ΕΚΤΑΚΤΗ ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
Ο απολογισμός της Μέρκελ που «έζησε» επτά πρωθυπουργούς – Η στοχευμένη τελευταία επίσκεψη
Η Γερμανίδα καγκελάριος εστίασε στο «πόσο σημαντική είναι η στάση της Ελλάδας απέναντι σε αξίες»
Πρώτης τάξεως ευκαιρία γα μια σύντομη ανασκόπηση των ελληνογερμανικών σχέσεων αποτέλεσε η «αποχαιρετιστήρια» διήμερη επίσκεψη της υπηρεσιακής πλέον καγκελαρίου της Γερμανίας
στη χώρα μας, κατόπιν πρόσκλησης του Κυριάκου Μητσοτάκη.
Κυβερνητικές πηγές παρουσίασαν την επίσκεψη της απερχόμενης καγκελαρίου, ως μια επίσκεψη υψηλού συμβολισμού, καθώς είχε χαρακτήρα απολογισμού των διμερών σχέσεων.
Ο Κυριάκος Μητσοτάκης άδραξε την ευκαιρία να υπενθυμίσει στην Γερμανίδα πολιτικό ότι την εποχή των μνημονίων έγιναν λάθη, ασκώντας κριτική στην Μέρκελ για την πολιτική που ακολούθησε κατά την περίοδο της κρίσης , αλλά και τις αποφάσεις που πήρε στα πέτρινα χρόνια των μνημονίων. Έχουν γίνει λάθη, επεσήμανε ο Κυριάκος Μητσοτάκης, με την καγκελάριο να υπερασπίζεται την τακτική που ακολούθησε, αλλά ταυτόχρονα να δηλώνει ότι ζήτησε πολλά από τους Έλληνες εκείνη την περίοδο, γεγονός που εκλήφθηκε σαν μια έμμεση συγγνώμη στον ελληνικό λαό.
Το βασικό μήνυμα, ωστόσο που απέστειλε ο πρωθυπουργός, κατά την συνάντησή του με την γυναίκα που ταυτίστηκε με την περίοδο των μνημονίων στη χώρα μας, είναι ότι η Ελλάδα του 2021 δεν έχει σχέση με την Ελλάδα του 2015 ή του 2010. Ο πρωθυπουργός μίλησε για την πολιτικό και την διαδρομή 16 ετών που χάραξε στην ηγεσία της Γερμανίας, αλλά μετ’ επιτάσεως τόνισε στην καγκελάριο, κατά τις κοινές τους δηλώσεις, ότι η σημερινή Ελλάδα είναι πολύ διαφορετική από αυτή που «έζησε» η Μέρκελ την τελευταία 10ετία. «Δεν είναι εστία ελλειμμάτων. Είναι σύγχρονο κράτος», ανέφερε ο Κυριάκος Μητσοτάκης.
«Η Α. Μέρκελ υπήρξε η φωνή της λογικής και της σταθερότητας. Άδικη κάποιες φορές, όμως καθοριστική όπως το 2015 όταν αρνήθηκε τον εξωστρακισμό της Ελλάδας από την Ευρώπη», είπε ο Κυριάκος Μητσοτάκης, εκτιμώντας ότι Ελλάδα θα έχει τη δυνατότητα από το 2023 να παράγει πρωτογενή πλεονάσματα.
Η Γερμανίδα καγκελάριος εστίασε στο «πόσο σημαντική είναι η στάση της Ελλάδας απέναντι σε αξίες» και με αυτοκριτική διάθεση παραδέχτηκε πως «εγώ προσωπικά είχα απόλυτη επίγνωση για την επιβάρυνση την υπερβολική και για την πρόκληση για τους ανθρώπους στην Ελλάδα» στα χρόνια των μνημονίων, προσθέτοντας, ωστόσο, ότι «αυτό που καταφέραμε στο τέλος είναι να βρούμε έναν κοινό βηματισμό για να παραμείνει η Ελλάδα μέλος της ΕΕ».
Ως προς το Ταμείο Ανάκαμψης τόνισε ότι οι πόροι του θα δώσουν τη δυνατότητα στην Ελλάδα για επενδύσεις μακρόπνοες.
Αναφορικά με τα ελληνοτουρκικά ο πρωθυπουργός έστειλε σαφή μηνύματα προς πάσα κατεύθυνση ότι η Ελλάδα επιδιώκει καλές σχέσεις με τους γείτονες αλλά σε καμία περίπτωση η χώρα δεν δέχεται απειλές, θέτοντας θέτοντας επί τάπητος το ζήτημα της τουρκικής προκλητικότητας, με την απερχόμενη καγκελάριο της Γερμανίας να εμφανίζεται ιδιαιτέρως σκεπτική για την Τουρκία.το ζήτημα της τουρκικής προκλητικότητας, με την απερχόμενη καγκελάριο της Γερμανίας να εμφανίζεται ιδιαιτέρως σκεπτική για την Τουρκία.
Με φόντο την τουρκική προκλητικότητα, ο πρωθυπουργός ξεκαθάρισε ότι η Τουρκία έχει δύο επιλογές: η μία της συνεργασίας και της αμοιβαίας συνεργασίας με την μείωση εντάσεων και το σεβασμό των σχέσεων καλής γειτονίας και του κράτους Δικαίου και ο δεύτερος δρόμος είναι ότι η Τουρκία θα πρέπει να αντιληφθεί ότι θα υπάρχουν κυρώσεις από ευρωπαϊκής πλευράς.
«Η δικιά μου πόρτα είναι πάντα ανοιχτή για εποικοδομητικό διάλογο που προϋποθέτει σε πρώτη φάση την μείωση των αχρείαστων εντάσεων» δήλωσε ο πρωθυπουργός.
Από την πλευρά της η Άνγκελα Μέρκελ αποκάλυψε ότι ήταν: «πολύ σκεπτική για αυτό ως προς τη δυνατότητα της Τουρκίας να γίνει πλήρες μέλος της ΕΕ», ενώ σχολίασε ότι σήμερα η Τουρκία «θα πρέπει να χαίρει μια σχέσης όπου θα έχουμε αντίστοιχο αλληλοσεβασμό αλλά θα πρέπει να τηρούνται και ανθρώπινα δικαιώματα που τότε δεν ήταν στο επίκεντρο των σκέψεών μας».
Με εξαίρεση τον Λουκά Παπαδήμο και τον Παναγιώτη Πικραμμένο, οι σχέσεις της Μέρκελ με τους υπόλοιπους Έλληνες πρωθυπουργούς πέρασαν διάφορες φάσεις.
Ο Κώστας Καραμανλής γνώριζε την Μέρκελ από το Λαϊκό Κόμμα πριν ακόμη ανέβει στον πρωθυπουργικό θώκο. Η καγκελάριος μάλιστα τον είχε επισκεφθεί στη Ραφήνα το 2007, με τη χημεία τους να είναι καλή. Όλα άλλαξαν όταν η Γερμανίδα πολιτικός απέδωσε σοβαρές ευθύνες για τον δημοσιονομικό εκτροχιασμό στην κυβέρνηση Καραμανλή.
Με τον Γιώργο Παπανδρέου οι σχέσεις τους διαταράχθηκαν στις Κάννες, όταν στη συνάντηση με τον Σαρκοζί δεν υποστήριξε τον Παπανδρέου σχετικά με το δημοψήφισμα. «Ποτέ δεν κατάλαβα τι έχει στο μυαλό του ο Γιώργος», είναι μια απορία της καγκελαρίου που έμεινε χωρίς απάντηση.
Το 2012 λίγο μετά την ανάληψη της πρωθυπουργίας από τον Αντώνη Σαμαρά είχε την πρώτη συνάντηση με την Άνγκελα Μέρκελ. Τον κάλεσε σε κατ΄ ιδίαν συνεργασία, όπου του έδειξε χάρτες και διαγράμματα, που αποτύπωναν τη δύσκολη πορεία της οικονομίας, του μίλησε ανοιχτά για το Plan B. Μια έξοδο της Ελλάδας από το ευρώ (τυπικά για περιορισμένο χρονικό διάστημα), με αντίστοιχη οικονομική βοήθεια από τη Γερμανία για να διασφαλιστεί η «ομαλή μετάβαση». «Αυτή η συζήτηση δεν έγινε ποτέ», «δεν άκουσα τίποτα», ήταν η άμεση απάντηση του Σαμαρά.
Δύο χρόνια μετά, στην τελευταία συνάντησή τους στο Βερολίνο, τον Σεπτέμβριο του 2014, ο Αντώνης Σαμαράς γνώρισε την αδιάλλακτη πλευρά της Μέρκελ. Της ζήτησε στήριξη για μια χαλάρωση στις απαιτήσεις της «τρόικας» προκειμένου να κλείσει η αξιολόγηση, επικαλούμενος -μεταξύ άλλων- τον «αριστερό κίνδυνο» του ΣΥΡΙΖΑ. Δυστυχώς για τον ίδιο, Μέρκελ και Σόιμπλε είχαν καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η κυβέρνηση Σαμαρά-Βενιζέλου δεν είχε μέλλον.
Ο Αλέξης Τσίπρας ήταν ο σκληρότερος πολέμιος του «μερκελισμού», ο οποίος βέβαια ανέπτυξε στενή συνεργασία και σχέση εμπιστοσύνης με την καγκελάριο της Γερμανίας. Μετά την πρώτη τους πολύωρη συνάντηση κατέληξε στο συμπέρασμα ότι «ο μικρός μαθαίνει γρήγορα», όπως είπε μετά την πολύωρη συνάντηση στους συνεργάτες της, σύμφωνα με τις πληροφορίες της DW.
H Συμφωνία των Πρεσπών, σε μεγάλο βαθμό, αποτέλεσε την «κορωνίδα» στις σχέσεις Μέρκελ - Τσίπρα. Άλλωστε, για τη Γερμανία η συμφωνία δεν διευκόλυνε απλώς μια «εταιρική» σχέση, αλλά σηματοδοτούσε μια γεωστρατηγική επιτυχία.
Το φιλελεύθερο πνεύμα και το μεταρρυθμιστικό στίγμα της κυβέρνησης Μητσοτάκη έκαναν τις σχέσεις με τον νυν πρωθυπουργό να εξελιχθούν σε εξαιρετικό επίπεδο, αν και λόγω της αντίθεσης της ΝΔ στη Συμφωνία των Πρεσπών, η Μέρκελ κοιτούσε με καχυποψία τον Κυριάκο Μητσοτάκη όταν ανέλαβε το τιμόνι της χώρας το 2019. Τα τελευταία δύο χρόνια μάλιστα η στήριξη της καγκελαρίας στην Ελλάδα επαληθεύθηκε στην πράξη, με αποκορύφωμα την πριμοδότηση της Ελλάδας με το Ταμείο Ανάκαμψης.
Κυβερνητικές πηγές παρουσίασαν την επίσκεψη της απερχόμενης καγκελαρίου, ως μια επίσκεψη υψηλού συμβολισμού, καθώς είχε χαρακτήρα απολογισμού των διμερών σχέσεων.
Ο Κυριάκος Μητσοτάκης άδραξε την ευκαιρία να υπενθυμίσει στην Γερμανίδα πολιτικό ότι την εποχή των μνημονίων έγιναν λάθη, ασκώντας κριτική στην Μέρκελ για την πολιτική που ακολούθησε κατά την περίοδο της κρίσης , αλλά και τις αποφάσεις που πήρε στα πέτρινα χρόνια των μνημονίων. Έχουν γίνει λάθη, επεσήμανε ο Κυριάκος Μητσοτάκης, με την καγκελάριο να υπερασπίζεται την τακτική που ακολούθησε, αλλά ταυτόχρονα να δηλώνει ότι ζήτησε πολλά από τους Έλληνες εκείνη την περίοδο, γεγονός που εκλήφθηκε σαν μια έμμεση συγγνώμη στον ελληνικό λαό.
«Η Α. Μέρκελ υπήρξε η φωνή της λογικής και της σταθερότητας. Άδικη κάποιες φορές, όμως καθοριστική όπως το 2015 όταν αρνήθηκε τον εξωστρακισμό της Ελλάδας από την Ευρώπη», είπε ο Κυριάκος Μητσοτάκης, εκτιμώντας ότι Ελλάδα θα έχει τη δυνατότητα από το 2023 να παράγει πρωτογενή πλεονάσματα.
Η Γερμανίδα καγκελάριος εστίασε στο «πόσο σημαντική είναι η στάση της Ελλάδας απέναντι σε αξίες» και με αυτοκριτική διάθεση παραδέχτηκε πως «εγώ προσωπικά είχα απόλυτη επίγνωση για την επιβάρυνση την υπερβολική και για την πρόκληση για τους ανθρώπους στην Ελλάδα» στα χρόνια των μνημονίων, προσθέτοντας, ωστόσο, ότι «αυτό που καταφέραμε στο τέλος είναι να βρούμε έναν κοινό βηματισμό για να παραμείνει η Ελλάδα μέλος της ΕΕ».
Ως προς το Ταμείο Ανάκαμψης τόνισε ότι οι πόροι του θα δώσουν τη δυνατότητα στην Ελλάδα για επενδύσεις μακρόπνοες.
Αναφορικά με τα ελληνοτουρκικά ο πρωθυπουργός έστειλε σαφή μηνύματα προς πάσα κατεύθυνση ότι η Ελλάδα επιδιώκει καλές σχέσεις με τους γείτονες αλλά σε καμία περίπτωση η χώρα δεν δέχεται απειλές, θέτοντας θέτοντας επί τάπητος το ζήτημα της τουρκικής προκλητικότητας, με την απερχόμενη καγκελάριο της Γερμανίας να εμφανίζεται ιδιαιτέρως σκεπτική για την Τουρκία.το ζήτημα της τουρκικής προκλητικότητας, με την απερχόμενη καγκελάριο της Γερμανίας να εμφανίζεται ιδιαιτέρως σκεπτική για την Τουρκία.
«Η δικιά μου πόρτα είναι πάντα ανοιχτή για εποικοδομητικό διάλογο που προϋποθέτει σε πρώτη φάση την μείωση των αχρείαστων εντάσεων» δήλωσε ο πρωθυπουργός.
Από την πλευρά της η Άνγκελα Μέρκελ αποκάλυψε ότι ήταν: «πολύ σκεπτική για αυτό ως προς τη δυνατότητα της Τουρκίας να γίνει πλήρες μέλος της ΕΕ», ενώ σχολίασε ότι σήμερα η Τουρκία «θα πρέπει να χαίρει μια σχέσης όπου θα έχουμε αντίστοιχο αλληλοσεβασμό αλλά θα πρέπει να τηρούνται και ανθρώπινα δικαιώματα που τότε δεν ήταν στο επίκεντρο των σκέψεών μας».
Η καγκελάριος που έζησε επτά Έλληνες πρωθυπουργούς
Ο σημερινός πρωθυπουργός είναι ο έβδομος που συναντά η Μέρκελ κατά τη διάρκεια της 16χρονης πορείας στα ηνία της Γερμανίας. Η απερχόμενη καγκελάριος ταύτισε τη διαδρομή της με όλες τις σημαντικές αποφάσεις της ΕΕ, ωστόσο για την Ελλάδα είναι ταυτισμένη με τα χρόνια των μνημονίων.Με εξαίρεση τον Λουκά Παπαδήμο και τον Παναγιώτη Πικραμμένο, οι σχέσεις της Μέρκελ με τους υπόλοιπους Έλληνες πρωθυπουργούς πέρασαν διάφορες φάσεις.
Ο Κώστας Καραμανλής γνώριζε την Μέρκελ από το Λαϊκό Κόμμα πριν ακόμη ανέβει στον πρωθυπουργικό θώκο. Η καγκελάριος μάλιστα τον είχε επισκεφθεί στη Ραφήνα το 2007, με τη χημεία τους να είναι καλή. Όλα άλλαξαν όταν η Γερμανίδα πολιτικός απέδωσε σοβαρές ευθύνες για τον δημοσιονομικό εκτροχιασμό στην κυβέρνηση Καραμανλή.
Δύο χρόνια μετά, στην τελευταία συνάντησή τους στο Βερολίνο, τον Σεπτέμβριο του 2014, ο Αντώνης Σαμαράς γνώρισε την αδιάλλακτη πλευρά της Μέρκελ. Της ζήτησε στήριξη για μια χαλάρωση στις απαιτήσεις της «τρόικας» προκειμένου να κλείσει η αξιολόγηση, επικαλούμενος -μεταξύ άλλων- τον «αριστερό κίνδυνο» του ΣΥΡΙΖΑ. Δυστυχώς για τον ίδιο, Μέρκελ και Σόιμπλε είχαν καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η κυβέρνηση Σαμαρά-Βενιζέλου δεν είχε μέλλον.
H Συμφωνία των Πρεσπών, σε μεγάλο βαθμό, αποτέλεσε την «κορωνίδα» στις σχέσεις Μέρκελ - Τσίπρα. Άλλωστε, για τη Γερμανία η συμφωνία δεν διευκόλυνε απλώς μια «εταιρική» σχέση, αλλά σηματοδοτούσε μια γεωστρατηγική επιτυχία.
Το φιλελεύθερο πνεύμα και το μεταρρυθμιστικό στίγμα της κυβέρνησης Μητσοτάκη έκαναν τις σχέσεις με τον νυν πρωθυπουργό να εξελιχθούν σε εξαιρετικό επίπεδο, αν και λόγω της αντίθεσης της ΝΔ στη Συμφωνία των Πρεσπών, η Μέρκελ κοιτούσε με καχυποψία τον Κυριάκο Μητσοτάκη όταν ανέλαβε το τιμόνι της χώρας το 2019. Τα τελευταία δύο χρόνια μάλιστα η στήριξη της καγκελαρίας στην Ελλάδα επαληθεύθηκε στην πράξη, με αποκορύφωμα την πριμοδότηση της Ελλάδας με το Ταμείο Ανάκαμψης.