα προτιμούσαν μια κυβέρνηση ΝΔ από μια του ΣΥΡΙΖΑ. Αυτό αποτελεί ιστορική εξαίρεση στον παγκόσμιο νόμο περί κυβερνητικής φθοράς και μάλιστα απέναντι σε μια τέτοια αλλοπρόσαλλη κυβέρνηση. Όσο περισσότερο αποδεικνύεται ανίκανη και αλαζονική, τόσο τα περιθώρια παρέμβασης μεγαλώνουν. Το παιχνίδι δεν έχει χαθεί, αλλά η αλλαγή δεν θα έρθει αυτόματα. Για να ξεκινήσει μια νέα πορεία πρέπει να απαντηθεί το ερώτημα «Γιατί Πρόεδρε δεν αρέσουμε όπως παλιά;» και να ληφθούν οι ανάλογες μεγάλες αποφάσεις.