ΕΚΤΑΚΤΗ ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
Διαφωνίες ως προϊόντα πολιτικής αμάθειας
Οι αρνητές της «δαπανηρής» συμφωνίας και τα παιδαριώδη επιχειρήματα
Μισόλογα, διαφωνίες, αντιρρήσεις, απορρίψεις, απ’ όλα έχει η κουβέντα των κομμάτων εντός και εκτός Βουλής, όταν τίθεται ζήτημα συζήτησης για μείζονος σημασίας πολιτικές και αμυντικές συμφωνίες της Ελλάδας με κυβερνήσεις τρίτων χωρών.
Με βασική αιτία την απουσία εθνικής στρατηγικής με διακομματική στήριξη για μείζονες υποθέσεις εξωτερικής πολιτικής και εθνικής ασφάλειας -για τα λεγόμενα «εθνικά θέματα»-, οι πολιτικές δυνάμεις της χώρας διατυπώνουν ποικίλες απόψεις όταν συζητούνται οι «Πρέσπες», η αμυντική συμφωνία με τη Γαλλία, η στρατιωτική συνεργασία και η στρατηγική σύμπλευση με τις ΗΠΑ. Ετσι, η ελληνική κοινωνία δεν έχει ποτέ μια σαφή εικόνα των πραγματικών στοιχείων στις συζητούμενες υποθέσεις, δεν γνωρίζει αν κατά βάθος είναι υπέρ ή κατά των συμφερόντων της Ελλάδας κάθε συμφωνία με τρίτους, είτε με Βαλκάνιους γείτονες είτε με Ευρωπαίους εταίρους ή με Αμερικανούς συμμάχους, ούτε αν είναι ορθές οι επιλογές για «ανοίγματα» συμμαχιών της χώρας με δυνάμεις της Μέσης Ανατολής.
Τα πράγματα έχουν έτσι οδηγηθεί στο σημείο να είναι για πολλούς κακόφημη η Συμφωνία των Πρεσπών, να αμφισβητείται από την αντιπολίτευση η απόφαση για ενίσχυση της Αμυνας με σύγχρονα οπλικά συστήματα υψηλού κόστους από τη Γαλλία και να επικρίνεται η παραχώρηση στρατιωτικών διευκολύνσεων στις ΗΠΑ.
Είναι εξωφρενικό να πιστεύεται από πολιτικούς ότι η ευθέως απειλούμενη με πόλεμο από την Τουρκία Ελλάδα θα έπρεπε να μην «ξοδευτεί» και να αφήσει την Αεροπορία και το Πολεμικό Ναυτικό της με ελλείψεις, χωρίς ανταγωνιστικότητα απέναντι στην τουρκική «γαλάζια πατρίδα». Και δεν μπήκαν βέβαια στον κόπο να σκεφθούν οι αρνητές της «δαπανηρής» συμφωνίας ότι και μόνο η (πρώτη στην Ευρώπη) ελληνική φοροδιαφυγή της περασμένης χρονιάς καλύπτει το κόστος των τριών γαλλικών φρεγατών.
Αλλά ποιος νοιάζεται για τέτοια, όταν «πρέπει» να καταψηφισθεί η συμφωνία; Και ποιος, επίσης, να σκεφθεί πως, όταν σε μια συμφωνία αμυντικής συνεργασίας μεταξύ δύο χωρών υπάρχει δέσμευση «αμοιβαίας συνδρομής», δεν γίνεται να εξαφανισθεί το «αμοιβαία» και να μείνει μόνο ο λόγος για μονομερή «συνδρομή» - προφανώς μόνο από τον άλλον αντισυμβαλλόμενο, τον Γάλλο εγγυητή και «προστάτη» της Ελλάδας, δηλαδή.
Τα ίδια μισόλογα και οι απόλυτες αντιρρήσεις διατυπώθηκαν και με την αναθεωρημένη συμφωνία στρατιωτικής συνεργασίας με τις ΗΠΑ (τη MDCA), της οποίας αμφισβητείται ζωηρά εξ αριστερών όχι μόνο το περιεχόμενο, αλλά και η ίδια η αιτία της, με παιδαριώδη επιχειρήματα πολιτικής άγνοιας.
Οσο για τις επιμέρους συνεργασίες που προβλέπονται στη συμφωνία και για τη στρατηγική σημασία της συμφωνίας, στη σημερινή συγκυρία και με «αφρισμένη» την Τουρκία να απειλεί την Ελλάδα με διπλό (πλέον) casus belli, το όλο ζήτημα καλύπτεται αντιπολιτευτικά από την Αριστερά με την απλουστευμένη θέση για μετατροπή της χώρας σε «απέραντη βάση των ΗΠΑ».
Οι επικριτές των συμφωνιών εκφέρουν αβαθείς απόψεις, ωσάν να είναι η Ελλάδα μια χώρα που μπορεί να κινείται στον κόσμο σε μια δική της, ελεύθερη γεωστρατηγική τροχιά, με επιλογές της αρεσκείας της, χωρίς βάρη και δεσμεύσεις από τις αντικειμενικές συνθήκες που διαμορφώνονται γύρω της.
Όμως, φυσικό είναι, δυστυχώς, να συμβαίνουν όλα αυτά, όταν, όπως ήδη σημειώσαμε, συμφωνημένη πολιτικά εθνική στρατηγική βάθους δεν υφίσταται. Είναι, πάντως, απογοητευτικό να βλέπει κανείς ότι στους υψηλούς ορόφους της πολιτικής οικοδομής της χώρας δεν είναι ακόμη σε όλους απολύτως σαφές ποια είναι η στρατηγική θέση της Ελλάδας στον σημερινό γεωπολιτικό χάρτη, ποιες οι αναγκαίες στρατηγικές επιλογές της, ποιες οι άμεσες στρατιωτικές ανάγκες της, ποιες οι απαραίτητες συμμαχίες της σε ένα διαρκώς μεταβαλλόμενο διεθνές σκηνικό, με εξελίξεις που αγγίζουν ή και απειλούν τα σύνορα της χώρας μας.
Με βασική αιτία την απουσία εθνικής στρατηγικής με διακομματική στήριξη για μείζονες υποθέσεις εξωτερικής πολιτικής και εθνικής ασφάλειας -για τα λεγόμενα «εθνικά θέματα»-, οι πολιτικές δυνάμεις της χώρας διατυπώνουν ποικίλες απόψεις όταν συζητούνται οι «Πρέσπες», η αμυντική συμφωνία με τη Γαλλία, η στρατιωτική συνεργασία και η στρατηγική σύμπλευση με τις ΗΠΑ. Ετσι, η ελληνική κοινωνία δεν έχει ποτέ μια σαφή εικόνα των πραγματικών στοιχείων στις συζητούμενες υποθέσεις, δεν γνωρίζει αν κατά βάθος είναι υπέρ ή κατά των συμφερόντων της Ελλάδας κάθε συμφωνία με τρίτους, είτε με Βαλκάνιους γείτονες είτε με Ευρωπαίους εταίρους ή με Αμερικανούς συμμάχους, ούτε αν είναι ορθές οι επιλογές για «ανοίγματα» συμμαχιών της χώρας με δυνάμεις της Μέσης Ανατολής.
Τα πράγματα έχουν έτσι οδηγηθεί στο σημείο να είναι για πολλούς κακόφημη η Συμφωνία των Πρεσπών, να αμφισβητείται από την αντιπολίτευση η απόφαση για ενίσχυση της Αμυνας με σύγχρονα οπλικά συστήματα υψηλού κόστους από τη Γαλλία και να επικρίνεται η παραχώρηση στρατιωτικών διευκολύνσεων στις ΗΠΑ.
Είναι εξωφρενικό να πιστεύεται από πολιτικούς ότι η ευθέως απειλούμενη με πόλεμο από την Τουρκία Ελλάδα θα έπρεπε να μην «ξοδευτεί» και να αφήσει την Αεροπορία και το Πολεμικό Ναυτικό της με ελλείψεις, χωρίς ανταγωνιστικότητα απέναντι στην τουρκική «γαλάζια πατρίδα». Και δεν μπήκαν βέβαια στον κόπο να σκεφθούν οι αρνητές της «δαπανηρής» συμφωνίας ότι και μόνο η (πρώτη στην Ευρώπη) ελληνική φοροδιαφυγή της περασμένης χρονιάς καλύπτει το κόστος των τριών γαλλικών φρεγατών.
Αλλά ποιος νοιάζεται για τέτοια, όταν «πρέπει» να καταψηφισθεί η συμφωνία; Και ποιος, επίσης, να σκεφθεί πως, όταν σε μια συμφωνία αμυντικής συνεργασίας μεταξύ δύο χωρών υπάρχει δέσμευση «αμοιβαίας συνδρομής», δεν γίνεται να εξαφανισθεί το «αμοιβαία» και να μείνει μόνο ο λόγος για μονομερή «συνδρομή» - προφανώς μόνο από τον άλλον αντισυμβαλλόμενο, τον Γάλλο εγγυητή και «προστάτη» της Ελλάδας, δηλαδή.
Τα ίδια μισόλογα και οι απόλυτες αντιρρήσεις διατυπώθηκαν και με την αναθεωρημένη συμφωνία στρατιωτικής συνεργασίας με τις ΗΠΑ (τη MDCA), της οποίας αμφισβητείται ζωηρά εξ αριστερών όχι μόνο το περιεχόμενο, αλλά και η ίδια η αιτία της, με παιδαριώδη επιχειρήματα πολιτικής άγνοιας.
Οσο για τις επιμέρους συνεργασίες που προβλέπονται στη συμφωνία και για τη στρατηγική σημασία της συμφωνίας, στη σημερινή συγκυρία και με «αφρισμένη» την Τουρκία να απειλεί την Ελλάδα με διπλό (πλέον) casus belli, το όλο ζήτημα καλύπτεται αντιπολιτευτικά από την Αριστερά με την απλουστευμένη θέση για μετατροπή της χώρας σε «απέραντη βάση των ΗΠΑ».
Οι επικριτές των συμφωνιών εκφέρουν αβαθείς απόψεις, ωσάν να είναι η Ελλάδα μια χώρα που μπορεί να κινείται στον κόσμο σε μια δική της, ελεύθερη γεωστρατηγική τροχιά, με επιλογές της αρεσκείας της, χωρίς βάρη και δεσμεύσεις από τις αντικειμενικές συνθήκες που διαμορφώνονται γύρω της.
Όμως, φυσικό είναι, δυστυχώς, να συμβαίνουν όλα αυτά, όταν, όπως ήδη σημειώσαμε, συμφωνημένη πολιτικά εθνική στρατηγική βάθους δεν υφίσταται. Είναι, πάντως, απογοητευτικό να βλέπει κανείς ότι στους υψηλούς ορόφους της πολιτικής οικοδομής της χώρας δεν είναι ακόμη σε όλους απολύτως σαφές ποια είναι η στρατηγική θέση της Ελλάδας στον σημερινό γεωπολιτικό χάρτη, ποιες οι αναγκαίες στρατηγικές επιλογές της, ποιες οι άμεσες στρατιωτικές ανάγκες της, ποιες οι απαραίτητες συμμαχίες της σε ένα διαρκώς μεταβαλλόμενο διεθνές σκηνικό, με εξελίξεις που αγγίζουν ή και απειλούν τα σύνορα της χώρας μας.