Mε συµπληρωµένους πλέον 27 µήνες από τις εκλογές του Ιουλίου 2019, οι αποτυπώσεις των δηµοσκοπήσεων, πέρα από τη συγκριτικά µεγάλη υπεροχή της Ν.Δ. έναντι του ΣΥΡΙΖΑ, καταγράφουν ένα ενδιαφέρον γενικότερο συµπέρασµα.

Παρότι οι βασικές παράµετροι της εκλογικής επιρροής δεν φαίνεται να έχουν µεταβληθεί σηµαντικά σε σχέση µε τις εκλογές, είναι χαρακτηριστικό ότι όλα τα κοινοβουλευτικά κόµµατα εµφανίζονται σήµερα λίγο-πολύ ανοδικά, µε µοναδική εξαίρεση τον ΣΥΡΙΖΑ.

Πράγµατι, όπως φαίνεται στο Γράφηµα 1, η Ν.Δ. καταγράφεται σήµερα 2% ψηλότερα σε σχέση µε την αντίστοιχη προεκλογική της αποτύπωση και ο ΣΥΡΙΖΑ 1,7% χαµηλότερα, αλλά εξίσου σηµαντικό είναι ότι υπάρχει ανοδική καταγραφή για όλα τα υπόλοιπα κόµµατα που εκπροσωπούνται σήµερα στο Κοινοβούλιο. Όλοι ανεβαίνουν και ο ΣΥΡΙΖΑ πέφτει, θα έλεγε κανείς, χωρίς να αγνοείται επίσης ότι αρνητικό πρόσημο υπάρχει και για τα «Λοιπά κόµµατα <3%» σε ποσοστό πάντως (3,1%) που εξισώνεται σε µεγάλο βαθµό µε το 2,9% της Χρυσής Αυγής το 2019, ενώ η µικρή µείωση σήµερα των αναποφάσιστων ψηφοφόρων (0,5%) ουσιαστικά βεβαιώνει ότι οι σηµερινές αποτυπώσεις, αν µη τι άλλο, δεν είναι λιγότερο συγκεχυµένες από αυτές µίας προεκλογικής περιόδου. Συµπέρασµα µάλλον εντυπωσιακό και αντίθετο απ’ ό,τι θα ανέµενε κανείς στο χρονικό µέσο κοινοβουλευτικής περιόδου.



Θα πρέπει στο σηµείο αυτό να εξηγηθεί ότι τα συγκεκριµένα στοιχεία προκύπτουν σε ένα οµοειδές περιβάλλον µέσου όρου τριών εταιρειών (MRB, Metron, Pulse) συγκρίνοντας τις πιο πρόσφατες αποτυπώσεις τους (τέλη του προηγούµενου µήνα) µε τις προεκλογικές ενδείξεις των ίδιων εταιρειών το 2019. Σηµειώνεται, ότι η επιλογή των συγκεκριµένων εταιρειών δεν γίνεται τυχαία, αλλά οφείλεται στο γεγονός ότι και οι τρεις είχαν προσεγγίσει ικανοποιητικά το εκλογικό αποτέλεσµα, εντοπίζοντας τη διαφορά της τάξης των 8 µονάδων που πράγµατι σηµειώθηκε στις εκλογές. Με τη λεγόµενη, µάλιστα, αναλογική κατανοµή των αναποφάσιστων στα προεκλογικά στοιχεία του Γραφήµατος 1 θα προσεγγιζόταν µε µεγαλύτερη ακρίβεια η ακριβής διαφορά του 8,3%.

Η αναλογική κατανοµή των αναποφάσιστων είναι η απλούστερη τεχνική που µπορεί να χρησιµοποιήσει κανείς, αν θέλει να δει ενδεικτικά πως θα µπορούσαν να µεταφραστούν τα στοιχεία πρόθεσης ψήφου σε τελικό εκλογικό αποτέλεσµα. Βεβαίως, η τεχνική αυτή (απλή αναγωγή στο 100% χωρίς να υπολογίζονται οι αναποφάσιστοι) δεν είναι πάντοτε ασφαλής και προϋποθέτει ότι οι αναποφάσιστοι θα κάνουν αντίστοιχες επιλογές µε όσους έχουν ήδη αποφασίσει.

Οι εταιρείες, όµως, διερευνούν τις τάσεις που καταγράφονται στις προθέσεις των αναποφάσιστων και µπορούν να επιλέξουν διαφορετική µέθοδο αναγωγής - εκτίµησης ψήφου. Αυτή η διπλή προσέγγιση παρουσιάζεται στα στοιχεία του Γραφήµατος 2 ως εκτίµηση των πιο πρόσφατων εκλογικών τάσεων.



Συγκεκριµένα, υπολογίζεται η αναλογική κατανοµή των αναποφάσιστων σύµφωνα µε τα στοιχεία πρόθεσης ψήφου του Σεπτεµβρίου στο Γράφηµα 1 και παρατίθεται επίσης η διαφορετικού τύπου αναγωγή και εκτίµηση ψήφου της εταιρείας Marc που ανακοινώθηκε στις αρχές αυτής της εβδοµάδας (δειγµατοληψία 6-11 Οκτωβρίου).

Παρά τη διαφορετική µεθοδολογία, τα συµπεράσµατα είναι περίπου ταυτόσηµα, τουλάχιστον σε ότι αφορά τα τέσσερα προπορευόµενα κόµµατα, λαµβάνοντας επίσης υπόψη ότι η δειγµατοληψία της Marc έχει συµπεριλάβει τη σηµαντική πρόσφατη εξέλιξη της «ελληνογαλλικής συµφωνίας» που δίνει πόντους στην κυβέρνηση, δεδοµένου ότι συναντά τη συµφωνία 3/4 (75%) της κοινής γνώµης.



Κατανομή εδρών


Θέλοντας τώρα να καταλάβουµε πώς θα µπορούσε να είναι η κατανοµή εδρών στις επόµενες εκλογές, µπορούµε ασφαλώς να χρησιµοποιήσουµε ως παράδειγµα τις τρέχουσες ενδείξεις. Τα στοιχεία του Γραφήµατος 2 θα µπορούσαν να επιλεγούν εξίσου, αποδίδοντας, άλλωστε, µικρές µεταξύ τους αποκλίσεις. Ας προτιµήσουµε την καταγραφή της Marc, που είναι πιο πρόσφατη.

Το Γράφηµα 3 παρουσιάζει την κατανοµή εδρών για τα συγκεκριµένα ποσοστά εκλογικής επιρροής µε δύο τρόπους:

α) τον ισχύοντα εκλογικό νόµο απόλυτης αναλογικής µε µόνο περιορισµό τον φραγµό του 3% και

β) τον νεότερο εκλογικό νόµο κλιµακούµενου µπόνους πρώτου κόµµατος που έχει ήδη ψηφιστεί και θα εφαρµοστεί στις µεθεπόµενες εκλογές.



Στην πρώτη περίπτωση, της αναλογικής, είναι σαφές ότι οι έδρες του πρώτου κόµµατος δεν επαρκούν για να συζητήσει κανείς περί αυτοδυναµίας. Τέτοια προοπτική θα µπορούσε να υπάρχει µε ποσοστά της τάξης του 46% και άνω, εφόσον συνυπολογιστεί και το ενδεικτικό 8% που αθροίζεται ως µη αντιπροσωπευόµενη ψήφος (συνολικό ποσοστό κοµµάτων που δεν έφτασαν στο 3%).

Σηµειώνεται ότι σε κάθε περίπτωση (και µε την αναλογική και µε το κλιµακούµενο µπόνους) οι έδρες που µπορεί να συγκεντρώσει το πρώτο κόµµα δεν εξαρτώνται µόνο από το ποσοστό του, αλλά και από το µη αντιπροσωπευόµενη ποσοστό. Γίνεται ουσιαστικά η ίδια ακριβώς αριθµητική διαδικασία που αναφέρθηκε προηγουµένως στην αναλογική κατανοµή των αναποφάσιστων. Ετσι, αν, π.χ., το µη αντιπροσωπευόµενο ποσοστό ήταν 10% θα αρκούσε ποσοστό πρώτου κόµµατος της τάξης του 45%, αλλά από την άλλη, αν τα εκτός Βουλής κόµµατα άθροιζαν 5%, το πρώτο κόµµα θα έπρεπε να προσεγγίσει το 48%. Οπως και να έχει, στην περίπτωση του παραδείγµατός µας χρειάζονται έδρες και από άλλο κόµµα, ώστε να υπάρχει κοινοβουλευτική πλειοψηφία µε συµµαχική κυβέρνηση. Τις έδρες αυτές µπορεί ουσιαστικά να προσφέρει µόνο το ΚΙΝ.ΑΛ., αντιµετωπίζοντας όµως ένα κρίσιµο δίληµµα. Θα ήθελε πράγµατι να συµµετέχει περίπου ως δεκανίκι σε συµµαχική κυβέρνηση µε την αναλογικά πολύ πιο ισχυρή Ν.Δ. ή θα προτιµούσε να µείνει στον χώρο της αντιπολίτευσης και να διεκδικήσει την αύξηση της επιρροής του σε επόµενες εκλογές;

Το θεωρητικό, πάντως, άλλο δίληµµα που θα µπορούσε να έχει επίσης το ΚΙΝ.ΑΛ. µε συµµετοχή στη λεγόµενη «προοδευτική κυβέρνηση» (σύµφωνα µε τον πολιτικό λόγο του κ. Τσίπρα), τουλάχιστον στα στοιχεία του παραδείγµατός µας δεν υπάρχει γιατί δεν είναι εφικτό. Δεν θα επαρκούσαν ούτε οι έδρες του ΚΚΕ, αν θεωρούσε κανείς ότι θα επέλεγε να συνεργαστεί µε ΣΥΡΙΖΑ, ΚΙΝ.ΑΛ. και ΜέΡΑ 25 σε µια πολυκοµµατικού τύπου κυβέρνηση. Εποµένως, µε τα τρέχοντα δεδοµένα, το ενδεχόµενο επανάληψης των εκλογών είναι µάλλον ισχυρό και η δεύτερη στήλη του Γραφήµατος 3 µας δίνει µία ιδέα της νέας κατανοµής εδρών.